Βιβλιο

«Μέσα πέτρα»: Όταν η έμφυλη βία κουκουλώνεται

«Κάποιες ιστορίες που μου διηγήθηκαν γυναίκες που τις βίωσαν οι ίδιες πριν βρουν το θάρρος να ξεφύγουν, με στοίχειωσαν»

Δανάη Καμζόλα
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το βιβλίο «Μέσα πέτρα», το πρώτο μυθιστόρημα της δημοσιογράφου Μαρίας Μανωλέλη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.

Το βιβλίο «Μέσα Πέτρα» (εκδ. Ποταμός) μας μεταφέρει στα ημιορεινά της Κρήτης, σε έναν τόπο πανέμορφο αλλά καταραμένο, όπου συνταρακτικά οικογενειακά μυστικά είναι θαμμένα γιατί κανείς δεν θέλει ή δεν τολμά να σκαλίσει. Η ενδοοικογενειακή βία είναι ο καμβάς πάνω στον όποιο κάνει το συγγραφικό ντεμπούτο της η δημοσιογράφος Μαρία Μανωλέλη, με ένα μυθιστόρημα που, αν και η υπόθεση διαδραματίζεται στη δεκαετία του ’70, παραμένει δυστυχώς πάντα επίκαιρο.

Το «Μέσα πέτρα» είναι ένα βιβλίο μυθοπλασίας με άξονα μια συγκαλυμμένη δολοφονία, με φόντο την Κρήτη της δεκαετίας του '70. Τι ανακάλυψες για την έμφυλη βία στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Κρήτη, γράφοντας το βιβλίο σου;
Ανακάλυψα με λύπη ότι, αν και η ιστορία που περιγράφω στο βιβλίο είναι μυθοπλασία, δεν απείχε πολύ από ιστορίες που μου διηγήθηκαν αναγνώστες που τις είχαν ακούσει ή και τις γνώριζαν προσωπικά. Άρχισαν να φτάνουν μαρτυρίες για παρόμοια περιστατικά από όλη την Ελλάδα –κυρίως από επαρχίες– που η βία άλλοτε είχε συγκαλυφθεί κι άλλοτε έγινε γνωστή όταν ήταν πλέον αργά για το θύμα.
Ψάχνοντας στο διαδίκτυο βρήκα επίσης πόσο μεγάλα ήταν και παραμένουν τα ποσοστά έμφυλης βίας. Κάποιες ιστορίες δε, που μου τις διηγήθηκαν γυναίκες που τις βίωσαν οι ίδιες πριν βρουν το θάρρος ή την κατάλληλη στιγμή να ξεφύγουν, με στοίχειωσαν κατά κάποιο τρόπο αφού δεν μπορώ να τις βγάλω από το μυαλό μου.

© Θανάσης Καρατζάς

Τα «σιωπηλά» περιστατικά με πραγματικά θύματα δεν είναι λίγα. Εγκλήματα κουκουλώνονται και η ζωή συνεχίζεται «κανονικά» για όλους πλην βεβαίως των οικείων. Αυτά τα αποτρόπαια μυστικά πρέπει να βγαίνουν στο φως, να υπάρχει κάθαρση ή πρέπει να θάβονται για να διαφυλάσσονται «ισορροπίες» σ' έναν τόπο;
Σε καμία περίπτωση δεν πιστεύω πως τέτοια περιστατικά πρέπει να θάβονται. Μπορώ να καταλάβω βεβαίως ότι δεν είναι εύκολο για τα θύματα να βγουν να μιλήσουν και να ζητήσουν βοήθεια. Κυρίως σε παλαιότερες εποχές που ήταν και αμφίβολο το αν θα έβρισκαν στήριξη. Αυτό που καθιστά την αποκάλυψη εξαιρετικά δύσκολη είναι ότι στην περίπτωση της έμφυλης βίας ο θύτης είναι κάποιο οικείο για το θύμα πρόσωπο. Τα θύματα επίσης αναπτύσσουν άμυνες που δεν θα έπρεπε να έχουν γιατί οδηγούν σε ανοχή. Πάντοτε έχουν ενοχές και οι ενοχές είναι κάκιστος σύμβουλος μιας και νομίζουν ότι φταίνε. Όσο για τις «ισορροπίες» σε ένα τόπο θα πρέπει να βασίζονται σε πραγματικές αξίες και όχι στη συγκάλυψη.

