Βιβλιο

«Η ζωντανή θάλασσα που ονειρευόταν ξύπνια» του Ρίτσαρντ Φλάναγκαν

Τι είναι ζωή; Κι ως πότε έχει νόημα να αγκιστρώνεται κανείς πάνω της σαν πεταλίδα στον βράχο;

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 806
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το βιβλίο «Η ζωντανή θάλασσα που ονειρευόταν ξύπνια» του Ρίτσαρντ Φλάναγκαν (εκδ. Ψυχογιός).

Όταν πριν από δύο χρόνια ο πατέρας μου κατάπεσε και απόμεινε κλινήρης να διάγει τον τελευταίο καιρό του βίου του έρμαιο στα χέρια μιας γυναίκας που πληρωνόταν για να τον φροντίζει (εννοώ εδώ ότι η μάνα μου είχε ήδη απέλθει σε άλλους κόσμους) κι όταν κατάλαβε ότι η κατάστασή του αυτή –η ακινησία σε μια κλίνη στο πατρικό μου– ήταν δίχως γυρισμό, όταν συνειδητοποίησε ότι θα έμενε έτσι μέχρι το τέλος (και το συνειδητοποίησε γιατί είχε το μυαλό του σε πλήρη εγρήγορση), άρχισε να μου ζητάει επίμονα, όποτε τύχαινε να κατέβω στο Ηράκλειο για να τον δω, να μην τον αφήσω σε αυτήν την κατάσταση. «Βρες μου το μαύρο χάπι», μου έλεγε. Κι όταν του αποκρινόμουν ότι η ιατρική κοινότητα και οι μεγάλες φαρμακευτικές δεν έδιναν το δικαίωμα στον άνθρωπο να φύγει αξιοπρεπώς από τη ζωή, μου έλεγε: «Φέρε μου τότε το όπλο μου». Και θα του το έδινα, αλλά ο αδελφός μου είχε φροντίσει να το απομακρύνει από το σπίτι.

Μια παρόμοια συνθήκη ζουν οι ήρωες στο πολύ καλό μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Φλάναγκαν με τον ποιητικό τίτλο «Η ζωντανή θάλασσα που ονειρευόταν ξύπνια» (ίσως γι’ αυτό ανατέθηκε και η μετάφραση στον φίλο και εξαίρετο ποιητή Γιώργο Μπλάνα).

Η μητέρα τριών αδελφών (εκ των οποίων, η μία γυναίκα) πέφτει βαριά άρρωστη. Εκτός των άλλων, έχει και άνοια – που ωστόσο στα φωτεινά της διαλείμματα καταφέρνει να μεταφέρει στα παιδιά της την επιθυμία της να την αφήσουν να πεθάνει ήσυχα. Και το ζητάει αυτό επειδή η ζωή της έχει γίνει μια κόλαση. Ιδού τι εννοώ, μέσα από τον ίδιο τον συγγραφέα:

«… Κι έτσι η μητέρα τους μεταφερόταν από το νοσοκομείο σε μονάδες αποκατάστασης και κέντρα περίθαλψης και πάλι στο νοσοκομείο και στο νοσοκομείο από τον θάλαμο στη μονάδα αιμοκάθαρσης και πάλι στον θάλαμο και ύστερα πίσω στη μονάδα αποκατάστασης κι από εκεί σε κέντρο περίθαλψης και πάλι στο νοσοκομείο κι έκανε συνεχώς κύκλους, ένα μοτίβο που έμοιαζε τρόπος ζωής και μπορούσαν να συγχαίρουν ο ένας τον άλλον, παπαγαλίζοντας τον Τέρζο πως η ζωή είναι ζωή!»

Ο Τέρζο είναι ο τρίτος από τα αδέλφια, ο οποίος και παίρνει την απόφαση ότι πρέπει να κρατήσουν τη μάνα τους στη ζωή με κάθε κόστος. (Και στην Τασμανία, όπου ξετυλίγεται η ιστορία, το κόστος είναι πολύ υψηλό.)

Είναι η αγάπη των παιδιών που κρατάει τη μητέρα τους σε αυτήν την κατάσταση; Ή, μήπως, κάποιες προσωπικές ενοχές που δεν τους επιτρέπουν να αφήσουν τη μητέρα τους να φύγει ήσυχα από τη ζωή; Και, τέλος πάντων, είναι ζωή αυτή για την ίδια τη μητέρα; Τι είναι ζωή; Κι ως πότε έχει νόημα να αγκιστρώνεται κανείς πάνω της σαν πεταλίδα στον βράχο;

Την ίδια στιγμή, το περιβάλλον όπου κινούνται κάποιοι ήρωες είναι μια Αυστραλία που έχει παραδοθεί στις πυρκαγιές. Πυρκαγιές που συνέβησαν εκεί πριν από τρία χρόνια και αφάνισαν μεγάλο μέρος της πανίδας και της χλωρίδας της μακρινής εκείνης ηπείρου. Τα αποκαΐδια φτάνουν μέχρι την Τασμανία και σκεπάζουν τους ήρωες με γκρίζο πένθος.

Δεν θα σας πω τι άλλο συμβαίνει εκεί – επειδή συμβαίνει και κάτι άλλο.

Το μυθιστόρημα θέτει ερωτήματα και αξίζει να διαβαστεί.