Βιβλιο

Σ. Χριστοδούλου: Αν πονάει η μνήμη, σημαίνει ότι είμαστε ζωντανοί

Το βιβλίο «Τρεις σκάλες Ιστορία» είναι ένα βιβλίο «ενδοσκόπησης, για την αναπηρία που σημάδεψε τις ζωές μας σχεδόν μισό αιώνα τώρα»

Γιούλη Τσακάλου
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη: Ο Σταύρος Χριστοδούλου μιλάει στην ATHENS VOICE για την Κύπρο και για το νέο του βιβλίο «Τρεις σκάλες ιστορία» (εκδόσεις Καστανιώτη)

Το μυθιστόρημα του Σταύρου Χριστοδούλου «Τρεις σκάλες Ιστορία», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, πραγματεύεται τη σύγχρονη κυπριακή ιστορία. Στο βιβλίο, ο βραβευμένος συγγραφέας (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος της Κύπρου 2018 και Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2020 για το βιβλίο «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός», εκδ. Καστανιώτης) και δημοσιογράφος θέτει ερωτήματα και αφήνει τον αναγνώστη να οδηγηθεί στα δικά του συμπεράσματα. Είτε πρόκειται για τις μυλόπετρες του χρόνου που αλέθουν τις συνειδήσεις, είτε για τα αδικαίωτα θύματα του πραξικοπήματος και της εισβολής, είτε για την έννοια της πατρίδας, έπειτα από μισό αιώνα, οι απαντήσεις προκύπτουν μέσα από την προσωπική ανάγνωση του καθενός. Η Ιστορία δεν καταγράφεται ως μονολιθική αλήθεια αλλά σαν μια σύνθεση αντιθέσεων.

Στον πυρήνα του βιβλίου εμπεριέχεται το υπαρξιακό ερώτημα: μπορεί η μνήμη να διασωθεί από τη φθορά του χρόνου; Ο στίχος του Σεφέρη «η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί» διατρέχει την ιστορία και καθορίζει την κεντρική ηρωίδα η οποία 43 χρόνια μετά συνεχίζει να βιώνει επώδυνα όσα έζησε το τρομακτικό καλοκαίρι του 1974. Η Χλόη Αρτεμίου, θύμα κατ’ επανάληψη βιασμού στην κατεχόμενη από τους Τούρκους Λάπηθο, δεν μπορεί να ξεχάσει. Σε αντίθεση με τους περισσότερους γύρω της οι οποίοι αναπτύσσουν αντισώματα και ζουν «φυσιολογικά» παρά τη συναισθηματική αναπηρία που τους προκάλεσε ο πόλεμος.

Καθώς η κεντρική ηρωίδα αποφασίζει να επιστρέψει στον τόπο του εγκλήματος, 29 χρόνια μετά την εισβολή όταν άνοιξαν για πρώτη φορά τα οδοφράγματα, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σύνθετη πραγματικότητα. Συνειδητοποιεί ότι ο αδηφάγος χρόνος τρώει σαν σαράκι έννοιες που άλλοτε θεωρούνταν αδιαπραγμάτευτες, όπως αυτή της πατρίδας. Όλα είναι ξεκάθαρα όταν πρόκειται γι’ αυτούς που με τη βία ξεριζώθηκαν από τα σπίτια τους (τους ελληνοκύπριους πρόσφυγες) κι αυτούς που εγκαταστάθηκαν στα κατακτημένα εδάφη (τουρκοκύπριους και εποίκους). Τι γίνεται όμως με τα παιδιά που γεννήθηκαν μετά το 1974; Πώς προσδιορίζεται η έννοια της πατρίδας για ένα κορίτσι όπως η Έζρα, η οποία μεγαλώνει στο εφηβικό δωμάτιο της Χλόης Αρτεμίου;

© Μαρίνα Σιακόλα

Το «Τρεις σκάλες Ιστορία», αν και πραγματεύεται τη σύγχρονη κυπριακή ιστορία, δεν αυτοπροσδιορίζεται ως ιστορικό μυθιστόρημα. Πρόκειται για καθαρή μυθοπλασία, η οποία όμως διαθέτει στέρεο ιστορικό υπόβαθρο. Η καταγραφή των γεγονότων είναι ακριβής και συνεπής στις ιστορικές πηγές, τον αφηγηματικό όμως τόνο δίνει η ελευθερία με την οποία χτίζονται οι χαρακτήρες. Η προβληματική έως και τοξική σχέση της ηρωίδας με τη μητέρα της, για παράδειγμα, είναι ένας άξονας που τέμνει οριζόντια το βιβλίο.

