Βιβλιο

Πώς επιλέγουμε το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσουμε;

Γιατί το αγοράζουμε, πώς πρέπει να το διαβάζουμε, πού και πότε είναι καλό να το διαβάζουμε, σε τι μορφή πρέπει να είναι.

Κυριάκος Αθανασιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 802
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οδηγός αγοράς βιβλίου: Μάθετε τους σωστούς και ενδεδειγμένους τρόπους επιλογής του επόμενου βιβλίου που θα διαβάσετε

Υπάρχουν σωστοί και λάθος τρόποι σχετικοί με το βιβλίο και την ανάγνωση. Σχετικοί δηλαδή με το πώς επιλέγουμε το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσουμε, γιατί το αγοράζουμε, πώς πρέπει να το διαβάζουμε, πού και πότε είναι καλό να το διαβάζουμε, σε τι μορφή πρέπει να είναι κ.ο.κ. Στο σημερινό κείμενο, θα μιλήσουμε για τους σωστούς τρόπους επιλογής ενός βιβλίου. Σε επόμενο, για τους λάθος. Οι σωστοί λοιπόν τρόποι είναι οι εξής:

Μπορούμε να επιλέξουμε το επόμενο βιβλίο που θα αγοράσουμε κάνοντας μικρά βήματα, δεξιά-αριστερά, πίσω-μπρος, σε ένα βιβλιοπωλείο, κινούμενοι σκυφτά από πάγκο σε πάγκο, και γέρνοντας το κεφάλι για να μπορέσουμε να διαβάσουμε τους τίτλους στα ράφια. Μπορούμε να το επιλέξουμε επειδή το συζητούν τα μέλη μίας βιβλιοφιλικής ομάδας στο Facebook, ή επειδή το προτείνει μια λέσχη ανάγνωσης – δεν είναι απαραίτητο να είμαστε μέλη της μιας ή της άλλης. Ή βέβαια μπορούμε να το επιλέξουμε από το σχετικό δημοσίευμα μιας εφημερίδας, ή ενός σάιτ, ή μιας έντυπης επιθεώρησης για τα βιβλία και τις ιδέες. Ή από μία κριτική που έπεσε στην αντίληψή μας. Ή από μία διαφήμιση σε κάποιο έντυπο. Ή από μία pop-up διαφήμιση που πετάχτηκε μπροστά μας ενώ διαβάζαμε ένα ονλάιν άρθρο και κατατρομάξαμε. Ή από έναν διαδικτυακό φίλο που μας το σύστησε. Ή από έναν συνειρμό σκέψεων που κάναμε καθώς χαζεύαμε από το παράθυρο του τρόλεϊ. Ή από την κοπέλα που κάθεται στην απέναντι θέση και είναι βυθισμένη στις σελίδες του. Κάποια μάλιστα βιβλία διαφημίζονται πάνω στα ίδια τα τρόλεϊ – μπορούμε να τα επιλέξουμε από αυτές τις διαφημίσεις.

Μπορούμε να επιλέξουμε ένα βιβλίο επειδή μας άρεσε ο τίτλος του, ή το εξώφυλλό του, ή το χαρτί στο οποίο τυπώθηκε. Ή επειδή εμπιστευόμαστε τον οίκο που το έβγαλε. Ή επειδή είναι χοντρό, βαρύ βιβλίο, και θα πιάσουν τόπο τα λεφτά μας. Ή επειδή είναι μια πανέμορφη ολιγοσέλιδη έκδοση με άκοπα φύλλα, αν και με τσιμπημένη τιμή. Ή βέβαια επειδή απλούστατα είναι του συγγραφέα που αγαπάμε και ακολουθούμε. Ή επειδή δεν έχουμε, μεν, ξανακούσει το όνομα του συγκεκριμένου συγγραφέα, αλλά τυχαίνει να γράφει στο είδος που μας αρέσει – και επειδή δεν μας αρέσει να διαβάζουμε βιβλία άλλης κατηγορίας: είμαστε αυστηρά μονοθεματικοί. Ή πάλι, ακριβώς επειδή θέλουμε να διαβάσουμε και κάτι διαφορετικό, έτσι για αλλαγή. Ή ακόμη, επιλέγουμε να διαβάσουμε ένα βιβλίο επειδή το επέλεξαν πριν από εμάς πολλοί άλλοι – θέλουμε να διαβάζουμε μπεστ-σέλερ: δεν γίνεται τυχαία κανείς αγαπητός σε πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους, σωστά; Ή ακριβώς το αντίθετο: προτιμούμε να αποφεύγουμε το γούστο των πολλών, και επιλέγουμε από βιβλία καταχωνιασμένα κάτω από στοίβες κιτρινισμένων τόμων, ή καινούργιων μεν αλλά καταδικασμένων στη λησμονιά από μιας αρχής.

