Βιβλιο

«Μηχανισμοί απώλειας»: Δύο νουβέλες του Μισέλ Φάις στο Yale

Κυκλοφορούν σήμερα στις ΗΠΑ από το Yale University Press

Δήμητρα Γκρους
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Α.V. δημοσιεύει, κατ’ αποκλειστικότητα, από το «Mechanisms of Loss» του Μισέλ Φάις την εισαγωγή της Κατερίνας Σχινά και το επίμετρο του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου

Σήμερα κυκλοφορεί στις ΗΠΑ το βιβλίο του Μισέλ Φάις με τίτλο Mechanisms of Loss, σε μετάφραση του βραβευμένου μεταφραστή David Connollyαπό το Yale University Press. H έκδοση περιλαμβάνει δύο νουβέλες του συγγραφέα: Aegypius monachus (2001) και Lady Cortisol (2016).

Το βιβλίο εντάσσεται στην πολύτιμη σειρά The Margellos World Republic of Letters που ίδρυσαν το 2008 στους κόλπους του Yale University Press η Σεσίλ και ο Θεόδωρος (Ντόρης) Μαργέλλος, αφιερωμένη στην έκδοση εμβληματικών βιβλίων της παγκόσμιας (και βεβαίως ελληνικής) λογοτεχνίας στην αγγλική γλώσσα. Mεταξύ 120 περίπου έργων της διεθνούς γραμματείας, η MWRL έχει εκδώσει από τα ελληνικά ανθολογία ποιημάτων της Κικής Δημουλά (The Brazen Plagiarist, 2012, μτφρ. Σεσίλ Ιγγλέση Mαργέλλου & Rika Lesser, Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης 2013), το μυθιστόρημα Και με το φως του λύκου επανέρχονται της Ζυράννας Ζατέλη (At Twilight They Return, 2013, μτφρ. David Connolly), την Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού (Orthokostá, 2016, μτφρ. Jane Assimakopoulos & Stavros Deligiorgis), διηγήματα της Μαρίας Μήτσορα (On My Aunt’s Shallow Grave White Roses Have Already Bloomed, 2018, μτφρ. Jacob Moe) και ανθολογία ποιημάτων του Μιχάλη Γκανά (A Greek Ballad, 2019, μτφρ. David Connolly & Joshua Barley).
 

Στην τωρινή έκδοση του Mechanisms of Loss την εισαγωγή υπογράφει η μεταφράστρια και κριτικός Κατερίνα Σχινά και το επίμετρο ο δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας Βαγγέλης Χατζηβασιλείου οι οποίοι γνωρίζουν εκ των έσω το έργο του συγγραφέα. Στο οπισθόφυλλο, συστήνουν ευσύνοπτα το βιβλίο στο διεθνές αναγνωστικό κοινό, ο Δημήτρης Τζιόβας (καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας), ο πολυμεταφρασμένος και βραβευμένος συγγραφέας Πάνος Καρνέζης, η Ελένη Παπαργυρίου (επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Πατρών και ο Bart Soethaert (διδάκτορας Νεοελληνικών Σπουδών στο Freie Universität του Βερολίνου).

Γράφει, ενδεικτικά, στο οπισθόφυλλο ο συγγραφέας του Little Infamies Π. Καρνέζης: «Αυτές οι δύο νουβέλες είναι εμβληματικές στο έργο ενός συγγραφέα του οποίου η θέση στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα είναι εξασφαλισμένη. Οι αφηγητές του Φάις –συναρπαστικοί, απεγνωσμένοι, νευρωτικοί με τον ιδιωματικό ρυθμό τους άψογα δοσμένο από τη μετάφραση του David Connoly– αναζητούν απαντήσεις σε όλο τα μήκη και τα πλάτη του αστικού τοπίου της καθημερινότητάς τους, σαν φαντάσματα παγιδευμένα σε έναν κόσμο που δεν προσφέρει σωτηρία».

Η Α.V., κατ’ αποκλειστικότητα, δημοσιεύει την ίδια μέρα που κυκλοφορεί το Mechanisms of Loss στις ΗΠΑ, τα κείμενα της Σχινά και του Χατζηβασιλείου· κριτικές προσεγγίσεις που σκιαγραφούν τον αφηγηματικό κόσμο του συγγραφέα στον ξένο αναγνώστη, έναν συγγραφέα που, όπως γράφει στην αμερικάνικη έκδοση, «τοποθετείται στην καρδιά του ελληνικού μεταμοντερνισμού, μέσα από δύο πικρές και ειρωνικές νουβέλες».

