Βιβλιο

Τάκης Καμπύλης: Ένα βιβλίο για τον «εμφύλιο καλών παιδιών»

«Ήθελα πρωταγωνιστές πολύ αναγνωρίσιμους, αν όχι τους εαυτούς μας...»

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 808
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη με τον Τάκη Καμπύλη για το βιβλίο του «Γενικά Συμπτώματα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Πέντε πρόσωπα ζητούσαν και βρήκαν συγγραφέα. Ένας άγνωστος Έλληνας εθελοντής, μεγαλοστέλεχος σε τράπεζα, που παίρνει μέρος στα μυστικά πειράματα με το εμβόλιο· ένας οργισμένος γιος χρεοκοπημένου εμπόρου· η κατάκοιτη μητέρα του· ο φιλόδοξος δημοσιογράφος· και, τέλος, ένας καφετζής που όλα τα κοιτά, όλα τα μαθαίνει ως ενδιάμεσος. Καφέδες, σεκλέτια, τσιγάρα και ζόρικη Αθήνα του τώρα, που όλα τα εσώψυχα ξεχείλισαν και κανένας τους δεν θα τη βγάλει καθαρή.
Στα «Γενικά Συμπτώματα» (Καστανιώτης), μια νουβέλα πέντε μονολόγων του Τάκη Καμπύλη, ο χρόνος των συμβάντων είναι ο καιρός της πανδημίας, όμως οι ζωές όλων των παραπάνω συνδέονται, συμπλέκονται και συμπαρασύρονται όχι μόνο από την επικίνδυνη συνθήκη του COVID-19 αλλά και από τους ανεξόφλητους λογαριασμούς του χθες. Το παρελθόν του καθενός συναντάται με το σήμερα στην πιο εφιαλτική και μοιραία μορφή. Το έγκλημα, η αυτοθυσία και οι γκρίζες ζώνες που θολώνουν την ορατότητα των ηρώων και τη δικιά μας φτιάχνουν μια ατμόσφαιρα εφιαλτικού νουάρ όπου είναι δύσκολο να ξεχωρίσει ο θύτης από το θύμα.
Σελίδες συναρπαστικές με αποσβέσεις κινήτρων και εξόφληση παγίων χρωστούμενων που αναπόφευκτα θα οδηγήσουν σε ένα ζόρικο τέλος - μοιάζει πως κανένας από τους πρωταγων

ιστές του βιβλίου δεν διάβασε τις ρήτρες με τα ψιλά γράμματα όταν υπέγραφε λογής προσωπικών «δάνειων». Αποτέλεσμα; Και οι πέντε τους θα γίνουν πρωταγωνιστές στον ίδιο φόνο. «Ενός νεκρού μύριοι έπονται, έτσι έπρεπε να το λένε οι αρχαίοι, τόσοι θάνατοι γύρω μας, τόση απελπισία!» λέει κάπου ένας τους. Τα υπόλοιπα από τον συγγραφέα ενός βιβλίου που δύσκολα το αφήνεις από τα χέρια σου, ακόμα κι αν σε μερικές στιγμές η μελαγχολία του είναι πιο σκοτεινή και από τον χειμωνιάτικο ουρανό του Νοέμβρη όπως επικρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας.

Αν μου επιτρέπεις, θεωρώ πως τα «Γενικά Συμπτώματα» δεν είναι μια νουβέλα, αλλά μια επιδέξια μεταιχμιακή αφήγηση που άνετα θα μπορούσε να περάσει τα σύνορα και να μπει στην κατηγορία του μυθιστορήματος. Και ίσως η μάσκα προστασίας από τον COVID-19 του εξωφύλλου να προδίδει πως το θέμα του έχει να κάνει με την καραντίνα, όμως ο αναγνώστης ολοένα και περισσότερο, καθώς συναντιέται με τους ήρωες, νιώθει πως ο κύριος, ο αληθινός χρόνος της αφήγησης δεν είναι ο καιρός της πανδημίας αλλά η βαθιά οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας. Συν φυσικά τα άγρια τραύματα που επέφερε στη ζωή των πρωταγωνιστών σου, είτε κατάφεραν να βγουν αλώβητοι (ή νόμισαν πως), είτε κάποιοι το πληρώνουν ακόμα ακριβά, ως προς το ψυχικό εκτός από το οικονομικό επίπεδο. Αυτά ως προς τη δική μου ανάγνωση. Πόσο λάθος ή σωστή είναι;

