Βιβλιο

«Το ημερολόγιο ενός βιβλιοπώλη» του Σον Μπάιτελ

Η χαρά του αναγνώστη: κάτοχος βιβλιοπωλείου (ή μήπως, όχι;)

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 791
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το βιβλίο «Το ημερολόγιο ενός βιβλιοπώλη» του Σον Μπάιτελ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Key Books.

Πριν πέντε έξι χρόνια ένα μεγάλο βιβλιοπωλείου του κέντρου (ομιλώ για την Αθήνα) είχε την έμπνευση να καλέσει συγγραφείς οι οποίου θα λειτουργούσαν ως πωλητές βιβλίων. Κάθε απόγευμα,  ένας διαφορετικός Έλληνας συγγραφέας θα περιφερόταν στον χώρο του βιβλιοπωλείου και θα προσπαθούσε να «ψήσει» τους αργόσχολους πελάτες να αγοράσουν κάποιο βιβλίο. Ήρθε κάποτε και η δική μου σειρά.

Από τα μεγάφωνα του βιβλιοπωλείου ενημερώνονταν οι πελάτες ότι ο τάδε  συγγραφέας βρισκόταν εντός του καταστήματος και –αν ήθελαν– θα μπορούσαν να ζητήσουν τη βοήθειά του στην αναζήτηση του κρυμμένου θησαυρού. Φαίνεται πάντως ότι το απόγευμα που είχα κληθεί εγώ να παίξω τον ρόλο πωλητού –σε μια αδόκιμη μορφή μαύρης εργασίας– ήταν ένα νεκρό απόγευμα. Στον αχανή χώρο του καταστήματος, μονάχα μια λυγερόκορμη νέα με μακριά καστανά μαλλιά ταμπούριζε τα κερένια δάχτυλά της σε ισχνούς τόμους που, όταν πλησίασα, διέγνωσα ότι επρόκειτο περί συλλογών ποιήσεως. Καθώς η ποίηση συχνά μου προκαλεί μια δυσεπίγνωστη αλλεργία, απομακρύνθηκα διακριτικά από τη ρομαντική εκείνη φιγούρα που έμοιαζε να εντρυφεί σε ρίμες και σονέτα. Στις λίγες ώρες που έμεινα εντός του ναού της λογοτεχνίας (πάντα ρέπω προς την υπερβολή, όταν αναφέρομαι στη λογοτεχνία), δεν κατάφερα –προς μέγιστο όνειδός μου– να πουλήσω ούτε ένα βιβλίο. Περίλυπος πήρα τους δρόμους για την οικία μου όπου με περίμενε κάποιο μυθιστόρημα του Μπάνβιλ.

Θα γινόμουν άραγε ένας καλός βιβλιοπώλης; Μάλλον όχι. Οπότε πήρα με χαρά στα χέρια, όταν κυκλοφόρησε στα ελληνικά, σε μετάφραση του Τάσου Νικογιάννη, το μυθιστόρημα του Σον Μπάιτελ, «Το ημερολόγιο ενός βιβλιοπώλη».

Ο Σον είναι Σκωτσέζος. Στο μεσοστράτι της ζωής του πάνω (που θα έλεγε κι ο Δάντης Αλιγκιέρι) πήρε την απόφαση να γίνει βιβλιοπώλης. Βιβλιοπώλης παλαιών βιβλίων,  για την ακρίβεια. Κι έχοντας πλάι του για βοηθό μια εκκεντρική γυναίκα που φροντίζει να του σπάει κάθε λεπτό τα νεύρα, βουτάει χωρίς αίσθηση κινδύνου στη δίνη του Μάελστρομ (κατά Πόε), που είναι η αγορά του βιβλίου.

Ο συγγραφέας-βιβλιοπώλης αυτοβιογραφείται. Για καλή τύχη εμάς των αναγνωστών, δεν του λείπει το βρετανικό χιούμορ. Οι περιπέτειές του στην αναζήτηση βιβλίων, η όλο εκπλήξεις επαφή του με τους περιστασιακούς πελάτες, η εμπλοκή του στη διοργάνωση ενός ετήσιου φεστιβάλ βιβλίου, τα διαβάσματά του που μας γνωρίζουν άγνωστους ενίοτε συγγραφείς, η σχέση με την αγαπημένη του, οι μύχιες σκέψεις του, αλλά και οι κρίσεις του για τον χώρο του βιβλίου, είναι απόλαυση αληθινή για τον κατακλυζόμενο από τυπωμένη χαρτομάζα αναγνώστη.

Ο συγγραφέας –που στις ελεύθερες ώρες του εξασκείται στο να πυροβολεί συσκευές Kindle στην εξοχή– μας περιγράφει εξαιρετικά το λαβυρινθώδες μαγαζί του δίνοντάς μας ένα λογοτεχνικό μίτο ώστε να βρούμε την έξοδο από το δικό του μινωικό παλάτι. Ομολογώ ότι κράτησα σημειώσεις για βιβλία που δεν γνώριζα κι ότι έβαλα στο νου μου, αν κάποτε ταξιδέψω πάλι ως τη Σκωτία, να αναζητήσω τον ίδιο και το βιβλιοπωλείο του – θα το αναγνωρίσω άλλωστε εύκολα από τη φωτογραφία του που βρίσκεται στις πρώτες κιόλας σελίδες του παρόντος βιβλίου.