Βιβλιο

Ψυχανάλυσέ το με τη Δήμητρα Αθανασοπούλου

Μια ψυχοθεραπεύτρια-ψυχαναλύτρια περιγράφει και αναλύει τα σημεία των καιρών μας

Τάκης Σκριβάνος
ΤΕΥΧΟΣ 794
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη με την ψυχοθεραπεύτρια-ψυχαναλύτρια Δήμητρα Αθανασοπούλου με αφορμή το βιβλίο της «Ψυχανάλυσέ το», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Το Μέλλον.

Κάθε εβδομάδα και ένα διαφορετικό θέμα, πάντα βάσει της επικαιρότητας, με τη ματιά μιας δημοσιογράφου η οποία είναι παράλληλα και ψυχοθεραπεύτρια-ψυχαναλύτρια. Όλα τα κείμενα της Δήμητρας Αθανασοπούλου, που δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα των Συντακτών από τον Αύγουστο του 2019 έως τα τέλη του 2020, βρίσκονται συγκεντρωμένα στο «Ψυχανάλυσέ το», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Το Μέλλον, με τη συγγραφέα να μας εξηγεί γιατί πρέπει, τελικά, να το ψυχαναλύσουμε.

Γιατί «Ψυχανάλυσέ το»;
Γιατί αν δεν το ψυχαναλύσουμε πώς θα καταλάβουμε τι (μας) συμβαίνει και έπειτα πώς θα κάνουμε τις απαραίτητες μετατοπίσεις -αρχικά ψυχικά και στη συνέχεια και κοινωνικά- για να αλλάξουμε «ό,τι κλωτσάει» εντός μας και κατ’ επέκταση γύρω μας;

Στο βιβλίο σου θα βρούμε κείμενά σου που δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα των Συντακτών από τον Αύγουστο του 2019 έως τα τέλη του 2020 – και με αυτή τη σειρά. Τι είναι αυτό που συνδέει μεταξύ τους αυτά τα κείμενα και, με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης όλων, τι πιστεύεις ή τι θα ήθελες εσύ να είναι αυτό που θα μείνει στον αναγνώστη;
Μάλλον ο χρόνος είναι εκείνος που κυρίως συνδέει μεταξύ τους τα κείμενα και φυσικά η ματιά πάνω σε αυτό τον χρόνο που τρέχει και στην επικαιρότητα που διαμορφώνει τις ζωές μας. Στην πραγματικότητα είναι ένα χρονολόγιο στο οποίο ο καθένας (θα) μπορεί να ανατρέξει όχι μόνο για να διαβάσει όσα συνέβησαν αυτή την ιστορική για όλους μας περίοδο αλλά για να «επιστρέψει» στα γεγονότα μέσα από μια ψυχαναλυτική, ανθρωπολογική, κοινωνιολογική οπτική. Και αυτό θα ήθελα να μείνει, με την ελπίδα να φωτίσει τη σύνδεση μεταξύ των αλλαγών που συντελούνται στον κόσμο (μας) και εκείνων που συντελούνται μέσα μας, δηλαδή όλων όσων καθορίζουν την ψυχολογία μας, τις ταυτότητές μας.

