Βιβλιο

Θωμάς Κοροβίνης: «Έχω φρόνημα και δεν κάθομαι φρόνιμα»

«Ο υπάλληλος, η νοικοκυρά, ο γιάπης, δεν μου λένε τίποτε. Το ψωμί της δημιουργίας είναι για μένα οι αποκλίνοντες, οι παρίες, οι αντάρτες...»

Γιούλη Τσακάλου
ΤΕΥΧΟΣ 758
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη: Ο Θωμάς Κοροβίνης μιλά για τη γραφή, τον πολιτισμό, το σχολείο, τις σχέσεις μας με τους Τούρκους

Ανάμεσα, στις αγροτικές ασχολίες στο κτήμα του σε μια εύπορη πεδιάδα κοντά στον Βόλο, δίπλα στη θάλασσα και τη γραφή, ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης πάντα με ένα μεταξωτό φουλάρι στον λαιμό και ένα μαντήλι, βρήκε τον χρόνο να έχει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνομιλία μαζί μας. 

Είστε πολυτάλαντος και πολυσχιδής, μουσικός, συγγραφέας και πρώην καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Συγχρόνως ασχολείστε με το κτήμα σας στα Λεχώνια Πηλίου. Πώς τα προλαβαίνετε όλα;
Το «δεν έχω χρόνο» είναι καθημερινή τσίχλα για τεμπελχανάδες και «νύφες αργοστόλιστες», που λέει ο Παπαδιαμάντης. Η δημιουργία δεν είναι ζήτημα έμπνευσης, είναι θέμα καθήκοντος. Όπως οι φυσικές μας ανάγκες. Ακάματος είμαι αλλά ζηλεύω άλλους πολύ πιο αποδοτικούς στη δουλειά τους. Από ξυλουργούς μέχρι επιστήμονες.

Ο κόσμος μας αλλάζει ραγδαία. Μέσα σε αυτόν ο συγγραφέας, ο ποιητής, πώς υπάρχει, πώς συμπεριφέρεται; Είναι εύκολο να απομονώνεται για να γράψει, όπως εσείς στο Πήλιο;
Η φύση είναι πλανεύτρα και με τραβάει σαν τον μαγνήτη. Οι ασίγαστες ομορφιές του Πηλίου δεν χάνουν ποτέ τη μαγεία τους. Αποδίδω καλύτερα στο άστυ, δίπλα στους άλλους, σε καφενεδάκια, σε σταθμούς, σε καπηλειά.

Άλλαξε κάτι για σας μετά από το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας;
Απλώς το χάρηκα. Μα δεν είμαστε χώρα, πολιτεία και λαός, που αποδίδει δίκαιο. Υπάρχουν αξιότεροι από μένα που δεν έλαβαν ποτέ τιμές. Και πιο παρακατιανοί που τους τίμησαν σαν Καίσαρες. Επομένως;

Δύο πόλεις, η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη, στις οποίες συχνά αναφέρεστε, τι κοινό έχουν και πια είναι η θέση τους στη ζωή σας;
Είναι οι πόλεις που ορίζουν το είναι μου. Κυρίως η μυθολογία τους με τρελαίνει. Η ιστορική τους διαδρομή και οι θρύλοι τους έχουν πολλά κοινά. Όμως οι πόλεις δεν είναι αρχαίες πέτρες, είναι οι σύγχρονοι άνθρωποι. Κι οι μεταλλαγμένοι κάτοικοί τους έχουν χαλαρή ή ανύπαρκτη σχέση με το παρελθόν τους. Γι’ αυτό τις καταντούν όλο και πιο απωθητικές.

Θωμάς Κοροβίνης

Είπατε: «Υπέγραψα απ’ τους πρώτους τη λίστα υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών! Το πληρώνεις αυτό, όμως, στην πόλη σου» (τη Θεσσαλονίκη). Τι εννοείτε, «τα ακούσατε από κάποιους»;
Μια σαλεμένη λαχειοπώλης με έβριζε στην πλατεία Αγίας Σοφίας, «εσύ πούλησες τη Μακεδονία». Θλιβερό. Δεν υπέγραψα τόσο επειδή το πίστευα, όσο για να λιγοστέψουν οι φωνές των ανελλήνιστων εθνοφασιστών.

