Βιβλιο

Η αποκάλυψη

Ένα διήγημα του Κώστα Λεϊμονή

Κώστας Λεϊμονής
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ακόμη ένα περιπολικό ακουγόταν να απομακρύνεται από τη γειτονιά της οδού Ευγενίου Καραβία στα Κάτω Πατήσια. Οι κρυμμένοι πλανόδιοι μικρoπωλητές ξεπρόβαλαν δειλά τα κεφάλια τους από τους θάμνους της κοντινής κεντρικής πλατείας, έχοντας στους ώμους τους τις σακούλες με τα λαθραία αντικείμενα προς συναλλαγή. Ως επί το πλείστον το περιεχόμενό τους αποτελούταν από κινηματογραφικές ταινίες και μουσικούς δίσκους.

Παράλληλα, σε ένα διαμέρισμα της οδού Πάτμου, ένας άρτι αποκτήσας σύνταξη πολίτης, ονόματι Αχιλλέας, γιόρταζε το χαρμόσυνο γεγονός της συνταξιοδότησής του ανακατεύοντας τον αχνιστό, ελληνικό του καφέ με ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Το μπρίκι έσκουζε κι αυτό, αλλά όχι από χαρά, αλλά από διαμαρτυρία εξαιτίας των αλλεπάλληλων δυνατών συγκρούσεών του με το κουταλάκι του γλυκού. Οι σειρήνες της αστυνομίας σίγησαν, όμως θα ήταν θέμα χρόνου να επανέλθουν σύντομα, για άλλο περιστατικό.

Αν και η πρωτεύουσα της Ελλάδας θεωρούταν από πολλούς το κέντρο, αν όχι η πηγή της εγκληματικότητας, στα τόσα πολλά χρόνια που ο Αχιλλέας έμενε στην Αθήνα, ευγνωμονούσε το Θεό που δεν είχε πέσει θύμα εγκλήματος. Γνώριζε ότι ζούσε πλέον σε μια επικίνδυνη γειτονιά. Οι εποχές που ο κόσμος άφηνε ανοιχτά τα παντζούρια το καλοκαίρι, με τις κουρτίνες να ανεμίζουν με το πρώτο αεράκι που θα τις παρέσυρε, είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Η τεχνητή δροσιά του κλιματιστικού τού απαγόρευε πλέον να μετρά την ένταση του ζεστού ανέμου. Τα απέναντι κρεμασμένα στην απλώστρα σεντόνια του γείτονα αποτελούσαν κάποτε για εκείνον ακριβέστατο όργανο για τους υπολογισμούς των μποφόρ του ανέμου. Άραγε, θα υπήρχαν ακόμα; Χρόνια είχε να τα δει. Πόσα, δεν θυμόταν. Όσα πάντως ήταν τα χρόνια που είχε εγκαταστήσει το κλιματιστικό.

Έχυσε τον καυτό καφέ στο γυάλινο φλιτζάνι, πάνω στο οποίο απεικονιζόταν ο παπαγάλος γνωστής διαφήμισης και κίνησε για την φαρδιά πολυθρόνα του καθιστικού. Πριν καθήσει, πήγε στη βιβλιοθήκη και έψαξε για το βιβλίο που θα του προσέφερε συντροφιά. Τι δεν είχε διαβάσει ακόμα, δύσκολο να απαντηθεί. Έσυρε ένα σκονισμένο, με ανοιχτό κίτρινο εξώφυλλο. Είχε τον τίτλο: «Αιολική Γη», του Ηλία Βενέζη. «Μμμ...», έκανε απαξιωτικά μονολογώντας. «Δεν τα πήρε όλα τα βιβλία της αυτή;» Η αντωνυμία απευθυνόταν στην πρώην σύζυγό του. Είχαν χωρίσει εδώ και πολλά χρόνια και έρχονταν σε επαφή μόνο, όταν το επέβαλλε η ανάγκη. «Αυτή η καταραμένη ανάγκη που η ισχύς της ξεπερνά κάθε νόμο, ακόμα και το Σύνταγμα...», σκεφτόταν. Κι αυτές οι «αναγκαστικές» περιστάσεις ήταν ο εορτασμός της γιορτής και των γενεθλίων του παιδιού τους και της νύφης τους. Ευτυχώς για τον Αχιλλέα, ο γιος του είχε εγκατασταθεί μόνιμα σε βορειοευρωπαϊκή χώρα εδώ και χρόνια, οπότε είχε κάνει αρκετά ταξίδια σε εκείνον, χωρίς να χρειαστεί να δει και την Παναγιώτα, ή όπως την αποκαλούσε σκέτα ως «πρώην». Πέταξε με νεύρα την «Αιολική Γη» στην άκρη και αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέμα της επιλογής του βιβλίου άλλη στιγμή.