Η έμφυλη βία είναι επώδυνο βίωμα ακόμα και να μην φτάσουν στο έγκλημα και παρότι καθημερινό φαινόμενο παραμένει αόρατο, καθώς το ποσοστό καταγγελιών είναι μικρό. Πώς θα σπάσει αυτό το απόστημα;
Θέλω να πιστεύω πως ζούμε σε μια πιο εύκολη εποχή ως προς αυτό το φαινόμενο. Υπάρχουν πλέον γραμμές στήριξης, υπάρχουν μηχανισμοί άμεσης βοήθειας και φορείς υποστήριξης. Το ευρύτερο περιβάλλον του θύματος  πιστεύω ότι θα είναι πιο υποστηρικτικό από ότι ήταν για παράδειγμα σε μια επαρχία του 1970 όπως στην ιστορία που αφηγούμαι στο βιβλίο. Κι όμως, υπάρχουν ακόμα πολλές περιπτώσεις που τα πράγματα είναι ζοφερά και το θύμα ίσως έχει βρει αδιέξοδο σε απόπειρες να ζητήσει βοήθεια. Στο πιο πρόσφατο περιστατικό στο Βόλο η γυναίκα είχε και ασφαλιστικά μέτρα και τη στήριξη της οικογένειας της και πάλι δεν κατάφερε να αποφύγει το μοιραίο.
Με ξαφνιάζουν πραγματικά όσοι δεν βλέπουν το επαναλαμβανόμενο φαινόμενο και  ψάχνουν δικαιολογίες. Το είδαμε και πρόσφατα με τις υποθέσεις που ξεσκεπάστηκαν στο θέατρο. Αν και δεν πρόκειται για περιπτώσεις έμφυλης βίας, υπήρξε δυστυχώς ένας αριθμός συμπολιτών μας που έσπευσε να κατηγορήσει τα θύματα που «θυμήθηκαν» να καταγγείλουν κάτι μεταγενέστερα, να θίξουν την αξιοπιστία τους και τέλος να υποτιμήσουν την υπόστασή τους.

Ο τίτλος «Μέσα πέτρα» τι συμβολίζει; 
Σε πρώτη ανάγνωση Πέτρα είναι το όνομα του χωριού που έγινε το φονικό και πιο συγκεκριμένα «Μέσα Πέτρα» λέγεται ο οικισμός που έμενε το θύμα. Ο τίτλος βέβαια είναι συμβολικός και αναφέρομαι στο εσωτερικό συναισθηματικό «πέτρωμα» που μπορεί να προκύψει μετά από ένα σοβαρό τραύμα.

Στη λογοτεχνία, οι έννοιες έρωτας και θάνατος είναι δεμένες… 
Και στη λογοτεχνία και στη ζωή συχνά αυτές οι έννοιες μπορεί να συναντηθούν. Επίσης ο έρωτας και ο θάνατος μπορούν να προκαλέσουν μια σειρά γεγονότων που δεν θα είχαν συμβεί αν δεν τα πυροδοτούσε κάτι τόσο δυνατό.

Η περιγραφή της καθημερινότητας στην Κρήτη του προηγούμενου αιώνα έρχεται από αφηγήσεις από τους παλιότερους της οικογένειας σου που βρίσκονται εν ζωή;
Είναι λίγο κωμικοτραγικό αλλά ξεκίνησα να γράφω τη «Μέσα Πέτρα» όταν δεν ζούσαν πια οι συγγενείς που θα με είχαν βοηθήσει πολύ στις λεπτομέρειες. Η μητέρα μου βέβαια όσο ζούσε μου είχε διηγηθεί αρκετές ιστορίες για να έχω υλικό και έμπνευση και όταν δεν μπορούσα πια να τη ρωτήσω. Μέσα στη μυθοπλασία έχω ενσωματώσει αρκετά αληθινά περιστατικά που έχω ακούσει. Με βοήθησαν πολύ οι εικόνες και οι μνήμες που έχω κι εγώ η ίδια από την Κρήτη. Θυμάμαι βέβαια ένα βράδυ σχετικά αργά που είχα πάρει τηλέφωνο έναν ξάδερφό μου και τον ρωτούσα για το χωροφύλακα του χωριού. Ο ίδιος, αν και σίγουρα παραξενεύτηκε, θυμήθηκε διάφορες χρήσιμες λεπτομέρειες από την καθημερινότητα ενός χωριού της Κρήτης τη δεκαετία του ’70. Αντίστοιχα με βοήθησαν οι καλοκαιρινές μου γειτόνισσες «οι γιαγιάδες μου» -όπως τις αποκαλώ- που ζουν και βασιλεύουν και μοσχομαγειρεύουν! Το βιβλίο άλλωστε ξεκίνησα να το γράφω στην Κρήτη και αυτό συνέβαλλε επίσης πολύ στο όλο κλίμα που δημιουργείται.