Ποια είναι τα κοινά χαρακτηριστικά που έχουμε με την τουρκική κοινωνία; Έχουμε διαφορές να χωρίσουμε οι δύο λαοί ή τα δημιουργούν όλα οι εκάστοτε κυβερνήσεις;
Έχουμε διαφορές, νοοτροπίας, θρησκείας, ιστορικών αναφορών, λιγότερες όμως απ’ ό,τι με άλλους γείτονες. Οι κυβερνήσεις είναι πιόνια, το κράτος φτιάχτηκε για να μας εξαπατά και να μας απομυζά. Και δεν το ’χει σε τίποτα να στείλει τους εικοσάρηδές μας να γίνουν σφάγια στον βωμό των συμφερόντων των ασύδοτων εταιριών που κάνουν το κουμάντο διεθνώς.

Είστε ένας άνθρωπος ζυμωμένος με τον λαϊκό πολιτισμό, τη λογοτεχνία και τη μουσική. Στο κτήμα σας στον Βόλο συχνά γίνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις που στηρίζουν δημιουργούς και λογοτεχνία, μια ανάσα πολιτισμού. Θεωρείτε ότι αυτό πρέπει να γίνεται περισσότερο και από άλλους ομότεχνους σας; Ή από την πολιτεία;
Η πολιτεία, όταν τη συμφέρει, μοιράζει τον πακτωλό σε λίγους ημετέρους, άξιους ή άχρηστους. Κάποιοι λιγότεροι παίρνουν κάτι ψίχουλα και η πλέμπα μένει εκτός. Οι εκδηλώσεις στο κτήμα γίνονται απ’ το τίποτα με μεγάλη επιτυχία. Τα καλά πολιτιστικά αποτελέσματα στην πατρίδα μας δεν γίνονται με κονδύλια, αλλά με εθελοντική προσφορά.

Γνωρίζω ότι τελευταίο σας έργο με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο θα ανέβει στο θέατρο με πρωταγωνιστή τον Στέλιο Μάινα.. θέλετε να μας πείτε κάτι γι’ αυτό;
Είναι δυνατό έργο και αποφασίσαμε με τον φίλο μου τον Στέλιο να το ανεβάσουμε, σχεδόν πριν εκδοθεί. Στα σχέδια είναι κι ένα άλλο αδημοσίευτο έργο μου, «Να πεθάνει ο Χάρος», να το παίξουμε με τον φίλο Δημήτρη Πιατά. Μπορεί να δοκιμαστώ και ως ηθοποιός. Κι ένα τρίτο, με την κυρία Χρύσα Ρώπα να ανεβάσουμε τον τολμηρό μονόλογο «Ο κατάδεσμος», που λες και γράφτηκε για το ταμπεραμέντο της. Μακάρι να πραγματοποιηθούν τα σχέδιά μας. Μου δίνει μεγάλη χαρά το όνειρο.

Στον «Κατάδεσμό» σας, η ηρωίδα έχει μια ιδιαίτερη συμπεριφορά με τον άντρα της, μπορώ να πω επεισοδιακή, απ’ την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Συμπεριφορά που έχουμε συνηθίσει κυρίως από άντρες. Πιστεύετε ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα στην σημερινή εποχή;
Η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη ήταν η πρώτη γυναίκα που άναψε τσιγάρο σ’ ένα καφενείο της Ομόνοιας, σ’ ένα περιβάλλον αμείλικτων ανδρών. Αυτή και η Γαλάτεια Καζαντζάκη ήταν πρωτοπόρες του φεμινισμού στην Ελλάδα. Τα πράγματα σιγά-σιγά αλλάζουν. Είναι δύσκολο για τα θηλυκά αλλά πρέπει να το παλέψουν για καλύτερες μέρες. Στον «Κατάδεσμο» βάζω τη Ζηνοβία να στερεί απ’ τον παραδοσιακό του ρόλο τον άνδρα για να καταγγείλει δημόσια τις απρέπειες στις οποίες τον οδηγεί η κατοχυρωμένη ευκολία της πριμοδότησής του –ακόμη κι από μεγάλο ποσοστό γυναικών.

Ασχολείστε με τη μουσική. Γιατί επιλέξατε ειδικά τον Καζαντζίδη, γράψατε κι εκδώσατε ολόκληρο βιβλίο-ντοκιμαντέρ;
Ήταν χρέος μου απέναντι στο εξέχοντα αοιδό με τη «θανατηφόρα» φωνή γιατί, εκτός των άλλων αυτός εκφράζει επιτομικά και το ανατολικό πάθος των Ελλήνων, ένα βασικό μέρος της ταυτότητάς του που τώρα θέλουν να την πετάξουν στη λήθη.

Υπήρξατε για χρόνια «μαθητής» του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Ήταν κομβικής σημασίας η γνωριμία σας μαζί του; Ήταν τόσο πολύπτυχη προσωπικότητα όσο ισχυρίζονται μερικοί;
Τον είχα σαν οικογένεια. Πολύπτυχη όντως προσωπικότητα, με απίστευτο έργο αλλά πολύ ζορισμένος και πολύ ζόρικος.