Η άνετη πολυθρόνα τον ρούφηξε. Η καθημερινή του εφημερίδα αναπλήρωσε για την ώρα το κενό από την προσωρινή στέρησή του από τη λογοτεχνία. Την ξεφύλλιζε και έμενε μόνο στα άρθρα πολιτικού χαρακτήρα και κοινωνικού ενδιαφέροντος, δηλαδή σχεδόν σε όλα. Οι περισσότερες στήλες αναφέρονταν στην επιβεβλημένη ανάγκη προστασίας των πολιτών από τους ξένους εισβολείς, τους λαθρομετανάστες, ενώ υπογράμμιζαν την κοινή θέση των τριών κοινοβουλευτικών κομμάτων για πάταξη της εγκληματικότητας. Παραδίπλα γινόταν λόγος και για την καταπολέμηση του ρατσισμού. Στήλες ατάκτως ερειμένες. Ιδέες από διάφορα μυαλά ήταν αποτυπωμένες στο χαρτί σαν ένα παζλ, που δεν μπορούσε να σχηματιστεί ποτέ, αφού κάποια από τα ελλείποντα κομμάτια είχαν μπερδευτεί με εκείνα κάποιου άλλου.

Ενώ ήταν ακόμη φοιτητής Νομικής, ο Αχιλλέας είχε εξοικειωθεί με την υπεράσπιση του διαφορετικού, της προσωπικότητας, της ανθρώπινης αξίας. «Δικαίωμα στη διαμόρφωση της ζωής έχουμε όλοι μας.» Αυτή ήταν η βασική του ιδέα και την διατυμπάνιζε όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν. Σε συνελεύσεις, σε συνέδρια, σε παρέες με φίλους. Είχε ανοιχτεί καθαρά υπέρ μιας ανθρωπιστικής κοινωνίας που φροντίζει να αντιτάσσεται στην έχθρα της φυλής, στην προπαγάνδα υπέρ μιας συγκεκριμένης θρησκείας και στη μισαλλοδοξία. Είχε αγωνιστεί με δοκίμιά του στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο για την υπεράσπιση του αυτονόητου: τη θωράκιση του ανθρώπινου είναι και την απομυθοποίηση του απάνθρωπου φαίνεσθαι. Δυο φορές μάλιστα είχε καταλήξει να πιαστεί στα χέρια με ένα μέλος ενός φασιστικού κόμματος, όταν το τελευταίο αρνήθηκε πεισματικά να διανείμει συσσίτια και στους αλλοδαπούς κατοίκους της περιοχής. Νόμιμους και μη.

Τώρα, όμως, το μυαλό του λες και είχε δημιουργήσει αντισώματα στο αντιγόνο της φιλανθρωπίας. Ο παλιός του ζήλος είχε αδρανήσει. Όσο περνούσε ο καιρός, έδινε έμφαση όλο και περισσότερο στο πώς να αποκτήσει χρήματα, να συντηρήσει την οικογένειά του στην αρχή και το γιο του στο εξωτερικό στη συνέχεια. Αφέθηκε στα εύκολα οφέλη που του παρείχε ο ωχαδερφισμός, αυτή η ύπουλη ιδεολογία, που μέσω της σιωπής της καταφέρνει και προσελκύει καθημερινά χιλιάδες ακόλουθους, πρώην πολίτες. Άλλωστε, όλα συνηγορούσαν στην μοδάτη πια στάση της απάθειας. Οι ειδήσεις, οι εφημερίδες, οι πολιτικοί. Όλοι κατηγορούσαν το άγνωστο, το αόριστο, το ξένο.