«STONEHENGE», Χριστίνα Μήτρεντσε, A.Antonopoulou.art

Μπορούμε να αγοράσουμε ένα βιβλίο επειδή θέλουμε κάτι ελαφρύ, κάτι γρήγορο, κάτι συνταρακτικό, κάτι που να κάνει την καρδιά μας να φτερουγίσει από έρωτα, ή κάτι που να μας φοβίσει, να μας κόψει την ανάσα και να μας ανεβάσει τους σφυγμούς. Ή κάτι που να μας κάνει να ξεχαστούμε. Κάτι επιφανειακό αλλά δροσερό – ή και καυτό. Κάτι συναρπαστικό και ευφάνταστο. Κάτι βατό, ευκολοδιάβαστο, και που να τρέχει. Ή πάλι, επειδή θέλουμε να διαβάσουμε ένα κείμενο που θα μας κάνει να σκεφτούμε, που θα απαιτεί από εμάς να γυρίζουμε ξανά και ξανά πίσω, να διαβάζουμε δύο και τρεις φορές τις μισές προτάσεις του, να τις γευόμαστε με το μυαλό, και με το στόμα, και με τη γλώσσα μας. Κάτι που να μείνει στη μνήμη μας για καιρό και να μας ταρακουνά διανοητικά, αδράχνοντάς μας από τους γιακάδες. Κάτι που να διαβάζεται με τον τρόπο που πρέπει να πίνει κανείς τα ακριβά αποστάγματα και τα μεγάλα κρασιά: με μικρές, αργές γουλιές, χωρίς βιασύνες.

Μπορούμε να επιλέξουμε το επόμενο βιβλίο μας μηχανικά, απλώς επειδή πρέπει να αγοράσουμε ακόμη ένα βιβλίο, ή ακόμη πέντε, ή και δέκα –κι ας έχουμε πολλά αδιάβαστα στο κομοδίνο, ή και στο πάτωμα ακόμη–, ή να το ξετρυπώσουμε από μια γωνιά της βιβλιοθήκης μας, ή πίσω από την πρώτη σειρά βιβλίων σε ένα ράφι. Μπορούμε να το επιλέξουμε από τις λίστες ευπωλήτων των κυριακάτικων εφημερίδων ή σε ένα μικρό και όχι ακριβώς ενημερωμένο βιβλιοπωλείο, που δεν βιάζεται για να προλάβει κάποια επικαιρότητα. Μπορεί να είναι μία γοητευτική, ή στριφνή, ή μακάβρια και δύστροπη νουβέλα του 19ου αιώνα, ή ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα φαντασίας με ιλουστρασιόν ανάγλυφο εξώφυλλο που μόλις κυκλοφόρησε σε τριάντα γλώσσες και σε ακόμη περισσότερες χώρες, ή κάποιο που στον καιρό του δεν πούλησε τίποτε μεν, μα που κάνει τώρα μια δεύτερη, και λαμπρή, καριέρα, γιατί έγινε σειρά στο Netflix. Μπορεί να είναι το τελευταίο της Μαντά, ή ένας Μπέρνχαρντ που διαβάσαμε παλιά, όταν μαθαίναμε να διαβάζουμε λογοτεχνία, μα θέλουμε να ξαναδούμε και πάλι. Μπορεί να είναι ένα αστυνομικό βιβλίο τσέπης ή περιπέτειας, ή ένας υπομνηματισμένος τόμος με εισαγωγή, πρόλογο, σημειώσεις, παράρτημα, βιβλιογραφία και δύο index: ονομάτων και όρων. Μπορεί να είναι ένα Άρλεκιν, ένα θρίλερ, αλλά γιατί όχι και το «Μαγικό βουνό». Μπορεί να είναι παιδικό, ή εφηβικό, ή γυναικείο, ή αντρικό, ή αισθησιακό, ή ρομαντικό, ή της σχολής Πίντσον. Ή να μιλάει για σκυλιά. Μπορεί να είναι βραβευμένο στο Goodreads, ή στα Public. Ή από τη σουηδική Ακαδημία. Ή από ένα μικρό, περιφερειακό αλλά εστέτ περιοδικό. Ή να μην έχει μπει καν ποτέ σε οποιαδήποτε βραχεία λίστα.

Μπορούμε να αποκτήσουμε ένα ακόμη βιβλίο, το επόμενό μας, από καθαρή αναγνωστική αδηφαγία, ή από βιβλιοφιλική βουλιμία – εντέλει, μπορεί να το πάρουμε απλώς και μόνο για να το αποκτήσουμε, κι ας ξέρουμε πως όταν έρθει η σειρά του να διαβαστεί, ο καιρός θα έχει γεράσει, και εμείς θα είμαστε ένας άλλος. Μπορούμε να αποκτήσουμε το επόμενο βιβλίο μας επειδή πρέπει, επειδή μας το είπαν, επειδή σίγουρα αξίζει, επειδή δεν είναι δυνατόν να μην το έχουμε – ή επειδή είναι το μόνο στο σταντ του περιπτέρου έξω από τον Σταθμό Λαρίσης που μας έκανε κλικ. Ή επειδή δεν μας φτάνουν τα λεφτά για ένα μεγαλύτερο – μα κι αυτό καλό θα είναι, λέμε από μέσα μας. Μπορεί να το πρότεινε στη λέσχη της η Όπρα, ή μπορεί να μιλά για σκοτεινά και σκονισμένα καφενεία, ή για το σεντέφι της Αλεξάνδρειας, ή για πράγματα χαμένα από καιρό, για έρωτες που δεν τους ήταν γραφτό να στεριώσουν.