Τις αγαπάτε πολύ τις γυναίκες, κ. Κοροβίνη; Χρόνια αλληλογραφούσατε με γνωστές προσωπικότητες όπως τη Διδώ Σωτηρίου. Τι σας γοήτευσε περισσότερο στην προσωπικότητα αυτών των γυναικών;
Πρέπει να τις θαυμάζω πολύ για να υποκλιθώ, να έχουν κυρίως πνευματική καλλιέργεια, μια ιδιαίτερη λάμψη. Η Διδώ ήταν δασκάλα της ζωής, πήρα σπουδαία μαθήματα απ’ αυτήν τη μαχήτρια.

Όλα τα βιβλία σας αναλύουν «ιδιαίτερους» χαρακτήρες ηρώων. Ποια στοιχεία σάς έλκουν σε ένα χαρακτήρα ώστε να τον καταστήσετε λογοτεχνικό και ποια θέματα σας ενδιαφέρουν περισσότερο;
Ακόμη και στις λογοτεχνικές μου μονογραφίες-νουβέλες επιλέγω πρόσωπα που ξεφεύγουν απ’ τον μέσο όρο. Καβάφης, Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός, Ανδρούτσος. Δυναμικές και δυναμιτιστικές προσωπικότητες που καίγονται καθημερινά από τα σεπτά ή τα έκνομα πάθη τους.

Ο υπάλληλος, η νοικοκυρά, ο γιάπης, ο κανονικός λεγόμενος άνθρωπος, δεν μου λένε τίποτε. Το ψωμί της δημιουργίας είναι για μένα οι αποκλίνοντες, οι παρίες, οι αντάρτες, οι μη συμμορφούμενοι.

Σας κάνω αυτή την ερώτηση γιατί μου έκανε εντύπωση η ευαισθησία με την οποία αντιμετωπίζετε έναν χαρακτήρα σας, τον Αριστείδη Παγκρατίδη, που δικάστηκε και εκτελέστηκε ως Δράκος του Σέιχ Σου στο αγαπημένο μου βιβλίο «Ο γύρος του θανάτου». Ο ίδιος ο ήρωας δεν μιλάει ποτέ. Παρουσιάζεται μέσα από τις διηγήσεις των άλλων, αντιμετώπισε βιασμούς, εξευτελισμούς και τέλος την εκτέλεση. Ο τρόπος που μιλάτε σαν συγγραφέας γι’ αυτόν είναι χαρακτηριστικός· με τον ίδιο τρόπο –και με την ίδια τρυφερότητα– περιγράφουν οι ήρωες του γύρου του θανάτου τον μυθιστορηματικό Αρίστο: ένα «ανυπεράσπιστο αγρίμι που φιγουράριζε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων», ένας «καραβοτσακισμένος αλητάκος», «ένας νεαρός περιθωριακός απόλυτα ευάλωτος, με τον περιπετειώδη και δραματικό βίο του να χρωματίζεται με τα κοινωνικά στίγματα μιας ολόκληρης εποχής»…
Ήθελα να δικαιώσω λογοτεχνικά μια καταφανή περίπτωση κατάφορης αδικίας και θυματοποίησης ενός ανυπεράσπιστου φτωχοδιάβολου και παράλληλα να αναστήσω τη φρικαλέα εποχή της μετεμφυλιακής Ελλάδας με όλες τις παραμέτρους της και την αρνητική επίδραση που είχε για τα άτομα και την κοινωνία. 

Η αριστερά, η θρησκεία, η λογοτεχνία, ο έρωτας τι θέση έχουν στη ζωή σας;
Αυτά τα τέσσερα είναι οι κύριοι άξονες αναφοράς μου, για διαφορετικούς λόγους, το καθένα χωριστά και όλα μαζί.

Σε κάποια συνέντευξή σας διάβασα κάτι που άρεσε πολύ: «Οι άνθρωποι σαν κι εμένα δεν καθυποτάσσονται, δεν γίνονται αρεστοί, αφού δεν μπαίνουν στη σειρά και δεν γίνονται στρατιωτάκια». Θέλετε να μας πείτε τι εννοείτε;
Όταν είσαι ανεξάρτητος από τα γνωστά σχήματα κομματικής συμμόρφωσης και καθολικής νοοτροπικής στασιμότητας σε βλέπουν σαν ξωτικό και νομίζουν ότι σ’ αφήνουν στην απέξω. Επιμένοντας όμως βγαίνεις κερδισμένος. «Τουλάχιστον μες στο ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Και η χαρά αυτή με αρκεί» λέει ο Καβάφης. Κι εγώ λέω: «Έχω φρόνημα και δεν κάθομαι φρόνιμα».