Δεν πρόλαβε να απολαύσει τη ρουφηξιά του καφέ, που μόλις είχε καταπιεί και το κουδούνι της εξωτερικής θύρας χτύπησε επίμονα. Ακόμα μία φορά. «Εντάξει, εντάξει, σ’ ακούσαμε!», φώναξε αντιδραστικά ο Αχιλλέας και προχώρησε προς την πόρτα. Από το ενσωματωμένο ματάκι πάνω της είδε έναν αστυνομικό, ο οποίος κρατούσε στο χέρι του ένα μικρό σημειωματάριο. Το βλέμμα της απορίας δεν τον εγκατέλειψε ούτε κατά τη διάρκεια του ανοίγματος της πόρτας, αλλά ούτε και κατά την είσοδο του αστυνομικού στο σπίτι του. Ο Αχιλλέας έκανε ένα βήμα πίσω, για να κάνει χώρο στο όργανο της τάξης να προχωρήσει στο διάδρομο του διαμερίσματός του.

- «Χαίρετε!»

- «Χαίρετε», έκανε απρόθυμα ο Αχιλλέας.

- «Δεν πρόκειται να σας απασχολήσω πολύ. Μοναχά δυο – τρεις ερωτήσεις θα σας κάνω», ακούστηκε άχρωμα η φωνή του αστυνομικού, σαν να επαναλάμβανε τα ίδια πράγματα για ακόμα μία φορά μέσα στην ίδια μέρα.

- «Παρακαλώ! Θέλετε μήπως να καθίσετε; Να σας προσφέρω έν...»

- «Όχι, ευχαριστώ. Δεν έχουμε πολύ χρόνο, ξέρετε. Και η έρευνα επείγει», διέκοψε το συνομιλητή του, αν και ο τελευταίος είχε προλάβει να γραπώσει από το διπλανό τραπεζάκι του χολ το κουτί με τα λουκουμάκια. Βλέποντάς τα, ο αστυνομικός δίστασε στην αρχή, αλλά εν τέλει υπέκυψε στο γαστρονομικό πειρασμό:

- «Αν και λίγο ζάκχαρο μέσα σε μια τόσο έντονη μέρα δεν βλάπτει...», είπε χαμογελαστά, ενώ μασουλούσε παράλληλα το λουκουμάκι.

Αφού σκούπισε τα χέρια του πάνω στην υπηρεσιακή του στολή απευθύνθηκε προς τον Αχιλλέα:

- «Και τώρα πίσω στη δουλειά μας.»

- «Λίγο νεράκι για τη λιγούρα;», προσποιήθηκε πρόθυμα ο Αχιλλέας.

- «Ε, όχι. Ευχαριστώ πολύ.»

- «Φαντάζομαι φροντίζει το κράτος για τη σίτισή σας...», είπε μη μπορώντας να συγκρατήσει ένα μικρό ποσοστό του ειρωνικού του ύφους, ενώ έβλεπε τον αστυνομικό να γλείφει λαίμαργα όση σκόνη είχε απομείνει πάνω στα δάχτυλά του.

- «Θα σας ρωτήσω δυο πραγματάκια. Αν χρειαστεί να καταγραφούν επίσημα, θα πάρω τα στοιχεία σας, αλλιώς θα σας παρακαλέσω να θεωρήσετε αυτή τη συζήτηση ως μηδέποτε γενόμενη.»

- «Μάλιστα», απάντησε καρτερικά ο συνομιλητής του.

- «Πού βρισκόσασταν μεταξύ 4 και 5 το απόγευμα;»

- «Εμένα ανακρίνετε;»

- «Μα, όχι φυσικά. Απλώς θέλω να δω αν ήσασταν σπίτι, ώστε να προχωρήσω στην εξέταση.»

- «Τέλος πάντων. Εδώ βρισκόμουν. Ρωτήστε και το σκύλο μου. Θα σας το επιβεβαιώσει.» Ο αστυνομικός κρατούσε σημειώσεις. Ο Αχιλλέας συμπλήρωσε: «Αν χρειάζεστε το όνομα του σκύλου, μπορώ να σας το δώσω...»

- «Όχι, όχι...», έκανε συνωφρυομένος ο πρώτος και ο Αχιλλέας θεώρησε εκείνη τη στιγμή ότι δεν θα έπρεπε να προκαλέσει άλλο τη νοημοσύνη του απέναντί του. Τουλάχιστον θα προσπαθούσε. «Θα ήθελα να μου πείτε αν παρατηρήσατε από το παράθυρο ή και το δρόμο, σε περίπτωση που ενδεχομένως βρισκόσασταν έξω, κάποια ύποπτη κίνηση, κάποιο αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες κυκλοφορίας, κάποιον άνθρωπο με καλυμμένο το πρόσωπό του...»