Αν πρέπει να χωρέσει σε μια φράση μόνο το μυθιστόρημα, αυτή θα ήταν: «Ένα σύγχρονο ψυχολογικό δράμα ενταγμένο στο μεγάλο κάδρο της Ιστορίας».

Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου ο Σταύρος Χριστοδούλου μάς μίλησε για όλα: για τη ζωή και τη δουλειά του, για το λογοτεχνικό τοπίο, για τη μνήμη, για το χρέος, για την έμπνευση και για τις συνθήκες γραφής.

Τι σηματοδοτεί για εσάς, κύριε Χριστοδούλου, η συγγραφή του μυθιστορήματος «Τρεις σκάλες Ιστορία» από τις εκδόσεις Καστανιώτη;
Η Πόπη Μουπαγιατζή, επιμελήτρια και στα τρία μου βιβλία, σε μια ανάρτηση με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου ανέφερε κάτι που ίσως απαντά στην ερώτησή σας: «Ο Σταύρος Χριστοδούλου έγινε συγγραφέας για να γράψει αυτό το βιβλίο». Ίσως ακούγεται υπερβολικό, όμως στ’ αλήθεια έτσι ακριβώς αισθάνομαι. Είναι ένα βιβλίο ενδοσκόπησης, γι’ αυτή την αναπηρία που σημάδεψε τις ζωές μας σχεδόν μισό αιώνα τώρα. Η ηρωίδα μου, η Χλόη, είναι μια γυναίκα - χώρα διάσπαρτη από ψηλά βουνά και βαθιές χαράδρες.

Έχω την αίσθηση ότι το άρωμα της καταγωγής κάθε συγγραφέα τον επηρεάζει και τον οδηγεί σε συγκεκριμένα θέματα για έμπνευση. Ισχύει;
Όχι απαραίτητα. Στα προηγούμενα δύο μου μυθιστορήματα η εντοπιότητα ελάχιστα επηρέασε τη θεματική μου. Το «Τρεις σκάλες Ιστορία» είναι ένα βιβλίο για την Κύπρο αλλά μιλάει για πράγματα που ξεπερνούν τα γεωγραφικά όρια του νησιού. Αυτή τουλάχιστον ήταν η συγγραφική πρόθεση. Η μνήμη είναι ο κεντρικός άξονας του βιβλίου. Με ό,τι αυτή εμπεριέχει μετά από εκείνο το τρομακτικό καλοκαίρι: Την έννοια της πατρίδας, το δίκαιο, τις στραπατσαρισμένες ζωές και τον χρόνο που τα καταπίνει όλα.

Το βιβλίο σας διατρέχει τη σύγχρονη Ιστορία της Κύπρου και μάλιστα μέσα από αληθινά περιστατικά, όπως λέτε, χωρίς να αυτοπροσδιορίζεται ως ιστορικό μυθιστόρημα. Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε να ασχοληθείτε με αυτή την περίοδο της Κύπρου, η οποία ως θέμα ίσως να είναι και κορεσμένο;
Το βιβλίο δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα, αν και υπάρχει ένα στέρεο ιστορικό υπόβαθρο. Η ιστορία επίσης δεν είναι αληθινή, αν και υπάρχουν παντού ψήγματα αλήθειας. Διάβασα πολύ προτού ξεκινήσω να γράφω, ιστορικά ντοκουμέντα και δεκάδες μαρτυρίες, όμως από την αρχή ήξερα πολύ καλά τι ήθελα να κάνω. Με ενδιέφερε η μυθοπλασία με όλη την ελευθερία που αυτή προσφέρει στο πλάσιμο των χαρακτήρων. Όσο για το αν είναι το θέμα κορεσμένο, θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω. Δεν έχουν γραφτεί τόσα πολλά μυθιστορήματα -αναφέρομαι σε καθαρή μυθοπλασία- που αντλούν από την κυπριακή τραγωδία του ’74.