Οδεύοντας προς το αδύνατο
Της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΣΧΙΝΑ

Τι είναι αυτό που αναστατώνει τόσο πολύ τον αναγνώστη στην πρόζα του Μισέλ Φάις; Η συνεχής αντιδικία του αφηγητή με τον εαυτό του; Η παροξυσμική καταβύθιση σε έναν ένδον κόσμο; Η βάναυση ανατομία του εγώ; Η τόλμη με την οποία αυτό το εγώ διανοίγεται προς τον άλλον; Η απόγνωση ενός πενθούντος που ενσωματώνει, εξιδανικεύει, θρυμματίζει, ανασυνθέτει, κατακρεουργεί και καταβροχθίζει το χαμένο αντικείμενο; Η συνεχής ανασκαφή του υπεδάφους της οδύνης, προκειμένου, με την ίδια κίνηση, να αποτινάξει ο συγγραφέας την τυραννία της; Η συναρπαγή μιας σεξουαλικής διαπάλης χωρίς όρια; Η κατάργηση της χρονικής διαδοχής και της χωρικής οροθέτησης; Η απόλυτη εναλλαξιμότητα του ευτελούς με το υψηλό; Ή μήπως, τελικά, είναι η ποίηση της αφηνιασμένης του πρόζας, η μουσική που διαπνέει τη φράση του, εκείνο το στακάτο που δίνει στον αναγνώστη την εντύπωση ότι ένας μετρονόμος χτυπάει επιτακτικά μέσα στο κείμενο, ο ασθματικός ρυθμός της παρτιτούρας του;

Στον συχνά θρυμματισμένο, αποσπασματικό, καλπάζοντα λόγο του Μισέλ Φάις, διακρίνει κανείς έναν συγγραφέα που χρησιμοποιεί τα νοήματα της ομιλούμενης, προθετικής γλώσσας, σαν να ήταν νοήματα της μουσικής, παραβολές σπασμένες στη μέση της φράσης. Αν η πρόζα του συγγενεύει με τη μουσική, είναι γιατί, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη μουσική, αυτό που έχει να πει αποκαλύπτεται και ταυτόχρονα κρύβεται – και μιλώ κυρίως για τα βιβλία του που εκθέτουν τον αυτοβιογραφικό βασανισμό. Όπως κάθε μουσικό φαινόμενο δείχνει προς κάτι πέρα απ’ αυτό το ίδιο, λειτουργώντας σαν σπινθήρας ανάκλησης ή αντιπαράθεσης, εισάγοντάς μας σ' ένα όνειρο ή σ' έναν εφιάλτη, έτσι και η πρόζα του Φάις αποτυπώνει μια εναγώνια προσπάθεια να ονομάσει τα πράγματα, όχι να μεταδώσει νοήματα.

Στη Lady Cortisol, μια ατέρμονη συνεδρία ερωταποκρίσεων μεταξύ ενός άνδρα που ρωτάει και μιας γυναίκας που απαντά, ένας απροσδιόριστος αφηγητής παρεμβαίνει κάθε τόσο, δίνοντας τον τόνο και τον ρυθμό σαν ένας τυμπανιστής σε πλου απρόβλεπτο, σε ταραγμένα νερά. Στην αυτοβιογραφική-αυτοποιητική νουβέλα Aegypius Monachus, ένα εμπύρετο κείμενο που δυναμιτίζει τις αφηγηματικές τεχνικές παρωδώντας τες, δουλεύουν ασταμάτητα τα γρανάζια μιας ανελέητης μηχανής που αλέθει το χρόνο, εμψυχώνοντας νεκρά αντικείμενα με ήχους που ανήκουν στο παρελθόν.

Όμως η βάση της ρυθμικής αγωγής στα έργα του Φάις είναι διασαλευμένη. Ανακοπές, αιφνίδιες επιταχύνσεις, αγκομαχητά, σιωπές, ο λευκός θόρυβος του ασυνείδητου∙ μετέωρες λέξεις, συγκοπτόμενες φράσεις, ένας αδιάκοπος λήρος που συχνά εκβάλλει στο κωμικό, τολμηρές, στα όρια του σουρεαλισμού περιγραφές∙ αποχαλινωμένες, αλληλεπικαλυπτόμενες φωνές που παράγουν μιαν ιδιόμορφη κακοφωνία, ένα αγωνιώδες ηχητικό οικοδόμημα από ψιθύρους, κραυγές, μουρμουρητά, μια σειραϊκή σύνθεση που ποτέ δεν φτάνει στην ανακουφιστική λύση της τονικότητας. Από το ποδοβολητό της φράσης ως το ληθαργικό αποκάρωμα λέξεων που έχουν αδειάσει από το νόημά τους, τούτη η φαινομενικά ανυπότακτη αλλά στην πραγματικότητα πλήρως ελεγχόμενη πρόζα συμπυκνώνει την εναγώνια και ατελέσφορη προσπάθεια του αφηγούμενου υποκειμένου να δώσει μορφή στο άμορφο, βάση στο ευμετάβλητο, να ανασυνθέσει τα ράκη του εαυτού μέσω των ελεύθερων συνειρμών, των αιφνίδιων αναμνημονεύσεων, των απρόσμενα αφικνούμενων λεπτομερειών, των αμφιταλαντεύσεων, των μεταστροφών, των αντιφάσεών του. Αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να σφαδάζει, παραδομένο στα ρίγη του μηδενός.

