Βιβλιο

«Μαθήματα για τη ρωσική λογοτεχνία» από τον Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ

Ένα βιβλίο για τον Τολστόι, τον Ντοστογέφσκι, τον Γκόγκολ, τον Τσέχοφ και τον Γκόρκι, μια συλλογή πεταλούδων

Νατάσσα Καρυστινού
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Παρουσίαση του βιβλίου «Μαθήματα για τη ρωσική λογοτεχνία» του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη

Στις διαλέξεις που έκανε ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ στα πανεπιστήμια Wellesley Cornell στη δεκαετία του 1950 παρουσίασε τους μεγάλους Ρώσους συγγραφείς από τα προεπαναστατικά χρόνια μέχρι τη σοβιετική περίοδο, ήταν μια σειρά μαθημάτων με τον χαρακτηριστικό του τόνο που δεν χαρίζεται ούτε σε συγγραφείς, ούτε σε μεταφραστές –θεωρούσε πως η ρωσική λογοτεχνία έχει υποστεί «ανήκεστη βλάβη» στις αγγλικές μεταφράσεις– ούτε στην πολιτική εξουσία που επικράτησε στη χώρα του μετά το 1917.

«Είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς την ευκολία της ειρωνείας, την πολυτέλεια της απαξίωσης, όταν βλέπει μια τόσο ζωντανή, ευφρόσυνη και ελεύθερη δραστηριότητα όπως είναι η λογοτεχνία να έχει οδηγηθεί σε τέτοια κατάντια από υπάκουα χέρια που καθοδηγούνται από ένα κράτος Λεβιάθαν» έλεγε περιγράφοντας την εξέλιξη της ρωσικής λογοτεχνίας στο σοβιετικό καθεστώς. Ήδη από το 1940, προτού ξεκινήσει την ακαδημαϊκή́ του καριέρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, είχε γράψει εκατό διαλέξεις –περίπου 2.000 σελίδες– γύρω από τη ρωσική λογοτεχνία (και άλλες τόσες για την παγκόσμια) οι οποίες του φάνηκαν χρήσιμες όταν βρέθηκε μπροστά σε φοιτητές. Το πρόβλημα ήταν ότι οι αμερικανοί φοιτητές ήταν εντελώς άσχετοι, δεν ήξεραν ούτε τους ρώσους συγγραφείς, ούτε τη ρωσική και σοβιετική πραγματικότητα. Αλλά μπροστά στην απύθμενη άγνοια, ο Ναμπόκοφ διατήρησε την ψυχραιμία του, τον προσωπικό και διασκεδαστικό του τρόπο να προσεγγίζει τον κάθε συγγραφέα και να περιγράφει το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο.

Στο βιβλίο «Μαθήματα για τη ρωσική λογοτεχνία», αναλύοντας το έργο των μεγάλων ρώσων συγγραφέων του 19ου αιώνα, βρίσκεται στο στοιχείο του: όχι μόνο αυτοί οι συγγραφείς αντιπροσώπευαν στα μάτια του το απόγειο της ρωσικής λογοτεχνίας, αλλά κινούνταν στον αντίποδα του ωφελιμισμού που διέκρινε τη σοβιετική εποχή. Έτσι, επικρίνει τα «κοινωνιολογίζοντα» στοιχεία στο έργο του Τουργκένιεφ, σαρκάζει την κοινωνιολογία το έργο του Ντοστογέφσκι και κατακεραυνώνει το έργο του Γκόρκι. Αντιθέτως, εκφράζει θαυμασμό για τον Τσέχοφ που παρατηρεί όσα συμβαίνουν γύρω του χωρίς να κάνει πολιτική και για τον Τολστόι, αν και γράφει πως ο συγγραφέας της «Άννα Καρένινα» δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι τα σκούρα μαλλιά της Άννας που πέφτουν στον λευκό, τρυφερό λαιμό της παρουσιάζουν, από καλλιτεχνική άποψη, μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τις ιδέες του Λέβιν (alter ego του Τολστόι) για τη γεωργία. O Nαμπόκοφ δίνει έμφαση στα αμιγώς καλλιτεχνικά στοιχεία σε μια εποχή που οι αναγνώστες και οι βιβλιοκριτικοί ενδιαφέρονταν για την πολιτική και την κοινωνιολογία περισσότερο από την αισθητική. Ακριβώς αυτή ήταν και η ουσία του δόγματος του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» στη Σοβιετική Ένωση το οποίο διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο εντείνοντας τη μετριότητα.

Ο κόσμος του Τολστόι αντανακλά τη νοσταλγία του Ναμπόκοφ για τη χαμένη του πατρίδα. Αυτή η νοσταλγία για έναν κόσμο που έχει οριστικά χαθεί (όταν ήταν παιδί είχε συναντήσει τον Τολστόι) τροφοδοτεί και ενισχύει την έμφαση στην απεικόνιση της ζωής με καλλιτεχνικά κριτήρια, κάτι που χαρακτηρίζει τη χρυσή εποχή της ρωσικής λογοτεχνίας, με τα έργα του Γκόγκολ, του Τολστόι και του Τσέχοφ. Ως θαυμαστής του Τολστόι διάβαζε μεγαλοφώνως στο αμφιθέατρο αποσπάσματα από τον Τολστόι στα ρωσικά, θέλοντας να δείξει στο ακροατήριό του ότι η ανάγνωση ενός κειμένου δεν επηρεάζεται μόνο από τα νοήματά του, αλλά και από τη μουσικότητά του. Αντιθέτως, αποδίδει στον Ντοστογέφσκι τάση προς «ψευδοσυναισθηματισμό», ενώ, όπως θα περίμενε κανείς, είναι αρνητικός έναντι του Γκόρκι όχι μόνο για τα πολιτικά του κίνητρα αλλά για την ανεπάρκειά του στην απόδοση χαρακτήρων και καταστάσεων.