- «Σε ποια από όλες τις ερωτήσεις σας να απαντήσω πρώτα;».

- «Απαντήστε στην πρώτη»

- «Όχι».

- «Στη δεύτερη;»

- «Ούτε».

- «Στην τρίτη;»

- «Κοιτάξτε, εν ολίγοις δεν παρατήρησα τίποτε το ύποπτο. Δεν κεντάω, ώστε να βλέπω ακόμη και την παραμικρή κίνηση στο δρόμο. Δεν καπνίζω, ώστε ως Ευρωπαίος που σέβεται την υγεία των γύρω του να βγαίνω έξω και να κάνω το τσιγάρο μου. Επίσης, δεν μου αρέσει η απέναντι γειτόνισσα, ώστε να έχω έστω κάποιο σοβαρό λόγο να κοιτώ έξω απ΄το παράθυρό μου.»

Ο αστυνομικός φανερά απογοητευμένος έβαλε το τεφτέρι του στην πίσω τσέπη του παντελονιού του και αποκρίθηκε απηυδισμένος:

- «Μα ποτέ δεν κοιτάζετε έξω από το παράθυρο;» Ο Αχιλλέας σκέφτηκε για λίγο πριν απαντήσει, με το το δεξί του χέρι να αγκαλιάζει το σαγόνι του, κοιτώντας αφηρημένα προς τα κάτω. Ύστερα, σήκωσε το κεφάλι του και αποκρίθηκε στεντόρεια στον αστυνομικό:

- «Ναι. Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο. Όταν πρέπει να ξυπνήσω απ’ τα όνειρά μου.»

- «Μόνο τότε;», έκανε σαρκαστικά το όργανο.

- «Και όταν βρέχει. Οι σταγόνες πλέον, ξέρετε, αποτελούν τους μοναδικούς επισκέπτες που θέλουν να περάσουν το κατώφλι αυτού του σπιτιού.» Ακολούθησε για λίγο σιωπή. Ο Αχιλλέας τότε πήρε πάλι το λόγο: «Θα μπορούσα να σας βοηθήσω σε κάτι άλλο;»

- «Ευχαριστώ, όχι», απάντησε ευγενικά ο αστυνομικός. «Μοναχά να προσέχετε. Υπάρχει μια συμμορία στη γειτονιά σας που ληστεύει κυρίως μεγάλους ανθρώπους.» Συνέχισε να μιλά χαμηλόφωνα, με ένα συνωμοτικό ύφος, λες και κάποιος προσπαθούσε να υποκλέψει τη συνομιλία τους: «Λένε ότι είναι ξένοι. Αλλοδαποί. Κι αυτοί δεν αστειεύονται. Βλέπετε τι λένε οι ειδήσεις κάθε μέρα.» Ο τόνος της φωνής του επανήλθε πάλι σε φυσιολογικά επίπεδα: «Καλό σας απόγευμα!» Ο Αχιλλέας συνόδευσε ως την εξώπορτα τον αστυνομικό. Το ξύλινο πάτωμα, κάνοντας το γνώριμο τρίξιμο, ξεπροβόδισε κι εκείνο με τη σειρά του το όργανο της τάξης.