Ποιες δυσκολίες συναντήσατε, προκειμένου να ρίξετε φως σ’ αυτή την εποχή;
Δυσκολίες δεν βρήκα. Απλώς δούλεψα περισσότερο το κομμάτι της έρευνας. Πήγα στα κατεχόμενα και περπάτησα στους χώρους που έζησαν οι ήρωές μου. Πήγα επίσης στην Κωνσταντινούπολη, μια πόλη που γνωρίζω αρκετά καλά, αυτή τη φορά όμως αναζητώντας τις πατημασιές του Αχμέτ Ντογάν. Για μένα το μεγάλο ζητούμενο, από το πρώτο μου κιόλας βιβλίο, είναι οι ήρωές μου να έχουν σάρκα και οστά. Για να μην είναι λοιπόν καρικατούρες πρέπει να γνωρίζω όχι μόνο τη διαδρομή τους αλλά και όλα όσα επέδρασαν στον χαρακτήρα τους. Ο Αχμέτ βίασε τη Χλόη κατ’ εξακολούθηση εκείνο το καλοκαίρι. Τι σόι άντρας ήταν άραγε πριν από το ’74; Και πώς πορεύτηκε μετά στη ζωή του; Αυτά είχα κατά νου όταν ταξίδεψα στην Πόλη.

Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου σας μας μεταφέρετε στην κόλαση της περιόδου 1974 της Κύπρου ψάχνετε να ανακαλύψετε και να δικαιολογήσετε μέσω της Χλόης Αρτεμίου καταστάσεις ανεξερεύνητες. Δεν είναι δύσκολο για τους αναγνώστες να κατανοήσουν τον κόσμο της και την όλη συμπεριφορά της μετά τον βιασμό;
Δύσκολο σίγουρα. Αν όχι και ακατόρθωτο… «Γιατί δεν το ρίχνεις;» την πίεζαν όλοι. Σκεφτείτε ότι τότε, ακόμα και η Εκκλησία, ενέκρινε τις εκτρώσεις των βιασμένων γυναικών. «Γιατί και να το ρίξω αυτό θα μεγαλώνει μέσα στο κεφάλι μου» είπε στον πατέρα της όταν πλέον ήτανε σίγουρη πως θα κράταγε το παιδί. Κανείς με «κανονική» ζωή δεν μπορεί να καταλάβει μια γυναίκα όπως την Χλόη ή τη φίλη της την Αθηνούλα. Χρόνια πολλά, δεκαετίες ολόκληρες ζούσαν με αυτό το ανοιχτό τραύμα, ενώ οι άλλοι γύρω τους προχωρούσαν, βολεύονταν, ξεχνούσαν…

Παρά το ζοφερό θέμα του βιβλίου, στην αφήγησή σας υπάρχει συχνά μια ανάγκη να δικαιολογήσετε κάποιες καταστάσεις. Πρόκειται για μια επιλογή τεχνικής φύσης ή για έναν ψυχολογικό μηχανισμό άμυνας του αφηγητή απέναντι σε όσα θλιβερά αφηγείται;
Αν αναφέρεστε στον τρόπο που κτίζω τους χαρακτήρες θα σας πω ότι η αγωνία μου δεν είναι να τους δικαιολογήσω αλλά να τους καταλάβω. Οι άνθρωποι δεν είμαστε μονοσήμαντοι οπότε το ίδιο πρέπει να ισχύει και με τους λογοτεχνικούς ήρωες. Οι «καλοί» και οι «κακοί» είναι απλώς γραφικοί. Εγώ ακόμα και τους κατά τεκμήριο αρνητικούς χαρακτήρες προσπάθησα να τους αντιμετωπίσω πολυπρισματικά. Ένα παράδειγμα είναι ο βιαστής, ένα άλλο και ενδεχομένως πιο χαρακτηριστικό είναι ο πατέρας της Χλόης ο οποίος είχε εμπλοκή στην παρακρατική οργάνωση ΕΟΚΑ Β. Δεν πρόκειται λοιπόν για την όποια δική μου άμυνα, αλλά για τη δική τους αλήθεια.

Θεωρείτε ότι στην Ελλάδα δεν έχουν πολλή γνώση για την Ιστορία της Κύπρου;
Η γενιά μου και οι μεγαλύτεροι από εμάς πιστεύω πως έχουν. Η σχέση τους άλλωστε με τα ιστορικά γεγονότα είναι και βιωματική. Οι νεαρότεροι όμως έχω την αίσθηση πως γνωρίζουν λίγα και τους αφορούν ακόμα λιγότερα. Η ευθύνη όμως δεν βαραίνει αυτούς αλλά όσους επιβαρύνονται με το καθήκον να τους μάθουν Ιστορία. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Κύπρο.