Τι θεωρείς εσύ πυρήνα και χαρακτήρα του βιβλίου; Και πώς συνέλαβες την ιδέα του;
Έγινε συζήτηση, μεταξύ φίλων, για το «νουβέλα» ή «μυθιστόρημα». Τελικά επέλεξα το «νουβέλα», μάλλον για λάθος λόγους, ίσως διότι ήρθε μετά τους «Γίγαντες και φασόλια». Το γεγονός είναι ότι ήθελα να πειραματιστώ με μονολόγους κι ένα αχνό πλαίσιο - αυτό της πανδημίας, που θα μπορούσε να είναι κάποιο άλλο, το λες κι εσύ. Διότι ο χρόνος όντως είναι χρόνος κρίσης, διαρκής και απειλητικός, πριν και μετά την πανδημία -η πανδημία είναι μια παρένθεση, με την έννοια ότι κι αυτή θα αποδειχθεί υποδεέστερη από τα γενικά συμπτώματα- μόνο ευκαιριακά θα συγκινήσει, όπως τόσες άλλες καταστροφές. Άλλωστε, αυτά τα γενικά συμπτώματα δεν είναι τίποτα σπουδαία, απλώς ανθρώπινα, από όταν βγήκαμε από τις σπηλιές. Ένας σημαντικός, σύγχρονος, εξελικτικός βιολόγος, ο Leiberman, λέει ότι είμαστε άνθρωποι της 4ης βιομηχανικής επανάστασης αλλά παραμένουμε σε παλαιολιθικό σώμα. Ίσως αυτό το «λάθος», ο αναχρονισμός, να συμβαίνει και με τα γενικά συμπτώματα που εκδηλώνονται με τις ανάγκες μας και τις σχέσεις μας -κάθε φορά μας εκπλήσσουν με την ισχύ τους, παρά την «απλοϊκότητά» τους. Κι έτσι οι ήρωες πορεύονται ακριβώς όπως περιγράφεις.

Στο δεύτερο μέρος το βιβλίο αποκτά αστυνομική πλοκή. Το τέλος του, χάρις σε μια πολύ επιδέξια ανατροπή που κάνεις ως προς τη σύλληψη του ενόχου, κινείται μεταξύ του ντοστογιεφσκικού «Έγκλημα και Τιμωρία» αλλά και καθαρόαιμου αστικού νουάρ: νά άλλη μια μεταιχμιακή ταυτότητα. Αναρωτιέμαι κατά πόσον εκτός από ψυχολογικό και κοινωνικοπολιτικό βιβλίο, τα «Γενικά Συμπτώματα» φλερτάρουν στα ίσια με το νεοπολάρ. Από την αρχή το ξεκίνησες έτσι ή σου βγήκε στην πορεία;
Είναι πολύ εύστοχη η ερώτηση διότι όντως δεν το ξεκίνησα έτσι, αλλά προέκυψε στην πορεία. Ιδίως το τέλος που διαμορφώθηκε μετά την πρώτη διόρθωση –χρωστάω μεγάλο ευχαριστώ στον Δημήτρη Λυμπερόπουλο, που έκανε την επιμέλεια και είχε την υπομονή να ανταποκρίνεται στα σκαμπανεβάσματά μου. Επίσης τα παρενθετικά κείμενα ανάμεσα στους μονολόγους προστέθηκαν μετά την πρώτη γραφή, δεν περιλαμβάνονταν στο αρχικό πλάνο.

Το τραπεζικό μεγαλοστέλεχος, ο χρεοκοπημένος έμπορος, ο άσωτος γιος, η κατάκοιτη μητέρα, ο ιδιοκτήτης του καφέ, ο φιλόδοξος δημοσιογράφος, και μερικοί ακόμα περιφερειακοί, ας τους πω, χαρακτήρες, όπως η Φωνή, το κορίτσι των Εξαρχείων και οι άτυχοι εργαζόμενοι, συμπλέκονται σε έναν πόλεμο που έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός εμφύλιου. Όλοι εναντίον όλων αλλά ταυτόχρονα όλοι θύματα μιας μοίρας που τα νήματά της τα κινεί μια παγκόσμια γενική συνθήκη πολέμου. Πώς συνέλαβες και δούλεψες τα προφίλ τους;
Ήθελα πρωταγωνιστές πολύ αναγνωρίσιμους, αν όχι τους εαυτούς μας, πάντως οικείους χαρακτήρες, σχεδόν στερεοτυπικούς. Και μετά να ανακαλύψουμε μαζί τους, διαβάζοντας τους μονολόγους τους, τις «απολογίες» τους. Γι' αυτό και τον εμφύλιο που αναφέρεις, ο δημοσιογράφος τον περιγράφει ως «εμφύλιο καλών παιδιών». Έκαναν ο καθένας αυτό που του «αναλογούσε», αλλά η κρίση απέδειξε/αποδεικνύει πως δεν ήταν/είναι αρκετό. Σαν να διέφυγαν απ' όλους τα ψιλά γράμματα μιας τραπεζικής συναλλαγής.