Ο Φάις τανύει τη γλώσσα ως τα όριά της, προκειμένου να εισέλθει στην ανεξερεύνητη, χαοτική επικράτεια του υπαρξιακού άλγους. Στα κείμενά του συναντάμε άλλοτε κρουστική χρήση της διαφωνίας και ηχηρή δυναμική, κι άλλοτε υπνωτιστική επανάληψη κοινών μοτίβων, τουτέστιν συγγραφικών εμμονών. Αν ριψοκινδύνευε κανείς να εκφράσει με μια λέξη τον μορφικό νόμο της λογοτεχνίας του Φάις θα μπορούσε να μιλήσει για παραλλαγή (δανείζομαι τον όρο από τη μουσική) μια παραλλαγή ως συνεχή απόκλιση και προζαϊκή αταξία, που επιτρέπει στα θέματά του (μνήμη, οδύνη, τραύμα, φαντασίωση,  απώλεια) να αναδύονται το ένα μέσα από το άλλο και να εξαφανίζονται το ένα μέσα στο άλλο. Για λίγο ακινητούν στην ταραγμένη επιφάνεια της γλώσσας του και βουλιάζουν μέσα στο ανείπωτο.

Ο Theodor Adorno έβλεπε τη μουσική ως μια οδύσσεια ατελείωτης διαμεσολάβησης, προκειμένου να φέρει πίσω το αδύνατο. Μια παρόμοια οδύσσεια αναλαμβάνει και η γλώσσα στον Μισέλ Φάις, κι ας είναι απώλεια, όπως πολύ καλά γνωρίζει ο συγγραφέας, ας της είναι αδύνατον να αδράξει το πράγμα. Γιατί της είναι εξίσου αδύνατον, έτσι εμψυχωμένη όπως είναι από την ίδια της την αδυναμία, να μη μαγνητίζεται αδιάκοπα από όσα βιώθηκαν, χωρίς ποτέ να κατακτηθούν· από όσα θα παραμένουν πάντα εκτός βολής, αέναα διαφεύγοντα, όμως πάντοτε αγρεύσιμα. Και τότε εκβάλλει προς την μουσική, όπως ακριβώς καταλήγει στην μουσική και ο αυτοπαθής λόγος του Aegypius Monachus, στην τελευταία σελίδα αυτού του αδιάκοπα αυτοϋπονομευόμενου μα πάντα διασωζόμενου σπουδαίου βιβλίου.

Από την αυτοβιογραφία και τη βιογραφία στη βιογραφία των άλλων
Του BAΓΓΕΛΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Με την πεζογραφία του Μισέλ Φάις (γεν. 1957) θα περιηγηθούμε σε μιαν εξαιρετικά ιδιότυπη περιοχή του εγώ: στην αυτοβιογραφία, η οποία στην περίπτωσή του θα συνομιλήσει διά μακρών και με τη βιογραφία. Ο λόγος της αυτοβιογραφίας, που αν είναι μυθοπλαστικός, όπως είναι ο λόγος του Φάις, εγκαθιδρύει αμέσως μια λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ του αυτοβιογραφικού συγγραφέα και του αφηγητή του, δεν εκπροσωπεί ένα μοναδιαίο εγώ περιορισμένο στο να μιλάει σε πρώτο ενικό. Το αυτοβιογραφικό πρόσωπο (θα το συναντήσουμε ήδη στις Εξομολογήσεις του Αυγουστίνου στα τέλη του 4ου αιώνα) είναι ευθύς εξαρχής πληθυντικό και υπό αυτή την έννοια η συνθήκη του αυτοπροσδιορισμού του δεν μπορεί παρά να κινηθεί στα όρια της ψευδαίσθησης. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, κάθε αυτοβιογραφία σχετίζεται ως εξ ορισμού με κάτι ή με κάποιον άλλο – έστω κι αν ο συσχετισμός γίνεται μόνο για να υποδειχθεί η διαφορά μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.[1]

Ας σκεφτούμε επιπροσθέτως πως ανακατασκευάζοντας ένα προσωπικό παρελθόν, η αυτοβιογραφία θα συνδεθεί μοιραία με τις μνήμες και τις εμπειρίες των άλλων, υπενθυμίζοντας πως το παρελθόν συνιστά, όπως κι αν το ζυγίσουμε, μια μορφή συλλογικής εμπειρίας.[2]