Η παιδαγωγική στάση του Ναμπόκοφ, ο ενθουσιασμός του να μοιραστεί τα μεγάλα έργα της ρωσικής λογοτεχνίας με τους αμερικανούς φοιτητές, δημιουργεί στον αναγνώστη του βιβλίου την πικρή επιθυμία να ήταν παρών σ’ εκείνο το αμφιθέατρο. Φαίνεται ότι προσπαθούσε να αφυπνίσει τα αισθήματα των φοιτητών του, να τους ερεθίσει, ώστε να έρθουν σε βαθύτερη επαφή με τα κείμενα, να τα προσεγγίσουν με ευαισθησία και γνώση κι όχι από τη σκοπιά της στείρας κριτικής. Αυτό δεν σημαίνει ότι από τις πανεπιστημιακές παραδόσεις του λείπει το στοιχείο της κριτικής ανάλυσης. Ο Ναμπόκοφ τονίζει πώς ο Τσέχοφ ξέρει να δίνει στα καθημερινά μικροσυμβάντα τη σημασία που τους αναλογεί, ενώ επικρίνει τη συνήθεια του Τουργκένιεφ να διακόπτει την αφηγηματική ροή για να προσθέτει βιογραφικά στοιχεία ενός χαρακτήρα ή για να αναφέρει τι απέγινε ο ήρωάς του μετά το τέλος της ιστορίας την οποία αφηγείται. Ωστόσο, προσπαθεί να είναι δίκαιος: εκτιμά την κομψότητα των περιγραφών του Τουργκένιεφ και τους μετατονισμούς του ύφους του, του οποίου τα ποικίλματα λέει ότι του θυμίζουν «σαύρα που λιάζεται». Αν και τον ενοχλούν οι συναισθηματικές υπερβολές του Ντοστογέφσκι, όπως όταν στο «Έγκλημα και τιμωρία» ο Ρασκόλνικοφ και η πόρνη σκύβουν μαζί μπροστά στη Βίβλο, εκτιμά το αδρό του χιούμορ· όσο για την επισήμανσή του ότι στους «Αδελφούς Καραμάζοφ» ένας συγγραφέας που θα μπορούσε να είναι μεγάλος δραματουργός παλεύει να ξεφύγει από τα όρια της φόρμας του μυθιστορήματος, ακούγεται σήμερα μάλλον οξυδερκής.

Η δημιουργική φαντασία του Ναμπόκοφ δεν υστερεί σε σχέση με εκείνη του κάθε κρινόμενου συγγραφέα. Ο τρόπος με τον οποίο οδηγεί τον αναγνώστη στην ανάλυση της «Άννα Καρένινα» είναι έργο τέχνης από μόνος του: σ’ αυτή την εκρηκτική δημιουργικότητα συντελεί φυσικά το ότι είναι συγγραφέας ο ίδιος, καθώς και το ότι γνωρίζει σε βάθος την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, από την Τζέιν Όστιν μέχρι τον Φλομπέρ και τον Τζέιμς Τζόις – μια αδιάκοπη αλυσίδα από αλληλεπιδράσεις.

Το βιβλίο είναι ένα υπέροχο ταξίδι που περιλαμβάνει σχεδόν έναν αιώνα ρωσικής λογοτεχνίας και λογοτεχνικής κριτικής. Ο Ναμπόκοφ δίνει τις δικές του απαντήσεις στο ερώτημα αν η λογοτεχνία ανήκει στην επικράτεια των ιδεών, ή αν στην επικράτεια των λέξεων και των εικόνων, ενώ δίνει τις δικές του εκτιμήσεις για συγγραφείς που έχουν αποθεωθεί στη Δύση, όπως τον Μαγιακόφσκι και τον Παστερνάκ. Τέλος, αναφέρεται και σε λιγότερο γνωστούς συγγραφείς και ποιητές όπως τον Αλεξάντρ Μπλοκ και τον Αντρέι Μπέλι τα έργα των οποίων θεωρεί ότι χαρακτηρίζονται από πνεύμα καινοτομίας και πειραματισμού.

Το βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Ανδρέα Παππά, είναι πιο αποκαλυπτικό για τον ίδιο τον Ναμπόκοφ παρά για τους λογοτεχνικούς προγόνους του. Διαπνέεται από λεπτή ειρωνεία –μερικές φορές όχι και τόσο λεπτή– από δημιουργική φαντασία κι από εκείνη την ακρίβεια που έδειχνε ο Ναμπόκοφ όταν συνέλεγε πεταλούδες.