Στην «Αβάσταχτη βαρύτητα του 2020» επικαλείσαι αυτό που είχε πει ο Καμί, ότι αν υπάρχει ένας τρόπος για να υπάρξουμε πραγματικά γενναιόδωροι με το μέλλον μας, αυτός είναι να τα δώσουμε όλα στο παρόν. Πώς μπορούμε να το κάνουμε αυτό;
Ίσως προσπαθώντας να μη διερχόμαστε από περιόδους αναβλητικότητας που δεν έχουν τέλος, θέτοντας σε μια παύση τις ίδιες μας τις επιθυμίες μόνο και μόνο για να μη βγούμε από «ζώνες ασφαλείας» μέχρι που συχνά χάνεται η στιγμή. Το να τα δώσουμε όλα στο παρόν δεν είναι εύκολο γιατί προϋποθέτει την ανάληψη του ρίσκου της οδύνης, την αφαίρεση της όποιας πανοπλίας, δηλαδή της έκθεσής μας στους Άλλους. Άρα το πιο «βολικό» είναι να λειτουργούμε συγκρατημένα και να μη γινόμαστε γενναιόδωροι με το ίδιο μας το μέλλον. Για την ακρίβεια το σαμποτάρουμε και έπειτα γινόμαστε απλά «συσσωρευτές νέων ηδονών, συνηθειών, ανθρώπων, εμπειριών», ανήμποροι όμως να επενδύσουμε ψυχικά στην ίδια μας τη ζωή.

© Θανάσης Καρατζάς

Αναφέρεσαι και στον έρωτα;
Ο έρωτας είναι ένα από πεδία που αντανακλούν εξαιρετικά αυτή τη συνθήκη. Ίσως γιατί προϋποθέτει εξ’ ορισμού να παραχωρήσουμε κάτι από τον αληθινό μας εαυτό στον Άλλο, να δούμε τη δική μας ευθραυστότητα στα μάτια εκείνου στον οποίο θα ακουμπήσουμε την ολότητά μας και να αποδεχτούμε τη δική του ευθραυστότητα. Αυτό είναι πολύ δύσκολο για τον άνθρωπο της ρευστής νεωτερικότητας όπου κυριαρχεί ο «άνθρωπος χωρίς δεσμούς». Δανείζομαι τα λόγια του Ζίγκμουντ Μπάουμαν. Αυτό το είδος ανθρώπου φοβάται τη σχέση με τον Διαφορετικό Άλλο, δεν αποδέχεται εύκολα την ετερότητά του, υπονομεύει την ίδια του τη σχέση, και κατ’ επέκταση δεν γίνεται γενναιόδωρος με δικό του το μέλλον, για να επανέλθουμε στον Καμί.

Η μετά-COVID εποχή; Δεν ξέρουμε, βέβαια, πότε θα έρθει, αλλά εσύ τι προσδοκάς από αυτήν; Η πανδημία, πέρα από τις τραγικές της συνέπειες, μας έκανε καλύτερους, χειρότερους, θα μας αφήσει ίδιους;
Τίποτα δεν μας αφήνει εντελώς ανέγγιχτους και τίποτα δεν μας μεταμορφώνει έτσι απλά. Σε πολλά θα μείνουμε ίδιοι και σε κάποια ήδη αλλάζουμε. Εξαρτάται και από τη δεκτικότητά μας. Το αν μας κάνει καλύτερους ή χειρότερους είναι ζήτημα οπτικής και είναι ξεκάθαρο πως δεν είναι το ίδιο για όλους. Το βέβαιο είναι ότι ήρθαμε αντιμέτωποι με την προοπτική ενός άλλου μοντέλου ζωής. Επαναδιαπραγματευτήκαμε τις ρουτίνες μας και τις σχέσεις μας. Επανεφεύραμε το χώρο μας, τα πάρκα και τις πλατείες. Μεγάλο μέρος της ζωής μας μεταφέρθηκε στο ψηφιακό σύμπαν και εκχωρήσαμε ελευθερίες στα υγειονομικά κράτη. Θα καταφέρουμε να επινοήσουμε τώρα ένα νέο μοντέλο, που θα συνδυάζει την ελευθερία με την ασφάλεια; Αν υπάρχει κάτι λοιπόν που μπορούμε να προσδοκούμε από τη μετά-Covid εποχή είναι αυτό: να αισθανόμαστε ελεύθεροι και ταυτόχρονα ασφαλείς, ενώ παράλληλα θα παραμένουμε ενσυναισθητικοί.

