Βιβλιο

Οι αθώοι

Η Ελισάβετ Παπαδοπούλου μιλάει στην A.V. με αφορμή το καινούργιο της βιβλίο

Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 492
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το καινούργιο βιβλίο της Ελισάβετ Παπαδοπούλου «Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας» (εκδ. Καστανιώτη) ξεκινά τη χρονιά μετά την επιστράτευση και αφορά μια χρονική περίοδο από το 1975 μέχρι το 1995.

Πρόκειται για την ιστορία μιας έφηβης που μεγαλώνει σε μια προβληματική οικογένεια και σε μια προβληματική κοινωνία, στο ακριτικό Διδυμότειχο, και ονειρεύεται να φύγει. Από την τηλεόραση φτάνουν μηνύματα από τον κόσμο, εκεί έξω συμβαίνουν πράγματα συγκλονιστικά, ο κόσμος μεταβάλλεται, ζει συναρπαστικά, «σε μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές της». Μια ερωτική ιστορία ανάμεσα σε αυτή την έφηβη και ένα στρατιώτη συνδέει τα πέντε κεφάλαια. Εκείνη ερωτεύεται αυτό που αντιπροσωπεύει ο στρατιώτης, το «ξένο». Η σχέση τους διατρέχει όλες τις σελίδες του βιβλίου, και παρόλο που εκείνος φεύγει στην Αμερική, ξαναγυρίζει, παντρεύεται μια άλλη γυναίκα, δεν θα ξεπεράσουν ποτέ ο ένας τον άλλο. Η ιστορία του βιβλίου διαδραματίζεται κατά ένα μέρος στην επαρχία και κατά το υπόλοιπο στην Αθήνα, όπως αυτή ήταν στη γιορταστική δεκαετία του 1990 όπου επικρατούσε «μια ατμόσφαιρα φτιαγμένη από βεγγαλικά». Παρά το γεγονός ότι η πρωταγωνίστρια έφηβη και η μικρή της αδερφή διανύουν μια σκοτεινή παιδική ηλικία, το βιβλίο δεν είναι σκοτεινό, επειδή τα συγκεκριμένα παιδιά εξ ενστίκτου αμύνονται στη δυστυχία (έχουν επαρκή εσωτερικό φωτισμό), χιούμορ και κυρίως όρεξη για ζωή, στην οποία με μεγάλο κέφι ξεχύνονται στη συνέχεια του βιβλίου.

«Κατάγομαι από επαρχία, συγκεκριμένα από το Διδυμότειχο, και ξέρω πολύ καλά το κλίμα της ελληνικής επαρχίας, το οποίο και αποφάσισα να αποδώσω. Βέβαια το Διδυμότειχο είχε μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με την υπόλοιπη ελληνική επαρχία, αρχές της μεταπολίτευσης έμοιαζε να μην το έχει αγγίζει ακόμα η ευρωπαϊκή ιστορία (Διαφωτισμός, Αναγέννηση), είχε ξεμείνει κολλημένο στο Βυζάντιο και στο όραμα του μαρμαρωμένου βασιλιά. Η ηρωίδα μου έρχεται στην Αθήνα αμέσως μετά τη μεταπολίτευση και γίνεται δικηγόρος. Χρησιμοποίησα αυτό το επάγγελμα σαν τέχνασμα –είναι κάτι που το ξέρω πολύ καλά– για να δείξω πως, μέσα από την αλλαγή της νοοτροπίας αλλά και του επαγγελματικού προσανατολισμού των δικηγόρων, άλλαξε και η Ελλάδα. Η Ελλάδα μεταμορφώθηκε. Προσπάθησα να μεταφέρω την πορεία της χώρας, την ηθική κόπωση, χρησιμοποιώντας διάφορα πρόσωπα σαν όχημα. Τον παππού της πρωταγωνίστριας, ο οποίος ψήφιζε Ένωση Κέντρου και στη συνέχεια έγινε φανατικός οπαδός του Παπανδρέου, πίστεψε στο σοσιαλισμό, πίστεψε ότι η κοινωνική άνοδος θα βελτίωνε τον κόσμο, πάνω απ’ όλα επειδή οι άνθρωποι που ανέρχονται από το μηδέν έχουν αρκετή καλοσύνη για να νικήσουν και έχουν τα απαραίτητα ηθικά αποθέματα για να τους αξίζει αυτή η νίκη, πράγμα που αποδείχθηκε πως δεν ισχύει.

n

Ο στρατιώτης τον οποίο ερωτεύτηκε η πρωταγωνίστρια είναι αρχιτέκτονας και μέσα από τη δική του δουλειά, τη δική του θέαση, βλέπουμε πώς καταστράφηκε αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά η Αθήνα. Τους Έλληνες μετανάστες οι οποίοι γυρίζουν σακατεμένοι από τις ανθυγειινές εργασίες στις χώρες μετανάστευσης για να διαπιστώνουν ότι προδόθηκαν από την ίδια τους τη χώρα, στην οποία το χρήμα πλέον ρέει άφθονο και άκοπο. Τέλος θέλησα να μιλήσω για τις οικογένειες. Για την οικογένεια της Αθηνάς και για κάθε οικογένεια, επειδή το θέμα με τις οικογένειες είναι ότι τις στοιχειώνει η αγάπη, και αυτό φταίει που πάνω στα λάθη γεννιούνται κι άλλα λάθη, επειδή κανένας δεν μπορεί να κατέβει από το τρένο της οικογένειας να ξεσκονιστεί και να φύγει. Προσπάθησε να το κάνει η Αθηνά ξεκινώντας από την αρχή. Προσπάθησε να ζήσει δίχως μνήμες, δίχως παρελθόν, μόνο με μέλλον, πράγμα τελικά ανέφικτο.

Στην αρχή είχα σκεφτεί να ονομάσω το βιβλίο “Οι αθώοι”, έχοντας αφενός κατά νου τους γονείς της Αθηνάς, που αφού τη φόρτωσαν με το αβάσταχτο φορτίο της γονεϊκής αγάπης, ύστερα, όπως γίνεται πάντα, την έστειλαν στον κόσμο για να τα βγάλει πέρα, και αφετέρου τον κόσμο στον οποίο όλοι μας προσπαθούμε να τα βγάλουμε πέρα και ο οποίος προχωράει όπως προχωράει και εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να αλλάξουμε την πορεία του. Πόσο ένοχοι είναι τελικά οι γονείς που μας μεγαλώνουν με ό,τι τους βρίσκεται σε συναισθηματικό ή γνωστικό επίπεδο, πόσο ένοχοι είμαστε τελικά όλοι εμείς για όλα αυτά που συμβαίνουν και συνέβησαν γύρω μας. Έχω σκεφτεί πολύ αυτό το “μαζί τα φάγαμε”, που είπε ο Πάγκαλος, και θα διαφωνήσω. Δεν συμμετείχαμε όλοι. Αν βέβαια συμμετοχή σημαίνει κάθομαι, βλέπω αυτά που γίνονται και δεν αντιδρώ (εδώ μπαίνει ένα επιπλέον ερώτημα, με ποιον τρόπο να αντιδράσεις), τότε μαζί τα φάγαμε. Αν όμως συμμετοχή δεν είναι αυτό, τότε “κάποιοι τα φάγανε”… σε μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας.»