Παρόλα αυτά, η αυτοβιογραφία παραμένει κατά βάσιν μια αυθιστόρηση της οποίας η ιστορική αφήγηση διατηρεί στο ακέραιο τον ατομικό της τόνο, αναζητώντας πάντοτε έναν πυρήνα εσωτερικής υπόστασης.[3] Η βιογραφία, από την πλευρά της, είναι η ιστορία ενός προσώπου την οποία ξετυλίγει ένας πρωτοπρόσωπος ή τριτοπρόσωπος αφηγητής, που αν είναι μυθοπλαστική, όπως και πάλι συμβαίνει με τον Φάις, θα έχει διαλόγους, χαρακτήρες και πλοκή, σπεύδοντας να εγγραφεί στον συλλογικό περίγυρο της ζωής του βιογραφούμενου. Και η βιογραφία, εντούτοις, θα διατηρήσει με τη σειρά της αλώβητο το φρούριο της προσωπικής επικράτειας: τουλάχιστον από τον όψιμο 18ο αιώνα και μετά, οπότε και θα καθιερωθεί ως είδος (μολονότι γεννιέται τα πρώτα μεταβυζαντινά χρόνια, έλκοντας κάποια στοιχεία και από την αρχαιότητα). Κι αυτό επειδή, όπως κι αν εξελιχθούν τα πράγματα, εκείνο που δεν θα πάψει ποτέ να μεταδίδει η βιογραφία είναι ένα intimate picture, μια εσώτερη εικόνα του πρωταγωνιστή της.[4]

Σε αυτό το μεταίχμιο θα σταθεί η μεταμοντέρνα πεζογραφία του Φάις, δουλεύοντας σε ένα πεδίο όπου διασταυρώνονται η εσωτερική υπόσταση της αυτοβιογραφίας και το intimatepicture της βιογραφίας.[5]  Οι νουβέλες Aegypius monachus (2001) και Lady Cortisol (2016), οι οποίες στον ανά χείρας τόμο μεταφράζονται υπό τον κοινό τίτλο Φάρσες της απουσίας, αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικές πλην εξόχως χαρακτηριστικές φάσεις στο έργο του συγγραφέα (την περίοδο της πρώτης και την περίοδο της κατοπινής ωριμότητας), υποδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο η αυτοβιογραφία και η βιογραφία συναρθρώνονται στο εσωτερικό του. Προκειμένου να εννοήσουμε πώς ακριβώς συμβαίνει κάτι τέτοιο, είναι ανάγκη να τις δούμε σε σχέση (όχι εξαντλητικά ασφαλώς) και με άλλα γραπτά του, που δημοσιεύτηκαν πριν ή και μετά από αυτές.

Ας εξετάσουμε κατ’ αρχάς τα δεδομένα που προετοιμάζουν το Aegypius monachus. Το πρώτο γραπτό και πρώτο μυθιστόρημα του Φάις, Η αυτοβιογραφία ενός βιβλίου (1994), που τον καθιέρωσε ευθύς εξαρχής στην ελληνική λογοτεχνική σκηνή, κερδίζοντας την πάνδημη αποδοχή της κριτικής (πρέπει να σημειωθεί πως η λογοτεχνική και η πανεπιστημιακή κριτική παρακολουθούν ιδιαιτέρως συστηματικά τη δουλειά του, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι και τις ημέρες μας), είναι μια διττή ιστορία: η ιστορία ενός ανθρώπου που θα μετατραπεί σε ιστορία ενός βιβλίου ή η ιστορία ενός βιβλίου που θα εγκολπωθεί την ιστορία ενός προσώπου, για να συστηθεί την ίδια ώρα και ως ιστορία ενός γενέθλιου τόπου, ο οποίος δεν είναι άλλος από την πόλη στην οποία έχει γεννηθεί ο συγγραφέας, την Κομοτηνή της Θράκης. Ο πρωταγωνιστής κρύβεται εν προκειμένω ως επίδοξος συγγραφέας πίσω από την εξιστόρηση της ζωής του φίλου του, προβάλλοντας στην αφήγηση του τελευταίου τα δικά του παιδικά χρόνια, με τη λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ του αυτοβιογραφικού συγγραφέα και του αφηγητή του για την οποία μιλούσαμε πρωτύτερα να απειλείται αδιάκοπα με κατάρρευση.  

Με τα διηγήματα της συλλογής Από το ίδιο ποτήρι (1999), ο Φάις υιοθετεί και πάλι μιαν έκφραση εσωστρεφή και δραματική στην εκφορά της, συναιρεί διαφόρους τύπους λόγου στο εσωτερικό της αφήγησης, τους οποίους και ενισχύει με ένα έντονο στοιχείο σαρκασμού και αυτοσαρκασμού, αλλά εγκαταλείπει, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, την περιοχή του εαυτού.[6]  Το ατομικό και το αυτοβιογραφικό, παρόλα αυτά, θα επανέλθουν από μιαν άλλη δίοδο. Αντί για τον έναν, διπλασιασμένο ή διχοτομημένο εαυτό, που πρωταγωνιστεί στην Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου, τη δράση επωμίζονται τώρα πολλοί έκπτωτοι εαυτοί: ένας κόσμος μοναχικών, ημιπεριθωριακών και ψυχικά ή κοινωνικά ματαιωμένων υπάρξεων ενόσω παλεύουν με τη δύσκολη, αν όχι και παρανοϊκή τους μοίρα, ζώντας σε μια κατάσταση μόνιμης εξορίας.     

