Βιβλιο

Ο Μεσάζων: Όταν η παιδική αθωότητα συναντά τον κόσμο των ενηλίκων

Το βιβλίο «Ο Μεσάζων» μου έφερε στο νου το φιλμ «The go between» του Τζόζεφ Λόουζι με τη Τζούλι Κρίστι και τον Άλαν Μπέιτς

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 758
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Ο μεσάζων» του Λ.Π. Χάρτλεϊ: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Σαν για να παρατείνει κάπως το καλοκαίρι που σβήνει σιγά-σιγά τα φαναράκια των πυγολαμπίδων του και τις φωνές των τζιτζικιών, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το μυθιστόρημα του Λ. Π. Χάρβεϊ, «Ο μεσάζων». Ο τίτλος μού έφερε στο νου μια ταινία που είχα δει κάποτε, αρχές της δεκαετίας του ’70, που ονομαζόταν «The go between». Από εκείνο το φιλμ, που είχε σκηνοθετήσει ο Τζόζεφ Λόουζι κι έπαιζαν η Τζούλι Κρίστι και ο Άλαν Μπέιτς, μου είχε μείνει μια γλυκιά ανάμνηση, σαν μια νοσταλγία για κάτι που χάθηκε οριστικά, καθώς και εικόνες φευγαλέες ενός αγοριού που έτρεχε ανάμεσα σε φυλλώματα στην εξοχή μεταφέροντας μηνύματα απαγορευμένα. Η ταινία είχε βασιστεί στο βιβλίο του Χάρτλεϊ και το σενάριο είχε γράψει ο Χάρολντ Πίντερ.

Και να που τώρα είχα στα χέρια μου μεταφρασμένο το ίδιο εκείνο μυθιστόρημα που εκδόθηκε στην Αγγλία κάπου εβδομήντα χρόνια πριν. Το πήρα μαζί μου σ’ ένα σύντομο ταξίδι μου στην Κρήτη, κι εκεί το διάβασα ξαπλωμένος στο παιδικό μου δωμάτιο ενώ έξω λυσσομανούσε ο νοτιάς κι έφτανε περίλυπη η φωνή του γκιόνη. Κάτι θρηνητικό υπήρχε στην ατμόσφαιρα που δεν ήξερα αν οφειλόταν στον κατάκοιτο πατέρα μου ή στις σελίδες του βιβλίου.

Ένα αγόρι που ετοιμάζεται να γιορτάσει τα γενέθλια των 13 χρόνων του φτάνει σε μια εξοχική έπαυλη κοντά στο Νόργουιτς, καλεσμένος από τον συνομήλικο φίλο του για να περάσουν μαζί τις καλοκαιρινές διακοπές. Εκεί μαγεύεται από την εικοσάχρονη αδελφή του φίλου του, μια ξανθιά νεράιδα που την προορίζουν να παντρευτεί τον λόρδο της περιοχής, έναν τριαντάρη άντρα που έχει παραμορφωθεί αποτρόπαια σε κάποιον από τους πολέμους της εποχής. Μα η ωραία διόλου δεν ποθεί το τέρας. Αντίθετα, είναι ερωτευμένη σφόδρα μ’ έναν εύρωστο αγρότη που δεν μένει βέβαια σε κάποιο αριστοκρατικό μέγαρο αλλά στη Μαύρη Φάρμα, ένα φτωχικό παράσπιτο κολίγου. Τις δύο κατοικίες χωρίζει ένα ποτάμι που χρησιμοποιείται ενίοτε και για βουτιές.

Οι δυο ερωτευμένοι νέοι, η πλούσια ξανθιά κι ο φτωχός αγρότης, χρησιμοποιούν το δεκατριάχρονο αγόρι ως αγγελιοφόρο για να μεταφέρει τα κρυφά τους μηνύματα με τα οποία κανονίζουν τις ηδονόχαρές τους συναντήσεις. Το αγόρι, γοητευμένο από την ξανθιά κόρη, γίνεται εύκολα υποχείριό της και εκτελεί ευσυνείδητα τα χρέη του ως μεσάζοντας τρέχοντας κάθε λίγο και λιγάκι ανάμεσα σε θημωνιές, καλαμιώνες και γεφύρια έχοντας στην τσέπη του την ερωτική επιστολογραφία των δυο αχρείων –για την κοινωνία– εραστών.

Όμως υπάρχει και ο παραμορφωμένος λόρδος που ασκεί κι αυτός τη γοητεία του στο νεαρό παιδί. Μια γοητεία που οφείλεται στην κοινωνική του θέση και στα πολεμικά του ανδραγαθήματα. Το τρίγωνο έχει ολοκληρωθεί. Αλλά πρέπει να σπάσει. Τα μάγια οφείλουν να λυθούν. Και ο μεσάζων θα πάρει την κατάσταση στα χέρια του.

Τούτο το μυθιστόρημα μου έφερε στο νου τον «Εραστή της λαίδη Τσάτερλι» – χωρίς τις ερωτικές σκηνές. Εκεί ο λόρδος είναι καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, εδώ παραμορφωμένος. Εκεί η λαίδη απιστεί μετά τον γάμο, εδώ πριν τον γάμο. Εκεί το τρίτο πρόσωπο είναι κηπουρός, εδώ αγρότης. Όμως εδώ, στον «Μεσάζοντα», αντικρίζουμε την αθωότητα ενός αγοριού που βρίσκεται μπροστά στον κόσμο των ενηλίκων, μια αθωότητα που χάνεται βίαια, όπως χάνεται και το θέρος εκείνο από τη ζωή του, όπως χάνεται κάθε χρυσή εποχή, όπως χάνεται –ωιμέ!– η νιότη.

(Ευτυχώς για εμάς, παραμένει η λογοτεχνία.)