Βιβλιο

Ιστορίες ενός νταλικοκόριτσου

Η Μάρτυ Λάμπρου μας ανεβάζει σε φορτηγό με προορισμό την αναγνωστική ευχαρίστηση

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 492
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Κατεβήκαμε από την καμπίνα.

“Για το κορίτσι… Τι το πήρες κοντά; Είναι δουλειά, δεν είναι τουρισμός” είπε αυτός.

Ο Στράτος σοβάρεψε, τράβηξε με μια κίνηση το μουστάκι προς τα κάτω.

“Θέλω να δει τον κόσμο” ήταν η απάντησή του.

“Τι να δει, ρε Στράτο. Εμείς είμαστε πέμπτη θέση” είπε εκείνος, με μια περιγελαστική περιφρόνηση στο βλέμμα.

Τι είναι το ταξίδι με την νταλίκα, αναρωτήθηκα. Σίγουρα δεν είναι τουρισμός. Διακοπές δύο εβδομάδων, μαυρισμένα κορμιά, φωτογραφίες σε αξιοθέατα, καρτ ποστάλ, λαμπερές στιγμές και χαμογελαστοί άνθρωποι. Το ταξίδι με την νταλίκα είναι κίνηση, χιλιόμετρα που καταγράφει ο ταχογράφος, με σύντομες στάσεις και συναπαντήματα με άλλους φορτηγατζήδες αλλά και μοναχικούς ταξιδιώτες της πείρας».

Ένα αφήγημα on the road που τρέχει στις βαλκανικές ασφάλτους, στην Ελλάδα της ΠΑΣΟΚικής Αλλαγής, στη ζωή ενός μικροϊδιοκτήτη, στη σχέση μιας κόρης με τον πατέρα της. Υπάρχει, όμως, ένα αλλά. Το όχημα είναι ένα φορτηγό και το ταξίδι έχει σταθμούς αυτοβιογραφικούς και συγγραφικής φαντασίας. Η Μάρτυ Λάμπρου υπήρξε συνοδηγός –και ενίοτε οδηγός– στην νταλίκα του πατέρα της. Με την ασφάλεια που της παρέχει η απόσταση από εκείνη την εποχή των διαδρομών δίνει την προσωπική της κατάθεση, ευτυχώς με καθόλου λυμένο το συγγραφικό χειρόφρενο. Αν και πρωτοπρόσωπη αφήγηση, κατορθώνει να μπαινοβγαίνει στο ρόλο της πρωταγωνίστριας. Από έξω σχολιάζει τα τεκταινόμενα με την τέχνη μεστού αφηγητή, από μέσα ζει τα γεγονότα με την περιέργεια παιδιού ή εφήβου. Μπορεί το τρίτο μέρος του βιβλίου να κρύβει μια βιασύνη στην κατασκευή, ωστόσο το σύνολο σε αφοπλίζει καθώς τα χιλιόμετρα μετράνε εμπειρίες άξιες λόγου να καταγραφούν.

Η Μ.Λ. με το βιβλίο της δείχνει πως ξέρει να μανουβράρει τη μυθιστορηματική γραφή – πρώτη της εδώ προσπάθεια, αφού έχει ήδη εκδώσει μια νουβέλα κι έναν τόμο διηγημάτων. Αυτό φαίνεται στον τρόπο που αλλάζει ταχύτητες στη διήγηση αφήνοντας να παρεισφρήσουν επεισόδια οικογενειακής ζωής –η μητέρα της, ο παππούς και η γιαγιά της, η ζωή στο σπίτι με ή χωρίς τον πατέρα– στις εικόνες ταξιδιών, μέσω των οποίων αναδύεται μια ελληνική πραγματικότητα που κουβαλάει πληγές εμφυλίου, ματαιωμένα όνειρα και μεροκάματα.

n

«Έγραψα έκθεση στο Γυμνάσιο για το πώς πέρασα το καλοκαίρι και η φιλόλογός μας, η κυρία Πανακάκη, παρατήρησε: “Αυτά γίνονται στα μυθιστορήματα, Σωτηρία”. Και: “Αν συνεχίσεις έτσι στις Πανελλαδικές ούτε τη βάση δε θα πιάσεις”. Αλλά: “Συνέβησαν στ’ αλήθεια, Σωτηρία;” “Όχι, βέβαια”».