Διαβάζοντας το βιβλίο σας μου δημιουργήθηκαν πολλά ερωτήματα. προβληματισμοί και συγκινήσεις. Προσπάθησα να μπω στα παπούτσια των ηρώων σας, μου ήταν πολύ δύσκολο. Ελληνοκύπριοι ξεριζώθηκαν από τα σπίτια τους βρέθηκαν πρόσφυγες άλλοι εγκαταστάθηκαν στα κατακτημένα εδάφη (τουρκοκύπριοι έποικοι). Τι γίνεται όμως με τα παιδιά που γεννήθηκαν μετά το 1974; Πώς προσδιορίζεται η έννοια της πατρίδας γι’ αυτά όπως η Έζρα, η οποία μεγαλώνει στο εφηβικό δωμάτιο της Χλόης Αρτεμίου;
Αγγίζετε ένα από τα πιο ευαίσθητα θέματα του βιβλίου. Όλα είναι ξεκάθαρα όταν μιλάμε γι’ αυτούς που διώχθηκαν ή γι’ αυτούς που εισέβαλαν. Η Έζρα είναι ένα κορίτσι στην εφηβεία που ό,τι αντιλαμβάνεται ως πατρίδα βρίσκεται σε εκείνο το κτήμα στη Λάπηθο. Το οποίο είναι οι τρεις σκάλες γης που φύτεψε ο παππούς της Χλόης και το σπίτι που ανήκει στον πατέρα της Χλόης και το δωμάτιο που κοιμόταν η Χλόη ώσπου ξέσπασε το κακό. Αυτός είναι ο κόσμος της Έζρα και εγώ αφήνω τον αναγνώστη να προβληματιστεί χωρίς να δίνω μασημένες απαντήσεις. Αυτή άλλωστε είναι μία από τις πιο δύσκολες και ευαίσθητες πτυχές του Κυπριακού σε σχέση με τη λύση.

Η κεντρική σας ηρωίδα Χλόη Αρτεμίου, θύμα κατ’ επανάληψη βιασμού στην κατεχόμενη από τους Τούρκους Λάπηθο, δεν μπορεί να ξεχάσει, 43 χρόνια μετά συνεχίζει να βιώνει επώδυνα όσα έζησε το τρομακτικό καλοκαίρι του 1974. Αναρωτιέμαι θα μπορέσει να δικαιωθεί ποτέ αυτή η γυναίκα; Ή θα πρέπει να ζήσει αιώνια με τη συναισθηματική αναπηρία που της προκάλεσε ο πόλεμος;
Η Χλόη ζει με αυτό το τραύμα και θα συνεχίσει να ζει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Κάποια στιγμή αποφασίζει ότι ο μόνος τρόπος για να ξορκίσει τον παλιό φόβο είναι να αντικρύσει τον βιαστή της στα μάτια. Ας αφήσουμε όμως τον αναγνώστη να ανακαλύψει τι γίνεται τελικά… Το ερώτημα είναι άλλο: Με εμάς τους υπόλοιπους τι γίνεται; Αναφέρω ένα στίχο του Τάσου Λειβαδίτη στο βιβλίο που αγγίζει τον πυρήνα του τι προσπάθησα να αναδείξω ως προβληματισμό: «Ό,τι ζήσαμε χάνεται, γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου…». Περί αυτού πρόκειται δυστυχώς.

Ζητούν ειρήνη οι Λαοί… σε τέτοιες περιπτώσεις είναι εφικτό να ζεις με τον βασανιστή και εχθρό σου, μπορείς να συμβιβαστείς με την ιδέα στο όνομα του «καλού όλων»;
Η ζωή δεν περιμένει. Αυτή είναι η μόνη αδιαπραγμάτευτη αλήθεια που εγώ γνωρίζω. Έχουν περάσει 46 χρόνια από εκείνο το καλοκαίρι. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε, όμως οφείλουμε να προχωρήσουμε αν δεν θέλουμε να ζούμε σε μισό νησί και σε καθεστώς παρατεταμένης ανασφάλειας. Στην πολιτική αυτό λέγεται οδυνηρός συμβιβασμός. Προσωπικά δεν θα σταματήσω να ελπίζω για τη λύση του Κυπριακού…

© Μαρίνα Σιακόλα

Αναρωτιέμαι μπορούν να συνυπάρχουν Τούρκοι και Κύπριοι στην ίδια πατρίδα;
Μπορούν να συνυπάρχουν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι με τις ασφαλιστικές δικλίδες μιας λειτουργικής και βιώσιμης λύσης.