Πόσο εύκολο είναι να συμβεί αυτό μέσα στα υγειονομικά κράτη;
Είναι τεράστιο το στοίχημα γιατί εξ’ ορισμού αυτό που μας δίνει ελευθερία, μας στερεί κάτι από το αίσθημα ασφάλειας και γαλήνης και εκείνο που μας παρέχει ασφάλεια -σωματικά ή ψυχικά- μας κλέβει αναπόδραστα κάτι από την ελευθερία μας. Η πρόκληση είναι να νιώσουμε μέρος μιας κοινωνίας υπεύθυνων ενηλίκων που ξέρουν τι εκχωρούν και γιατί, που γνωρίζουμε πότε και για ποιο λόγο λέμε όχι. Εξάλλου πάντα κάτι παραχωρούμε -τόσο στην κοινωνική όσο και στην προσωπική μας ζωή- και αυτό μπορεί να είναι γενναιότητα και όχι δειλία όταν το κίνητρο είναι ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής, της δικής μας και των άλλων.

Πες μας δυο λόγια παραπάνω για εσένα, να σε γνωρίσουμε περισσότερο.
Μεγάλωσα στον Πειραιά, μεταπηδούσα από το ένα είδος γραφής στο άλλο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και έκτοτε ταλαντευόμουν ανάμεσα στη δημοσιογραφία -για να ζω γράφοντας -και στην ψυχολογία για να πάρω (επιτέλους) κάποιες απαντήσεις. Έφυγα για σπουδές στο Παρίσι. Ευτυχώς ήταν πόλη-μονόδρομος για την ψυχανάλυση. Ζώντας εκεί, άρχισα να ταξιδεύω στον κόσμο με κορυφαίο προορισμό ένα road trip στην Κολομβία. Κάποια στιγμή έκανα μια μεγάλη στάση στη Μάλαγα της Ισπανίας και έμεινα περισσότερο από ένα χρόνο γιατί δεν μπορούσα να αποχωριστώ τον ανδαλουσιανό τρόπος ζωής, βρίσκοντας τη δικαιολογία ενός μεταπτυχιακού.
Όταν έκανα το διδακτορικό μου στο Παρίσι (στην Ψυχαναλυτική Ανθρωπολογία), παράλληλα με την επαγγελματική μου ενασχόληση ως κλινική ψυχολόγος, ξεκίνησα να εργάζομαι ως ανταποκρίτρια για τα ελληνικά μέσα. Και εκείνη τη στιγμή, κατά τη διάρκεια των γαλλικών εκλογών του 2007 και το ξάπλωμα του Σαρκοζί στο ντιβάνι του Marianne, κατάλαβα πως η μία ιδιότητά μου όχι μόνο δεν θα αναιρούσε την άλλη αλλά θα μπορούσε να βρεθεί ένας τρόπος ώστε να προσεγγίζονται διαφορετικά οι όψεις της επικαιρότητας και οι πρωταγωνιστές της. Αναφέρομαι φυσικά μόνο στην ερμηνεία. Η ψυχαναλυτική θεραπεία είναι ένα άλλο ταξίδι. Άρχισα λοιπόν να αντλώ θέματα από όλα όσα ζούμε, ατομικά ή συλλογικά, εγχώρια ή παγκόσμια, κοινωνικά ή πολιτικά, από όλα όσα βλέπουμε στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στις εστίες τέχνης, στο δρόμο. Και ήταν πολύ δελεαστικό να επιχειρώ να μπω στο μυαλό του εκάστοτε συνομιλητή μου, να ερμηνεύσω τα λόγια, τις σιωπές και τις πράξεις του. Αυτό κράτησε ελάχιστα. Γιατί η ψυχοθεραπεία θέλει θεραπευτικό πλαίσιο και η ψυχαναλυτική ερμηνεία θέλει απόσταση για να γίνει με διαύγεια. Και όταν αρχίζουμε να συνυπάρχουμε με κάποιον, οι αποστάσεις (πρέπει να) παύουν…