Κάπως έτσι θα φτάσουμε στο Aegypius monachus, όπου ο Φάις επανακάμπτει πλησίστιος στον εαυτό της αυτοβιογραφίας, που αποδεικνύεται περισσότερο απροκάλυπτος και λιγότερο συσχετιστικός. Το δράμα του ήρωα, που θα ταυτιστεί με τη μετωνυμία του μαυρόγυπα (η επιστημονική του ονομασία του δίνει στο βιβλίο τον τίτλο του), δεν είναι άλλο από την ατέρμονη αυτοαποκαθήλωσή του, από το άσβεστο μίσος του προς οτιδήποτε μπορεί να τον εξιδανικεύσει στα μάτια τα δικά του και των άλλων, από την πεποίθησή του πως είναι τόσο περικυκλωμένος από τον εαυτό του ώστε μπορεί ανά πάσα στιγμή να συρρικνωθεί έως αφανισμού.  Στο Aegypius monachus μπαίνουν σε δοκιμασία τα πάντα, ακόμα και η θεραπευτική αξία της λογοτεχνίας, που αν στην Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου καλείται να λειτουργήσει ως έναν κάποιο βαθμό απελευθερωτικά (κατά την έννοια του ότι γράφω τα πάθη μου σημαίνει πως λυτρώνομαι από το βάρος τους), εδώ εκπίπτει σε φυγή, σε εγνωσμένη αμαρτία και σε αναπόφευκτη γλωσσική αβελτηρία.

Προχωρώντας προς τη Lady Cortisol, το εκκρεμές θα κινηθεί εκ νέου μεταξύ αυτοβιογραφίας και βιογραφίας, μόνο που ως προς τη βιογραφία θα αναπλαστούν πραγματικά πρόσωπα. Με το μυθιστόρημα Το μέλι και η στάχτη του Θεού (2002), ο συγγραφέας θα κάνει λόγο για τον Τζούλιο Καΐμη (1897-1982), ζωγράφο, αρχιτέκτονα, μεταφραστή και μελετητή του λαϊκού πολιτισμού: έναν εβραίο λόγιο, στην εβραϊκή ταυτότητα του οποίου θα αντικατοπτριστεί και η εβραϊκή ταυτότητα του Φάις - μια ταυτότητα παρούσα σε όλα τα βιβλία του.[7] Ο εαυτός είναι πλέον μεταμφιεσμένος σε Άλλον και η αυτοβιογραφία έχει φορέσει κατάσαρκα το ρούχο της βιογραφίας. Με το αμέσως επόμενο  μυθιστόρημα, την Ελληνική αϋπνία (2004), στο προσκήνιο προβάλλει ο ποιητής και πεζογράφος Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896), ένα πρόσωπο στραμμένο αποκλειστικά στον εαυτό του: χωμένο στο καμίνι ενός εγώ το οποίο ανακαλύπτει όλο και πιο απόμακρες ή σκοτεινές πλευρές του εσωτερικού του κόσμου, υποταγμένο στο μοναδικό κέλευσμα που προκάλεσε ανυπόφορα ρίγη στη ζωή του - το γράψιμο.

Τα υλικά που αποθησαυρίζει ο Φάις στο μυθιστόρημα Κτερίσματα (2012) αποτελούν συντροφιά όχι για τον κάτω μα για τον επάνω κόσμο: μνημονικά υλικά που θα αντλήσουν οι ζωντανοί από την καθημερινότητα όσων έχουν χαθεί από καιρό ανεπιστρεπτί. Με την κρίσιμη διαφορά ότι τα υλικά αυτά, αντλημένα από τη ζωή μιας οικογένειας γιατρών στη δεκαετία του 1960, στιγματισμένης από τα εβραϊκές της μνήμες, δεν είναι αγαπημένα και η αξία τους αποκτά εκ των προτέρων (όπως και στο Aegypious monachus) ένα εκκωφαντικά αρνητικό πρόσημο: απέχθεια για τον μαλθακό χαρακτήρα του πατέρα και απέραντο (απροκάλυπτα ερωτικό) μίσος για την αποχώρηση της μάνας.  

