Βιβλιο

Όλγα Σελλά, «Πόσες λέξεις» θέλει ένα πολιτιστικό μετα-ρεπορτάζ;

Ένα μίνι χρονικό πολιτισμού μιας ολόκληρης εποχής για αυτή τη χώρα όπου όλοι είναι γνωστοί, ασχέτως αν το μέλλον του πολιτισμού είναι άγραφο

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 785
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Παρουσίαση του βιβλίου «Πόσες λέξεις;» της Όλγας Σελλά, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα

Αρχετυπικό ερώτημα που μέσα του εμπεριέχει την υπαρξιακή κατά βάση, εκτός από την επαγγελματική, αγωνία του κάθε συντάκτη για τον όγκο του κειμένου που καλείται να παραδώσει στον αρχισυντάκτη του. Μικρό; Πόσο μικρό; Feature-άκι, το ζουμί μόνο της συνέντευξης Τύπου για να μπει μονόστηλο ή θα παίξει μεγάλο; Μεγάλο; Πόσο μεγάλο; «Σεντόνι», για παράδειγμα, που προορίζεται να «ανοίξει» από ολόκληρη σελίδα στην «Καθημερινή» ή εξασέλιδο στο «Διαβάζω»; Οι λέξεις και ο αριθμός τους ήταν πριν από την εποχή του ίντερνετ (τώρα όλα χωράνε μιας και δεν υπάρχει ούτε κόστος χαρτιού ούτε σπαζοκεφάλιασμα για να περιληφθούν τα πάντα) το πρωταρχικό ερώτημα και το ζητούμενο, προκειμένου την άλλη μέρα το κείμενο να γινόταν τυπωμένη ύλη. Όσοι περάσαμε από τις εφημερίδες και τα περιοδικά του παλιού κόσμου ξέραμε πως πίσω από την ερώτηση «Πόσες λέξεις;» κρυβόταν πόλεμοι και διαπραγματεύσεις, ένα μπραντ ντε φερ με τον αρχισυντάκτη (άλλως ειπείν και χασάπη, δικτάτορα ή λεξοφάγο), που όμως ήταν αυτός που είχε τη συνολική εικόνα του ενθέτου όπου θα φιλοξενούνταν το προϊόν του κόπου μας: είδηση, συνέντευξη, κριτική, ρεπορτάζ, για πες, «Πόσες λέξεις;». Φοβίες, μνήμες, πανικοί, ανασφάλειες, κασετοφωνάκια, απομαγνητοφωνήσεις, κοψίματα, ραψίματα, συναρμολόγηση, τσακωμοί, ξενύχτια, αγωνία, δοκίμιο, τυπογράφηση, και την άλλη μέρα πάλι από την αρχή. Μεροδούλι, μεροφάι, αλλά αυτό διαλέξαμε, αυτό μας πυρέτωνε, για αυτό ζούσαμε!

Το βιβλίο της Όλγας Σελλά έχει όλα τα στοιχεία μιας επαγγελματικής αυτοβιογραφίας, δεδομένου πως η θητεία της στο πολιτιστικό ρεπορτάζ από το 1995 ως και το 2017 και η επιλεκτική ανθολόγηση των στιγμών της παρατίθενται εν είδει πολιτιστικού ημερολογίου σημαντικών στιγμών που κάλυψε μέσα από συζητήσεις, αναγνώσεις, συναντήσεις, ταξίδια και όλα τα συμπαραμαρτούντα που κάποτε σήμαιναν δημοσιογραφική ταυτότητα και ειδικότητα πολιτιστικού συντάκτη. Those where the days! Μόνο που η ανθολογία των επαγγελματικών στιγμών της έγινε κατά έναν ζουμερό και τόσο πολυπεριεκτικό τρόπο, που το «Πόσες λέξεις;» διαβάζεται και σαν ένα μίνι χρονικό πολιτισμού μιας ολόκληρης εποχής για αυτή τη χώρα όπου όλοι είναι γνωστοί, ασχέτως αν το μέλλον του πολιτισμού είναι άγραφο. Η Σελλά καταγράφει όλη την εποχή της μετάβασης από την παλιά συνθήκη της δημοσιογραφίας στην καινούργια. Κάποτε το να γράφεις για ένα βιβλίο είχε βαρύτητα και σημασία, έπρεπε να είσαι προσεκτικός και ευθύβολος, υπαινικτικός όπου χρειαζόταν για να αποφύγεις τυχόν παρεξηγήσεις αλλά και με πλήρη αίσθηση πως ο αναγνώστης εκεί έξω μπορεί να γνώριζε περισσότερα από εσένα. Σήμερα, που ειδικά για το βιβλίο (πεδίο δόξας όπου εντρύφησε και δοξάστηκε η Όλγα) γράφουν οι πάντες, από τα σάιτ και τα μπλογκ ως το φέισμπουκ και το ίνσταγκραμ, δεν υπάρχουν ούτε δικλείδες ούτε «σχολές». Η νεωτερική συνθήκη θέλει ανάλαφρες παραθέσεις και χτενισμένα δελτία Τύπου, εύπεπτα κείμενα που προτιμούν να δοξάζουν παρά να κακοκαρδίζουν· η οποιαδήποτε υπόνοια αμφισβήτησης που τυχόν θα ανακόψει την πορεία προς το ευπώλητο απλούστατα δεν υπάρχει. Οι εκδοτικοί οίκοι όπως και οι εφημερίδες είναι επιχειρήσεις και για αυτό ο καλός δημοσιογράφος ξέρει και να προφυλάσσεται αλλά και να αυτοπεριορίζεται. Οι αναμνήσεις της Σελλά όπως και τα σημειώματά της πρόλαβαν εκείνη την εποχή της ντελιριακής πλην όμως δημοσιογραφίας με αρχές, ατζέντα, ευθύνη, απαίτηση, ψάξιμο, εμπειρία, σκέψη και μετέπειτα κατάθεση. Ας μην πω ψυχής, γιατί το κλισέ… παρακλίσαρε! Ανατομία δυο εποχών επομένως. Εκείνης της «παλιοκαιρίσιας», που η δημοσιογραφία σφυρηλατούνταν σε βιωμένους ρυθμούς καθημερινότητας, διάβασμα, ψάξιμο και συνεχή πάλη, και της σημερινής, που δεν πολυέχει καμιά απαίτηση πέραν του να μεταφέρεις μια είδηση ή να κρατάς σε τόσο καλό επίπεδο τις δημόσιες σχέσεις σου ώστε να είσαι καλεσμένος και πάλι στο επόμενο δωρεάν ταξίδι ή στο γεύμα μετά την παρουσίαση.

Επαρκής και υπερκαλλιεργημένη, η Όλγα Σελλά δεν γράφει ένα σκέτο βιβλίο που στοχάζεται για το τότε και τώρα. Παραδίδει την επαγγελματική της θητεία υπό μορφή βιβλίου που θα μπορούσε να χρησιμεύσει στα νέα παιδιά που μπαίνουν «στη δουλειά» ως το εγχειρίδιο που έχουν ανάγκη για να βρουν τον δρόμο για το μέλλον, αν φυσικά διαλέξουν τον δύσκολο δρόμο του «παρίσταμαι» αντί της ευκολίας του ίντερνετ και του «εκεί» όπου όλα υπάρχουν μα και τίποτα συγκεκριμένο. Απολαυστικό και αρκούντως νοσταλγικό, τα σέβη μας.