Τι είναι αυτό που σας πληγώνει σήμερα και τι αυτό που σας δίνει χαρά σε σχέση με την Κύπρο;
Το ξεδοντιασμένο κράτος του ’60 περισσότερο με θυμώνει παρά με πληγώνει θα έλεγα. Τα σκάνδαλα διαφθοράς έχουν πνίξει με την μπόχα τους τον τόπο. Χαρά αντλώ από πολλά πράγματα. Μικρά και καθημερινά συνήθως…

“Αν δεν τολμάς, είσαι καταδικασμένος να υπηρετείς αυτούς που τολμούν”. Πώς θα τολμήσουμε, κύριε Χριστοδούλου, να διεκδικήσουμε μια πατρίδα λεύτερη;
Θα τολμήσουμε μόνο αν μάθουμε την Ιστορία. Αν κοιτάξουμε επιτέλους κατάματα πρώτα τις δικές μας ευθύνες κι ύστερα των άλλων. Είναι εύκολα τα αναθέματα, τα παχιά λόγια και η πατριωτική γυμναστική. Το δύσκολο είναι να παραμείνουμε συνεπείς στον εφηβικό αθώο μας εαυτό. Αυτές τις ημέρες συντελείται μια τρίτη εισβολή στο Βαρώσι μετά την απόφαση των Τούρκων να ανοίξουν την περίκλειστη πόλη. Σας διαβεβαιώνω ότι η είδηση για το κλείσιμο των εστιατορίων στις 10:30 μ.μ., λόγω Covid -19, έπαιξε πιο ψηλά… 

Στο προσωπικό σας ημερολόγιο ποια ημέρα της ζωής σας θα έμενε ανεξίτηλη;
Όταν περπάτησα τη γέφυρα που ενώνει τη Βούδα με την Πέστη αποφασίζοντας ότι εγκαταλείπω όχι μόνο την ιατρική αλλά και τα πρέπει των άλλων. Θα τη θυμάμαι πάντοτε ως την ημέρα της ουσιαστικής μου ενηλικίωσης.

Τι σημαίνουν για εσάς οι λέξεις: Πατρίδα, Κύπρος, Ιστορία, Μοίρα, Λάθος;
Δεν θα πρωτοτυπήσω λέγοντάς σας ότι για πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία. Συνώνυμο της πατρίδας είναι η Κύπρος και Ιστορία ό,τι είναι γραμμένο στο εθνικό και πολιτιστικό μας DNA. Στη μοίρα δεν πιστεύω και τα λάθη είναι καλοδεχούμενα αλλιώς η ζωή θα ήταν πολύ πληκτική.

© Μαρίνα Σιακόλα

Μπορεί η σημερινή οικονομική κρίση να μας οδηγήσει σε επανεξέταση του τρόπου ζωής μας και των αξιών μας;
Η επανεξέταση προκύπτει αναγκαστικά καθώς όπως όλοι καταλάβαμε, με τον δύσκολο μάλιστα τρόπο, “the party is over”. Θα βάλουμε άραγε μυαλό και θα οδηγηθούμε σε ένα πιο ισορροπημένο και ποιοτικό τρόπο ζωής; Προσωπικά κρατάω μικρό καλάθι, κατά τον ίδιο τρόπο που δεν πείσθηκα από τις φιλοσοφίες περί αναθεώρησης των αξιών κατά την περίοδο του πρώτου lockdown.

Υπάρχει ένας στίχος του Σεφέρη που λέει «η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί». Πιστεύετε ότι μπορούν να επουλωθούν οι πληγές του χτες και να προχωρήσουμε στο σήμερα;
Κατ’ αρχάς είναι υγιές να πονάει η μνήμη. Αυτό σημαίνει ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί με ενεργά αντανακλαστικά. Δική μου ελπίδα είναι ότι θα προχωρήσουμε, απελευθερωμένοι από τα βαρίδια του παρελθόντος και χωρίς να έχουμε υποστεί λοβοτομή.

Να ελπίζουμε στη νέα γενιά;
Μα ο κόσμος είναι φτιαγμένος για τους νέους. Και να ελπίζουμε λοιπόν και να τους δίνουμε την άπλα που χρειάζονται για να αναπνεύσουν.

Σ’ ένα ιδανικό κόσμο, πως θα θέλατε να ήταν ιεραρχημένα τα πράγματα;
Θα ήθελα να είχαν τον πρώτο λόγο οι ποιητές.

Μια τελευταία ερώτηση, ο Σταύρος Χριστοδούλου νιώθει περισσότερο συγγραφέας ή δημοσιογράφος;
Είμαι 30 χρόνια δημοσιογράφος οπότε αυτό το χούι θα φύγει μάλλον τελευταίο. Η μεγάλη αγάπη μου όμως τώρα πια είναι η λογοτεχνία.