 Η μοναχική παιδική και εφηβική ηλικία στην Κομοτηνή θα επανέλθει στο μυθιστόρημα Από το πουθενά (2015). Το σκηνικό για όλα αυτά τα πολύ γνωστά μας πλέον μοτίβα είναι το ψυχαναλυτικό ντιβάνι, ο θεμέλιος λίθος για τη Lady Cortisol, η οποία θα ακολουθήσει αμέσως μετά, ως το δεύτερο μέρος μιας άτυπης τριλογίας. Ένας συγγραφέας και η θεραπεύτριά του μιλούν συνεχώς, επί μήνες, επί χρόνια, επί μια ολόκληρη δεκαετία, χωρίς να ξέρουμε ποιος ακριβώς θεραπεύει ποιον, χωρίς να είμαστε σε θέση να ξεχωρίσουμε τον ψυχισμό του θεραπευτή από τον ψυχισμό του θεραπευόμενου. Τις συναντήσεις των δύο ηρώων συνοδεύουν σύντομες περιπλανήσεις ανά την υδρόγειο (από τη Νέα Υόρκη μέχρι τη Μαδρίτη και τη Μανίλα), όπου πλάσματα μονήρη και φοβικά, εγκλωβισμένα για πάντα στον εγωτισμό τους (το μείζον δράμα και τη μοναδική ελευθερία τους), θα αντιγράψουν, άλλοτε με περισσότερη και άλλοτε με λιγότερη πιστότητα, τις αντιδράσεις του ψυχαναλυτή και της ψυχαναλυόμενης. 

Ο δρόμος για τις ψυχαναλυτικές συνεδρίες της Lady Cortisol έχει ανοίξει διάπλατα. Η κορτιζόλη είναι η ορμόνη του άγχους και της κατάθλιψης και η κυρία η οποία πρωταγωνιστεί στον μονόλογο του Φάις βυθίζεται,  από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα, στον πανικό και τον φόβο. Γι’ αυτό ίσως και δεν ακούμε κανένα άλλο όνομά της κατά τη διάρκεια της δράσης ενώ το Lady Cortisol του τίτλου, που εμφανίζεται και στο εσωτερικό του κειμένου, επιτείνει ενδεδειγμένα την τρομώδη ατμόσφαιρα. Προς τι όμως ο πανικός και ο φόβος; Τι είναι εκείνο που κάνει την ηρωίδα να στριφογυρίζει σαν ποντίκι παγιδευμένο στη φάκα του; Από τις ενδείξεις που μας δίνουν τα συμφραζόμενα, η πρωταγωνίστρια πρέπει να είναι πολύ άβολα καθισμένη σε ψυχαναλυτικό ντιβάνι – ενδεχομένως ωστόσο και όχι. Όντας υποχρεωμένη να απαντά ακατάπαυστα σε ερωτήσεις που της απευθύνει ένας επίσης ανώνυμος άντρας, μπορεί να καταπιέζεται από τη μεθοδευμένα ουδέτερη φωνή του, μπορεί εντούτοις να συμβαίνει και κάτι άλλο: να έχει απλώς επινοήσει τον συνομιλητή της, να τον χρησιμοποιεί σαν ένα είδος κρυφού καθρέφτη που τη βοηθάει να υπομείνει τις απανωτές της κρίσεις σε ένα περιβάλλον παγερής μοναξιάς και απόλυτης απομόνωσης. Έτσι κι αλλιώς οι ερωτήσεις που δέχεται η τυραννικά μονολογούσα κυρία δεν είναι πάντοτε ερωτήσεις θεραπευτή (υποκύπτουν συχνά σε μιαν υπόγεια παράνοια) και το κυριότερο δεν διατυπώνονται ποτέ έξω από το παραλήρημά της: αποτελούν αντιθέτως παραμέτρους ενσωματωμένες στο δικό της κεντρομόλο, εμμονικό και αφόρητα επαναληπτικό σύμπαν – ένα σύμπαν που υποφέρει και πάσχει, για να παραπέμψω σε έναν στίχο του Νίκου Καρούζου, από ύπαρξη, που υπόκειται στις πολλαπλές παθολογίες και στα απροσμέτρητα κενά της ύπαρξης.  

Τι προσπαθεί παρόλα αυτά να πετύχει με τις απαντήσεις της η ηρωίδα; Σίγουρα όχι να ξεφύγει από τον πύρινο κύκλο της ο οποίος δεν αποκλείεται να της προσφέρει, τουλάχιστον κάποιες ώρες, και μια μαζοχιστική χαρά. Ένας από τους δρόμους που μπορούμε να πάρουμε για να κατανοήσουμε τις αντιδράσεις της είναι οπωσδήποτε ο ψυχαναλυτικός. Οι κανόνες του acting out λειτουργούν εδώ με όλες τις σημασίες που έχει η φράση στα αγγλικά: εξωτερικεύω, ατακτώ, παρεκτρέπομαι αλλά και παίζω επί σκηνής. Η Lady Cortisol παίζει επί σκηνής (με έναν τρόπο ανάμεσα σε τραγέλαφο και ασύδοτο αυτοσαρκασμό) τον εαυτό της και το σώμα της: τα παιδικά της χρόνια, τη λαιμητόμο της οικογενειακής της κληρονομιάς, τη θανατοφοβία της,  τις σεξουαλικές της ορέξεις (κάποτε σκέτα ψυχικά ξεφτίδια), τις φαντασιώσεις της περί πορνείας, καθώς και τα ομοφυλοφιλικά της απωθημένα. 