Δύο βιβλία σε δύο χρόνια, πάει να πει πως τελείς σε διαρκή συνθήκη γραφής. Υπάρχει κάτι κοινό θεματικά ανάμεσά τους ή κάθε έργο είναι αυτόνομο και χωρίς σύνδεση ή αναφορά με το προηγούμενο;
Νομίζω πως όχι. Η φόρμα είναι διαφορετική, η δομή επίσης. Οι «Γίγαντες» πάτησαν σε μια μακρόχρονη ιστορική έρευνα για τον ελληνικό αναρχισμό του 19ου αιώνα. Θα μπορούσε βέβαια να αντιγυρίσει κανείς ότι και στα δύο βιβλία τα κεντρικά πρόσωπα είναι ένας δημοσιογράφος και ένας κινηματικός/εναλλακτικός –και μάλιστα σε σύγκρουση. Αλλά ο Ατρείδης δεν είναι ο δημοσιογράφος των «γενικών συμπτωμάτων», ούτε ο Πλωτίνος στους «γίγαντες» είναι ο γιος του κυρ-Σπύρου. Στα «Γενικά συμπτώματα» οι ήρωες είναι εκτός επωνυμίας, αν μπορώ να το εκφράσω έτσι.

Δεν σε φοβίζει μην τυχόν το βιβλίο περάσει για μυθιστόρημα καραντίνας; Το ρωτώ γιατί γράφτηκε αλλά και πραγματεύεται σε μεγάλο μέρος την απομόνωση, το εμβόλιο και τη δυστοπία που επέβαλε στη ζωή μας ο ιός. Δεν υπάρχει ο κίνδυνος οι αναγνώστες να του γυρίσουν την πλάτη, υπό την έννοια «τα ξέρουμε όλα αυτά, τα ζούμε, επομένως γιατί να ξαναβουτήξουμε σε έναν ζόφο που κάνουμε τα πάντα για να γλιτώσουμε και να τον ξεχάσουμε»;
Δεν είχε περάσει από το μυαλό μου μέχρι που μου το επεσήμανε ένας καλός φίλος. Ωστόσο, προσωπικά, θα διάβαζα για την πανδημία, η ερμηνεία των πραγμάτων που δίνει ένα καλό μυθιστόρημα μπορεί να είναι πληρέστερη από μια ακαδημαϊκή πραγματεία. Πρόσφατα παραδείγματα ο Κόου και ο Ουελμπέκ (λιγότερο), που έδωσαν την εικόνα της κοινωνικής απορρύθμισης με την αποβιομηχάνιση στην Αγγλία και με την κτηνοτροφία στη Γαλλία. Πάντως, για να επανέλθω, εγώ δεν έγραψα για την πανδημία, αλλά μια ιστορία που ξεκίνησε πολύ πιο πριν και θα συνεχιστεί και μετά την πανδημία.

Ένας φίλος που το διάβασε μου είπε πως το πιο αγαπημένο του από όλα τα πρόσωπα είναι η κατάκοιτη από Αλτσχάιμερ μητέρα. Εγώ πάλι μαγεύτηκα από το τραπεζικό μεγαλοστέλεχος, που έστω και με αυτό τον τρόπο, που αδυνατώ να περιγράψω για να μην κάνω σπόιλερ, μοιάζει να ζητά έμπρακτα συγνώμη ή εξιλέωση από τις τύψεις για την προηγούμενη ζωή του, όταν δεν μπορούσε δηλαδή να διακρίνει ανθρώπινες ζωές πίσω από τη στυγνή αλήθεια των αλγόριθμων. Δεν θα ρωτήσω ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σου χαρακτήρας (εκτός και αν θέλεις να απαντήσεις), αλλά ποιος σε δυσκόλεψε περισσότερο.΄
Ισως ακουστεί παράδοξο αλλά ο δημοσιογράφος με δυσκόλεψε περισσότερο. Ανήκει σε μια γενιά που δεν έζησε όπως η δική μου τις «παχιές αγελάδες» της ελληνικής δημοσιογραφίας και, επίσης, βρέθηκε σε ένα τοπίο πλήρως απορρυθμισμένο και αναντίστοιχο των προσδοκιών του. Ένας μοναχικός ξένος σ’ ένα επάγγελμα που όμως έχει ως προϋπόθεση την πολύ προσωπική εμπλοκή.

