Βιβλιο

Συνομιλώντας με τον πανεπιστημιακό και συγγραφέα Νίκο Μαραντζίδη

Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας» λεγόταν ο στρατός του ΚΚΕ στον εμφύλιο (1946-1949). Ο ανοιχτόμυαλος πανεπιστημιακός Νίκος Μαραντζίδης έγραψε ένα βιβλίο με αυτόν ακριβώς τον τίτλο 

Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 307
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας» λεγόταν ο στρατός του ΚΚΕ στον εμφύλιο (1946-1949). Ο ανοιχτόμυαλος πανεπιστημιακός Νίκος Μαραντζίδης έγραψε ένα βιβλίο με αυτόν ακριβώς τον τίτλο (εκδ. Αλεξάνδρεια). Είναι σφιχτογραμμένο, πολύ τεκμηριωμένο, με πλήθος στοιχείων από αρχεία των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, γραμμένο με απλό και όχι βαρύ «ακαδημαϊκό» ύφος. Απευθύνεται σε ανθρώπους σκεπτόμενους, που δεν ικανοποιούνται με  απλοϊκές ταμπέλες τύπου «προδοσία εαμοσλάβων» από τη μία ή «λαογέννητη εποποιία» από την άλλη. 

Πολλοί δέχονται ότι, ανεξαρτήτως προθέσεων και έκβασης, ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν ηρωικός. Στο βιβλίο σας δεν συμμερίζεστε αυτή τη γνώμη... Ο πόλεμος είναι από τη φύση του τραγικό συμβάν. Ιδιαίτερα όταν οι άνθρωποι βιώνουν αμέτρητες κακουχίες σε έναν πόλεμο που ούτε επιθυμούν, ούτε συμμερίζονται τους στόχους του. Η τραγωδία, λοιπόν, αναφέρεται στην πλειονότητα των απλών στρατολογημένων μαχητών του ΔΣΕ, γιατί –πολύ περισσότερο από την ηρωική διάσταση ή το ιδεολογικό πείσμα της ηγεσίας του ΚΚΕ και ενός μεγαλύτερου ή μικρότερου αριθμού στελεχών του Κόμματος– η σε βάθος μελέτη του ΔΣΕ αναδεικνύει τη βαθύτατη ανθρώπινη τραγωδία νέων κυρίως ανθρώπων, που κατά βάση στρατολογήθηκαν βίαια και υποχρεώθηκαν να πολεμήσουν κάτω από μια ηγεσία που δεν εμπιστεύονταν, σε έναν πόλεμο που δεν πίστευαν.

Γράφετε ότι ο ΔΣΕ ήταν βασικά ένας «στρατός αιχμαλώτων» βίαια στρατολογημένων. Πώς εξηγείται ότι άντεξε σχεδόν 3μισι χρόνια; Εύλογη ερώτηση. Η απάντηση δίνεται αν λάβουμε υπόψη ένα σύνολο παραγόντων: α) Την καθυστερημένη εμπλοκή του ελληνικού στρατού με όρους πολέμου και όχι κυνηγητού «συμμοριών», που άρχισε πραγματικά το 1947 και όχι το 1946. β) Την οικονομική αδυναμία χρηματοδότησης του πολέμου μέχρι την παρέμβαση των Αμερικανών με το Δόγμα Τρούμαν. γ) Τη μεγάλη υλική βοήθεια από τα σοσιαλιστικά κράτη, κυρίως σε οπλισμό. Ο ΔΣΕ ήταν συγκριτικά με τον ΕΛΑΣ ανώτερος σε δύναμη πυρός. Κι όμως, ο ΕΛΑΣ, με πολύ κατώτερο οπλισμό, κατάφερε να αντισταθεί στις γερμανικές δυνάμεις για δύο ολόκληρα χρόνια. δ) Η τοποθέτηση μεγάλου μέρους των δυνάμεων του ΔΣΕ στους βόρειους ορεινούς όγκους της χώρας έκανε εξαιρετικά δύσκολη την αντιμετώπισή του, λόγω και της δυνατότητας καταφυγής στο έδαφος των Λαϊκών Δημοκρατιών. ε) Ο μεγάλος αριθμός υποχρεωτικά στρατολογημένων ανταρτών έφτασε τις δυνάμεις του ΔΣΕ στις 100.000, αριθμός διόλου ευκαταφρόνητος. Συμπερασματικά, η αντιμετώπιση ενός αντάρτικου είναι δύσκολη υπόθεση.

Παραθέτετε πληθώρα νέων αριθμητικών στοιχείων, που αποδεικνύουν αναμφίβολα τη συνεχή ενίσχυση του ΔΣΕ από τις ανατολικές σοσιαλιστικές χώρες. Τι λέει το ΚΚΕ και τι οι φιλο-ΚΚΕ ιστορικοί για το θέμα αυτό;  Για πολλά χρόνια το ΚΚΕ και οι στρατευμένοι του ιστορικοί αρνούνταν πως υπήρξε σοβαρή βοήθεια από την Ανατολική Ευρώπη. Υποστήριζαν πως η βοήθεια ήταν βασικά ανθρωπιστική και πως ο οπλισμός προερχόταν κυρίως από τον κρυμμένο οπλισμό του ΕΛΑΣ μετά τη Βάρκιζα. Αυτό το είχε υιοθετήσει, έστω και διά της σιωπής της, μια ιστοριογραφική σχολή που δεν ήθελε να αγγίζει τέτοια θέματα ταμπού για να μην ταυτιστεί με τους «εθνικόφρονες». Ευτυχώς για την αλήθεια, τα αρχεία άνοιξαν και οι μύθοι κατέρρευσαν. Η βοήθεια των Λαϊκών Δημοκρατιών προς το ΔΣΕ ήταν εντυπωσιακή για τις συνθήκες και τις δυνατότητές τους. Θα λέγαμε πως επρόκειτο για ένα «Σχέδιο Μάρσαλ» των φτωχών!