Ο άλλος δρόμος για να εξηγήσουμε τις απαντήσεις της ηρωίδας είναι η νεύρωση της γλώσσας και tης αφήγησης. Η εμπύρετη γλώσσα από την οποία έχει κατακλυστεί η πρωταγωνίστρια συνιστά κατά πάσα πιθανότητα τον μοναδικό λόγο για τον οποίο κρατιέται ακόμη εν ζωή, το μοναδικό μέσο για την έστω έγκλειστη επιβίωσή της. Ανάλογο έργο θα επωμιστεί και η αφήγηση: λέγοντας ιστορίες των οποίων η εμβρυώδης πλοκή καταλήγει σταθερά στο ίδιο σημείο, η Lady Cortisol δεν νοιάζεται για το νόημα και τον σκοπό τους αλλά  για την ηδονή που προσφέρει το φετίχ της ανακύκλωσής τους. Ο συγγραφέας θα εφαρμόσει στη νουβέλα του τεχνικές που προετοίμασαν τα προηγούμενα βιβλία του: εσωτερικό μονόλογο γυρισμένο στο τρίτο ενικό πρόσωπο, παρατεταμένους διαλόγους από τους οποίους απουσιάζουν πλήρως τα αφηγηματικά μέρη, ενσωμάτωση τρίτων φωνών, που θα πολλαπλασιάσουν τη φωνή του κεντρικού αφηγητή – κι όλα αυτά, σε ένα κείμενο σπασμωδικό, με συνεχείς συστροφές και επαναλήψεις, και με κάποιες νησίδες μόνο πλοκής.

Ο Φάις έχει γράψει ένα βιβλίο με σοφά μελετημένη αρχιτεκτονική και εξαιρετικά δυνατές εσωτερικές εντάσεις, πολύ κοντά, όπως εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε, στην προηγούμενη πεζογραφία του, αλλά ταυτοχρόνως και αρκετά μακριά της. Ένα βιβλίο, που μολονότι μοιάζει καταδικασμένο να ξετυλίξει τα ίδια πολυβασανισμένα θέματα, σηματοδοτεί ένα ταξίδι με ευδιάκριτους σταθμούς και καίριες εσωτερικές μετατοπίσεις: από την αυτοβιογραφία προς τη βιογραφία και τανάπαλιν - και από εκεί πάλι στη βιογραφία, που μεταμορφώνεται πια σε εξιστόρηση της ζωής των Άλλων.

Ένα βιβλίο που θα επαναληφθεί για μιαν ακόμα φορά, το ίδιο και ταυτοχρόνως εντελώς διαφορετικό (ως κατάληξη της άτυπης τριλογίας), στο τελευταίο μέχρι στιγμής μυθιστόρημα του Φάις, το Όπως ποτέ (2019), εισάγοντας εκ νέου στο κέντρο της αφήγησης την ψυχανάλυση και τις ζωές των Άλλων ως προβολών του εαυτού. Κυριαρχημένοι από τον εξοργισμένο μηδενισμό τους, οι ήρωες θα αγγίξουν εκόντες άκοντες τα όρια της ύπαρξης, αποδεικνύοντας πως η ψυχανάλυση δεν είναι παρά μια μάσκα: μια μάσκα που θέλει να κρύψει και την ίδια στιγμή να αποκαλύψει μιαν εκκωφαντική εκκένωση, μια τεράστια σπατάλη ζωής, που μοιάζει να μην έχει αντίτιμο, ούτε τρόπο να υπερβεί τον πύρινο κύκλο της.

Η μυθοπλασία δεν διεκδικεί ποτέ επίζηλη θέση στην πεζογραφία του Φάις, που αντί για τα όποια μυθοπλαστικά δρώμενα, προτιμά τη γλωσσική κάμινο τόσο της αφήγησης όσο και των μονολόγων ή των διαλόγων οι οποίοι παρεμβάλλονται στο κύλισμά της (εξ ου και ο θεατρικός  χαρακτήρας των διαλογικών μερών). Παρόλα αυτά, το Όπως ποτέ είναι το λιγότερο μυθοπλαστικό βιβλίο του, αν είναι καν μυθοπλαστικό. Χωρίς πλοκή και δράση (αν εξαιρέσουμε κάποιες υπερτοπικές ιστορίες αχνής γραμμής και εσκεμμένα ελάχιστης συνοχής), χωρίς αρχή, μέση και τέλος, χωρίς εξατομικευμένο δράμα (πώς να φιλοτεχνηθεί δράμα με έναν αφανισμένο εαυτό), χωρίς έκπτωση από κάποιο βάθρο, χωρίς ελπίδα και χωρίς προσδοκία για το οποιοδήποτε μέλλον, η σύνθεση του Φάις παραπέμπει, φωτίζοντας αναδρομικά και τις πιθανές πηγές της Lady Cortisol, στο Κτίσμα του Κάφκα, λόγω του αυτοεγκλεισμού και της αυτοπαρατήρησης του ήρωα (όπως εγκαίρως έχει επισημανθεί από την κριτική), θα έλεγα όμως πως περισσότερο επικοινωνεί με το θέατρο του Μπέκετ.