Αναπόφευκτη ερώτηση: Πώς βλέπεις την ποιότητα της ελληνικής δημοσιογραφίας ακόμα και τώρα που (προσωρινά;) δεν την ασκείς με την ίδια ένταση όπως παλιά; Δεν μπορεί να φύτεψες τυχαία και έναν δημοσιογράφο-πρόσωπο υπερκομβικής σημασίας για τη δράση.
Πιστεύω βαθιά ότι χωρίς αποδεκτή δημοσιογραφία δεν μπορούν να καλυτερέψουν τα πράγματα. Όταν ο κατ’ εξοχήν καθημερινός δημόσιος χώρος ελέγχου και διαλόγου δεν λειτουργεί ή είναι απαξιωμένος, τότε ο καθένας θα παίρνει την πένα/πληκτρολόγιο και θα παρουσιάζει την αλήθεια του –ελλείψει αντίβαρων. Η πληροφορία γίνεται είδηση μόνο με τη μεσολάβηση του δημοσιογράφου. Όμως, το πρόβλημα δεν είναι ο δημοσιογράφος. Το πρόβλημα κατά τη γνώμη μου είναι ο εκδότης. Για να υποστηριχτεί η ποιότητα και η ανεξαρτησία χρειάζεται χρήμα και υπομονή. Σήμερα δεν υπάρχουν εκδότες που να συνδυάζουν και τα δύο. Οι πραγματικοί εκδότες δεν έχουν χρήματα και αυτοί που έχουν είναι μάλλον κατά συνθήκη εκδότες –με ελάχιστες εξαιρέσεις. Ίσως έτσι να εξηγείται το επιχειρούμενο by-pass με τις συνέργειες, «κολεκτίβες» και δίκτυα δημοσιογράφων στο διαδίκτυο. Ωστόσο δεν πιστεύω ότι αρκούν για να ξεπεραστεί το πρόβλημα. Δεν προσφέρουν, ακόμη, το ισχυρό brandname που θα διαχωρίζεται από το ευκαιριακό οποιουδήποτε δημοσιεύει στον κυβερνοχώρο.

Θυμάμαι ένα σύνθημα των δρόμων τον καιρό της μεγάλης αναταραχής: Οι άνθρωποι είναι πάνω από τους αριθμούς. Μοιάζει να το ξαναβρίσκω στις σελίδες σου, μέσα στη συμπεριφορά του τραπεζικού μεγαλοστελέχους ήρωα. Πέρα από το ρομαντικό -ουτοπικό του, πόσο θεωρείς πως μια αλλαγή πλεύσης στην πορεία της ανθρωπότητας έχει να κάνει με αυτή την επιθυμία; Ή τελικά ο μεγάλος τεχνοκρατικός αλγόριθμος που δεν συγχωρεί θα μας καταπιεί όλους;
Είναι ακόμη δύσκολο να αντικατασταθούν οι γενικότητες που λειτουργούσαν παλαιότερα, όπως «λαός» και «ανθρωπότητα» - έχουν πλέον μεταλλαχτεί. Πολλά θέσφατα, όπως το φύλο, η καταγωγή, οι κοινωνικές συμβάσεις, η τοπικότητα, φαίνεται να αποδομούνται. Δεν χωράνε οι κατηγοριοποιήσεις των παραδοσιακών ταυτοτήτων όλες τις νέες ταυτότητες που δημιουργούνται και όλες αυτές που εξαιρούνται. Συμμερίζομαι τους φόβους για τους κινδύνους από τους αλγόριθμους που θα επαναρυθμίσουν την «τάξη των πραγμάτων». Είμαι ωστόσο αισιόδοξος διότι στο κάτω-κάτω και οι αλγόριθμοι από ανθρώπους φτιάχνονται.