Πώς εξηγείται το φαινόμενο οι πολλοί στο ΔΣΕ, που πολεμούσαν χωρίς τη θέλησή τους (βίαια στρατολογημένοι, αγρότες, γυναίκες, μειονοτικοί, έφηβοι, διαφωνούντες κ.λπ.) να έχουν εκφραστεί, μεταπολεμικά, πολύ λιγότερο από ό,τι οι λίγοι «ορθόδοξοι» απολογητές;  Η σιωπή σημαδεύει μεγάλο μέρος του εμπλεκόμενου πληθυσμού της εποχής. Μεγαλύτερο από όσο φανταζόμαστε. Για παράδειγμα, η πλειονότητα όσων πέρασαν από τη Μακρόνησο (ίσως το 90%) υπέγραψαν «δήλωση μετάνοιας». Κι όμως, οι μόνες γραπτές μαρτυρίες που έχουμε για τη Μακρόνησο, προέρχονται από αυτούς που δεν υπέγραψαν. Όπως λέει και η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη, «οι δηλωσίες δεν γράφουν μαρτυρίες». Υπό το ίδιο πρίσμα, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί οι στρατολογημένοι δεν γράφουν μαρτυρίες. Το δικό τους βίωμα ενοχοποιείται και από τα δύο εμπόλεμα στρατόπεδα. 

Πώς σχολιάστηκε η άποψή σας ότι το λεγόμενο «παιδομάζωμα» δεν ήταν παρά εκβιασμός των γονιών να υποχρεωθούν να πολεμούν στις γραμμές του ΔΣΕ (άρα ούτε «γενιτσαρισμός», ούτε «διάσωση»);  Την προσέγγιση αυτή αποδέχονται πλέον όλο και περισσότεροι ιστορικοί της περιόδου. Αποτελεί μια ψυχρή καταγραφή μιας ακόμη τραγικής όψης του εμφυλίου πολέμου. Το ΚΚΕ και η επίσημη Αριστερά, φυσικά, συνεχίζουν να αναπαράγουν τη μυθολογία περί «ανθρωπιστικής παρέμβασης»! Η δε εθνικόφρων προπαγάνδα περί «γενιτσαρισμού» δεν υφίσταται πια.

Σε τι διαφέρει το βιβλίο σας από τη διαπραγμάτευση του ίδιου θέματος εκ μέρους συντηρητικών και σε τι εκ μέρους κομμουνιστών μελετητών; Το βιβλίο εγγράφεται στο πλαίσιο μια νέας ιστοριογραφικής προσέγγισης, που επιθυμεί να απαντήσει σε παλιά και νέα ερωτήματα με καινούργια μεθοδολογικά εργαλεία και πρόσφατα εντοπισμένο αρχειακό υλικό, χωρίς να κουβαλάει ούτε το νευρωτικό αντικομμουνισμό της μετεμφυλιακής περιόδου, ούτε τη στρατευμένη αριστερή ταυτότητα πολλών ερευνητών της μεταπολίτευσης. Στόχος μου δεν ήταν να δικαιώσω, ούτε να δικάσω, αλλά να ερευνήσω και να κατανοήσω. Δεν αισθάνομαι πως πρέπει να σωπαίνω μπροστά σε θέματα ταμπού, επειδή έτσι επιβάλλει η «πολιτική ορθότητα» μιας οποιασδήποτε στρατευμένης ιστοριογραφίας.

Θεωρείτε ότι η ιστοριογραφία και η πολιτικοκοινωνική ανάλυση του ΔΣΕ (και του εμφυλίου) διχάζει σήμερα μελετητές και αναγνώστες; Πολλοί θεωρούν ότι ο εμφύλιος συνεχίζεται μέσω της διαμάχης των ιστορικών. Όμως, με εξαίρεση ένα μικρό σχετικά κύκλο διανοουμένων και ιδεολογικά φανατισμένων, κανείς δεν θα τσακωθεί πια με τους φίλους του για τον εμφύλιο, ευτυχώς! Αυτό σημαίνει πως ο εμφύλιος «χωνεύεται» –αν δεν χωνεύτηκε ήδη– από την ελληνική κοινωνία και πως οι πόλεμοι της μνήμης μπορούν να δώσουν τη θέση τους στη γνώση και την κατανόηση. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν αξιολογική ουδετερότητα. Κάθε άλλο! Εξάλλου, το θεσμικό και αξιακό περιβάλλον της Δημοκρατίας στην οποία ζούμε επιτρέπει την ελεύθερη έρευνα και την ανταλλαγή απόψεων μακριά από λογικές μονοπωλίου της αλήθειας.  

*