Το παγερό αεράκι από το κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας κατάφερε να περάσει μέσα από το διάκενο μεταξύ της πόρτας και του πατώματος και να κάνει αισθητή την παρουσία του στον χώρο. Ο Αχιλλέας ένιωσε μια σύντομη αλλά έντονη ανατριχίλα να διαπερνά ολόκληρο το κορμί του, κι ας φορούσε το ζεστό του πανωφόρι που είχε αγοράσει την προηγούμενη χρονιά από τη Βιέννη. Η αλήθεια ήταν πως η εγκληματικότητα στο κέντρο της Αθήνας είχε οξυνθεί και η κάποτε ανέμελη γειτονιά του, πλέον βρισκόταν στο επίκεντρο της επικινδυνότητας και του παράνομου. Η παρατημένη στο τραπεζάκι του καθιστικού εφημερίδα είχε εκτενές άρθρο στο εξώφυλλο που προειδοποιούσε τον κόσμο να προφυλάσσεται καλά στα σπίτια του, ιδίως κατά τις βραδινές ώρες. Κύριοι ύποπτοι αλλοδαποί από ξένα μεταναστευτικά ρεύματα που είχαν εισχωρήσει στην χώρα από τα βορειοδυτικά σύνορα και κυρίως τον Έβρο. «Όλα και πάντοτε χρεώνονταν σ’ αυτούς», σκεφτόταν, ενώ ένας ασίγαστος θυμός κυρίευε τα σωθικά του. «Οι ίδιοι ποτέ δεν θα εγκληματούσαμε», σκέφτηκε ειλικρινά ο Αχιλλέας σε μία έξαψη εθνικής υπερηφάνειας. «Ο Έλληνας δεν έχει γεννηθεί, για να εγκληματεί, αλλά για να δημιουργεί. Έχει γεννηθεί, για να μεταλαμπαδεύει πολιτισμό και όχι να λαμπαδιάζει περιουσίες. Έχει γεννηθεί με προορισμό μια άνετη ζωή, χάρις στη δημοκρατία που έχτισαν ένας Πλάτωνας και η παρέα του. Και βέβαια ένας Έλληνας δεν θα μπορούσε να φταίξει ποτέ. Το αίμα του είναι αμόλυντο, άσπιλο, αγνό και αθώο.»

Τα μάτια του Αχιλλέα βρίσκονταν σε μία άλλη διάσταση, σε μία άλλη πραγματικότητα. Η φλέβα στο μέτωπό του είχε χοντρύνει, οι γροθιές του ήταν γερά σφιγμένες, τα φρύδια του συνόρευαν σχεδόν το ένα με το άλλο και η καρδιά του παλλόταν με καμάρι. Έπρεπε να φυλαχθεί, να προστατευθεί από τα παρασιτικά στοιχεία που απειλούσαν τη ζωή του. Πήγε γρήγορα - παρά λίγο και θα ‘τρεχε αν μπορούσε - ως το υπνοδωμάτιό του. Γράπωσε το πορτοφόλι του από το πρώτο συρτάρι της σιφονιέρας με χέρια τρεμάμενα. «Τι το ‘θελε να ‘ρθει αυτός ο αστυνομικός...», σκέφτηκε.

Ύστερα κλείδωσε ερμητικά την ντουλάπα με τα καλά του κουστούμια και έκρυψε το κλειδί μέσα στο ανθοδοχείο με τους ανθισμένους κρίνους, που του είχε φέρει την προηγούμενη μέρα η ανιψιά του. «Τι το ‘θελα να ακούσω τις ειδήσεις;» Το κλειδί βυθίστηκε μέσα στο νερό, ακουμπώντας στον πάτο αθόρυβα και διακριτικά. Έπειτα είχε να φροντίσει για τα αγαπημένα του βιβλία. Τι να πρωτοδιάλεγε να κρύψει ανάμεσα σε τόσο μεγάλη συλλογή... Παλαμά; Ελύτη; Παπαδιαμάντη; Σαμαράκη; Τα βιβλία ήταν τα πιο ακριβά αντικείμενα μέσα στο σπίτι του. Είχαν ανεκτίμητη αξία. Αν ο εισβολέας έβρισκε το θησαυρό του; Δεν είχε όμως πολύ χρόνο να τα καταχωνιάσει κάπου. Ούτε και χώρο. Ήλπιζε ότι ο διαρρήκτης δεν θα έφτανε ως τη μικρή αποθήκη του, που την είχε ως αρχειακή βιβλιοθήκη. «Τι το ‘θελα να διαβάσω τις εφημερίδες;» Το μόνο θετικό που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ότι οι αλλοδαποί δεν θα μπορούσαν να διαβάσουν ελληνικά. Έτσι ο Καζαντζάκης θα εξακολουθούσε να απαιτεί σιωπηρά τη λευτεριά του. Μια λευτεριά χωρίς φυλή, χωρίς χρώμα. Μια λευτεριά κτήμα παγκόσμιο και μια λευτεριά ψυχής ατομικής. Πήρε αμέσως το φακό από το κομοδίνο και κίνησε για το καθιστικό. Δεν έπρεπε το σπίτι να έχει φωταψία κι ας ήταν σούρουπο. Αν καταλάβαιναν ότι τους είχε πάρει είδηση, θα τον σκότωναν επιτόπου.