Κατάγεσαι από ένα χωριό του Ρεθύμνου. Για σένα η Κρήτη είναι τόπος διακοπών ή έχεις ζήσει εκεί;
Κατάγομαι όντως από τον Φουρφουρά Ρεθύμνου. Δεν έχω ζήσει ποτέ μόνιμα στην Κρήτη αλλά έχω περάσει σχεδόν όλα τα παιδικά μου καλοκαίρια εκεί και όχι σαν τουρίστρια. Έμενα σε συγγενείς, συναναστρεφόμουν τα παιδιά του χωριού, έμπαινα στα κελάρια τους, στις αποθήκες τους, στα περιβόλια. Τους ακολουθούσα σε καθημερινές εργασίες, τους έβλεπα να μαγειρεύουν, να γλεντάνε, να θυμώνουν. Η κρητική διάλεκτος μου είναι επίσης πολύ οικεία. Και τώρα ακόμα περνάω σχεδόν όλα μου τα καλοκαίρια στον Άγιο Νικόλαο και πάλι έχοντας καθημερινή συναναστροφή με ντόπιους. Δε μένω ποτέ σε ξενοδοχείο αλλά σε διάφορα σπιτάκια στα χωριά. Με λίγα λόγια και η ζωή εκεί και η νοοτροπία τους είναι μέρος της δικής μου ζωής. 

Η Κρήτη είναι τόπος μαγικός και καταραμένος…
Η Κρήτη πιστεύω πως είναι ένας τόπος πανέμορφος, εύφορος και φιλόξενος. Οι αντιθέσεις της όμως τη χαρακτηρίζουν. Οι άνθρωποι μπορεί να είναι από πολύ ευαίσθητοι έως πολύ σκληροί. Έχουν μεταξύ τους άλλοτε ισχυρότατους δεσμούς και άλλοτε έχθρες που κρατάνε χρόνια και γενιές. Έχουν υπέροχα γλέντια και έθιμα τα οποία πάνε χέρι-χέρι με συνήθειες που θα έπρεπε να έχουν εκλείψει από καιρό. Το ότι αγαπάω την Κρήτη δε σημαίνει ότι δε βλέπω τα τρωτά της. Όσο για το φονικό που περιγράφω στο βιβλίο δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί μόνο εκεί, όμως εκεί θα μπορούσε σίγουρα να έχει συγκαλυφθεί. Κουβαλάω μέσα μου αρκετές από τις αντιθέσεις αυτού του τόπου και αυτό μου έδωσε ένα άτυπο «διαβατήριο» να μπορώ να μιλήσω για αυτές. Είναι κάποια ταμπού που αν τα θίξει ένας τρίτος είναι πολύ πιο παρεξηγήσιμα από ότι ένας εκ των έσω.

© Θανάσης Καρατζάς


Περίληψη του βιβλίου

Τρεις γυναίκες-φύλακες μυστικών, τρία ορφανά αδέρφια, ενήλικες πια, και ένας γιατρός για τις πληγές που δεν κλείνουν θα συναντηθούν για μια κηδεία που, εκτός από τον νεκρό που περιμένει να ταφεί, δεν μοιάζει με κηδεία. Το βέλος του θανάτου θα μπλεχτεί με το βέλος του έρωτα και θα ταξιδέψει στο παρελθόν διασχίζοντας θάλασσες, βουνά, σιωπές και τραύματα.
Στα ημιορεινά της Κρήτης, σε έναν τόπο μαγικό και καταραμένο, ένα αλλόκοτο ραντεβού επιβεβαιώνει πως τελικά «ο έρωτας κι ο θάνατος ίδια σπαθιά βαστούνε».
Το δυσκολότερο που της ζήτησε όμως ήταν τα ονόματα των συγγενών που θα έμπαιναν στο κηδειόχαρτο: «Φωτογραφία του θα βάλουμε;».
Η Βιργινία δεν είπε λέξη. Ο άλλος είχε πάρει φόρα.
«Ποιοι καλούν στην κηδεία;», τη ρώτησε.
Η Βιργινία ψέλλισε ένα «Ορίστε;».
Εκείνος συνέχισε: «Κηδεύουμε σήμερα τον αγαπημένο μας τι; Τι θα γράψω; Σύζυγο; Πατέρα; Παππού; Κατάλαβες; Και αποκάτω από το κείμενο θέλω τα ονόματα των συγγενών. Να μου τα γράψεις καθαρά σε ένα χαρτί».
Η Βιργινία ήξερε ήδη ότι δεν υπήρχε περίπτωση να φτιαχτεί κανένα τέτοιο χαρτί.