O εφιάλτης είναι εδώ και τόσο η Lady Cortisol όσο και Aegypious monachus, είτε παρακολουθήσουμε τις αφετηρίες τους είτε σταθούμε στις ύστερες αντανακλάσεις τους, συνιστούν ωχρές (μήπως να πω μαύρες;) φάρσες που δύσκολα θα μας αφήσουν να ξεφύγουμε, όπως κι αν κινηθούμε, όπως κι αν αντιδράσουμε, από τα επικίνδυνα μπλεγμένα δίχτυα τους.     

 

[1] Για το συσχετιστικό περιβάλλον της αυτοβιογραφίας, βλ. Paul John Eakin, ‘’Relational Selves, Relational Lives. The Story of the Story’’, στο G. Thomas Couser and Joseph Fichtelberg (editors), prepared under the auspices of Hofstra University, True Relations. Essays on Autobiography, Greenwood Press, Connecticut, 1995.    

[2] Για τη σχέση της αυτοβιογραφίας με το παρελθόν, βλ. Philip Dodd, ‘’Criticism and the Autobiographical Tradition’’, Modern Selves.  Essays on Modern British and American Autobiography, Frank Cassand Company Limited, London, 1986.  

[3] Για την αυτοβιογραφία ως έκφραση της εσωτερικής υπόστασης, βλ. Roy Pascal, Design and Truth in Autobiography, Harvard University Press, Cambridge, 1960.

[4] Για το πώς η βιογραφία κατασκευάζει το intimate picture, βλ. Carl Rollyson, Essays in Biography, iUniverse, Lincoln, Nebraska, 2005.   

[5] Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο όρος «αυτομυθιστόρημα» δεν μπορεί να φανεί χρήσιμος. Το αυτομυθιστόρημα συγκεντρώνεται εξ ολοκλήρου στο πρόσωπο του συγγραφέα, συχνά  χωρίς να αλλάζει καν το όνομά του, και βασίζεται σε μιαν απαραίτητη για το ίδιο αμφιλογία: από τη μια πλευρά παρουσιάζει τις αναφορές του ως απολύτως πραγματικές ενώ από την άλλη επείγεται να τις προβάλει ως προϊόντα καθαρής μυθοπλασίας.  

[6] Όπως εύλογα επισημαίνει ο Αλέξανδρος Νεχαμάς, The Anglo-Hellenic Review, No 41, Winter, 2010, «ο  Φάις, σ’ ένα σημείο, γράφει για τον τρόπο με τον οποίο ένας πιστός σταυροκοπιέται, ώστε να μεταμορφώσει το εφήμερο σε αιώνιο. Ένας άλλος τρόπος να το πετύχει κανείς αυτό είναι να γράφει σαν τον Φάις».

[7] Για τον εβραϊκό λόγο του Φάις, καλό είναι να κρατήσουμε τις παρατηρήσεις του Mark Mazower για την Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου, Mark Mazower, Bulletin of G-Greek Studies, University of Cambridge, No 17, 1995, που ισχύουν και για τη γενική γραμμή της πεζογραφίας του: «Η Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου είναι μια έξοχη αναδόμηση (η αποδόμηση) της ζωής και της ιστορίας της Κομοτηνής. Δεν υπάρχει η εκ των άνω φωνή της αυθεντίας, αλλά μια πολυποίκιλη συλλογή “συνηθισμένων” ιστοριών, το υλικό της Ιστορίας καθεαυτήν. Από τις πρώτες σελίδες, είναι προφανές ότι ο συγγραφέας έχει αποφασίσει να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο το ζήτημα της Ιστορίας. Ο αφηγητής παραδέχεται κενά στην ιστορική καταγραφή, αβεβαιότητες και απορίες. Αυτές οι παύσεις μπορούν να εκληφθούν ως υπονοούμενη μομφή κατά της “εθνικιστικής” σχολής της ελληνικής ιστορίας, για την προσήλωσή της στο θέμα της ελληνικής συνοχής και συνέχειας. Ολόκληρο το βιβλίο το διατρέχει σαν μαύρο νήμα, χωρίς όμως ποτέ να υπερτονίζεται, η εκτόπιση της εβραϊκής κοινότητας της Κομοτηνής κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο Φάις πετυχαίνει εκεί που πολλές ιστορικές εργασίες αστοχούν».