Ο Αχιλλέας ξάφνου κοκάλωσε. Ένας ήχος ακούστηκε από τη μεγάλη ξύλινη πόρτα. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν τρίξιμο από συστολή του ξύλου ή σπρώξιμο από παραβίαση της πόρτας. Περπατούσε πια στις μύτες των δάχτυλών του. Το τζάμι από το παράθυρο της κουζίνας άρχισε ελαφρώς να πάλλεται. Είτε ο άνεμος είχε γίνει συνεργός των διαρρηκτών, είτε η ομάδα τους ήταν πολυπληθής και προσπαθούσαν να εισβάλουν στο σπίτι απ’ όποια είσοδο ήταν εφικτό. Παράλληλα, ένας γδούπος απ ΄τη σοφίτα κέντρισε την προσοχή του Αχιλλέα. Όμως ο φόβος του κατευνάστηκε σχεδόν αμέσως από το γνώριμο «γκραπ» της φάκας που άκουσε να κλείνει με φόρα, επιτυγχάνοντας έτσι το σκοπό ύπαρξής της.

Ο Αχιλλέας έπρεπε να αφουγκραστεί. Να μην κάνει τον παραμικρό θόρυβο και να προσπαθήσει να ακούσει πόσοι είναι. Αν κατάφερνε να αγγίξει τις μύτες των ποδιών του περπατώντας, θα έφτανε ως την πόρτα και θα κοιτούσε μέσα απ ‘το ματάκι. Ευτυχώς που είχε προνοήσει να τραβήξει το σύρτη μετά την αποχώρηση του αστυνομικού. «Τι το ‘θελε να ‘ρθει ο αθεόφοβος...», μονολόγησε και βλαστήμησε από μέσα του την ώρα και τη στιγμή που του άνοιξε να περάσει. Η ταχυκαρδία δεν τον είχε εγκαταλείψει. «Άτιμοι ξένοι. εσείς τα κάνετε όλα. Εσείς φταίτε για όλα. Για την κατάντια της χώρας μου, που πιο έντιμοι και νομοταγείς πολίτες δεν υπάρχουν αλλού...», σκεφτόταν συνεχώς. Ο θυμός είχε αλλάξει πλέον το πρόσωπό του. Παρά λίγο και θα γινόταν τετράγωνο από την πίεση, τον φόβο και την απόγνωση, που ένιωθε ο Αχιλλέας εκείνη τη στιγμή.

Η πόρτα σταμάτησε να τρίζει. Το τζάμι δεν ακουγόταν πια, παρά μονάχα ο ήχος από τις ξέφρενες σταγόνες της βροχής που έπεφταν με μανία πάνω στο παράθυρο. Έμεινε ασάλευτος για λίγο. Κοίταξε γύρω να σιγουρευτεί. Αριστερά, τίποτα. Ευθεία, τίποτα. Κοίταξε δεξιά και τότε ο φόβος επανήλθε. Όμως τώρα είχε φορέσει το προσωπείο του τρόμου επάνω του. Ο Αχιλλέας δεν αναγνώρισε αυτόν που αντίκρισε. Τα άκρα του μούδιασαν. Η ανάσα του κόπηκε. Έβαλε το ένα του χέρι μπροστά στα μάτια, για να κρυφτεί, ενώ με το άλλο, τρεμάμενο ακόμα, κρατούσε τον φακό.

Ο καθρέφτης απέναντί του μόλις του είχε φανερώσει το δράστη. Έστεκε ένα είδωλο ξένο. Ένα πρόσωπο αλλιώτικο. Δεν ήταν έτσι παλιά. Φοβήθηκε απ’ αυτό που έβλεπε τόσο πολύ, που νόμισε προς στιγμή ότι οι παλιές του ιδέες θα εξαπέλυαν επίθεση κατά των νέων, υιοθετημένων του πιστεύω. Ντράπηκε. Κατέβασε το κεφάλι του, για να μη βλέπει, εκτός από τα ιδανικά που τον είχαν εγκαταλείψει, και τα δάκρυα που αυτή τη στιγμή κυλούσαν πάνω στα ρυτιδιασμένα μάγουλά του.

Είχε γίνει πια ένας ξένος.