Έχετε συναναστραφεί με σπάνιους λογοτέχνες, μουσικούς, ποιητές, θέλετε να μας αναφέρετε μερικές εμπειρίες σας απ’ αυτούς;
Είμαι πολύ τυχερός, έχω γνωρίσει και έχω σχετιστεί με κάποιους απ’ τους πιο ωραίους και ουσιαστικούς δημιουργούς. Δεν κάνω καμία αναφορά, γιατί περιέχει το ρίσκο της αδικίας.

Αρκετοί κατηγορούν τους διανοούμενους ότι έχουν γίνει μέρος της ελίτ. Τι απαντάτε;
Κάποιοι διανοούμενοι, ναι, είναι καθεαυτού απολογητές του συστήματος. Με το αζημίωτο, βέβαια. Πάντοτε συνέβαινε αυτό. «Φρόνιμα και τακτικά πάω μ’ εκείνον που νικά», λέει ο Βάρναλης. Ευτυχώς υπάρχουν και οι αγωνιστές που δεν πουλιούνται, όμως όλο και λιγοστεύουν.

Κατά τη γνώμη σας διαβάζουν σήμερα οι νέοι ή το διαδίκτυο έχει επηρεάσει τη σχέση τους με το βιβλίο;
Πάρα πολύ. Δυστυχώς η κατάχρηση των τεχνολογικών μέσων και η σταδιακή εξάρτηση του θυμικού τους σε σημείο εκτρωματικής ταύτισης μαζί τους οδηγεί σε απομάκρυνση από τον κόσμο της ανάγνωσης. Μακάρι να μας κάλυπτε το διαδίκτυο αλλά απ’ ό,τι βλέπω η ασχετοσύνη πάει σύννεφο. Πρώτος διδάξας δε, ο κόσμος της δημοσιογραφίας.

Μεγαλύτερη σημασία στο τι σόι άνθρωπος θα γίνει κανείς παίζει ή οικογένεια ή το σχολείο;
Ο καλός παιδαγωγός μπορεί να γίνει ένα ωφέλιμο συμπλήρωμα συνετών γονιών. Μα η ελληνική οικογένεια τρέφεται κυρίως απ’ τα σαδομαζοχιστικά συμπλέγματά της. Και από τα παιδαριώδη εμμονικά ταμπού και τη μικροαστική μεγαλομανία της. Όταν παραδίδει το παιδί στο σχολείο ήδη εν πολλοίς το χάλασμα έχει επέλθει. (Και) Γι’ αυτό πάμε κατά διαόλου.

Αν δεν μπορείς να σεβαστείς και να τιμήσεις τον διπλανό σου, τον διαφορετικό, τον ξένο, τον άλλο, ούτε και τον εαυτό σου θα είσαι σε θέση να σεβαστείς. Κύριε Κοροβίνη, στην Ελλάδα της κρίσης πώς πιστεύετε ότι αντιμετωπίζεται «το Διαφορετικό»;
Ο μέσος συμπατριώτης μας είναι σχετικά φιλόξενος και αντιρατσιστής. Αλλά ουαί κι αλίμονο αν σου λάχει αποκτηνωμένος Ελληνόκαυλος. Βλέπετε, τους έχει στα μαλακά και η Δικαιοσύνη και η ατιμωρησία τους οδηγεί στην αποθράσυνση. 

Ο κόσμος ζει μέσα στην ανασφάλεια, κάτι που έχει τεράστια ψυχολογική επίδραση. Η λύση είναι να απαλλαγούμε από τη βαρύτητα της ιστορικής μνήμης;
Ίσα ίσα, τιμώντας την ιστορική μνήμη ενισχύεις τη διατήρηση της ταυτότητάς σου και ως λαός και ως άτομο. Αλλιώς είσαι έρμαιο ποικίλων επικαθορισμών και συρμών.

Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάποιος που να του έχετε φερθεί με γενναιοδωρία κι όμως αυτός κατάφερε να σας πληγώσει με αχαριστία.
Η γενναιοδωρία πηγάζει απ’ τα έγκατα, η ανταμοιβή δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν έχω πολλά παράπονα. Μόνο μια φορά έφτασα να καταραστώ κάποιον δήμιό μου. Ας είχα το νου μου. Ξεγελάστηκα. Τα καθίκια κάνουν μπαμ.

Ως πρώην εκπαιδευτικός θα ήθελα τη γνώμη σας για τα παιδιά, τους γονείς, το σχολείο, τις δυσκολίες που έχουν δημιουργηθεί. Από πού να πιάσουν το μίτο τους για να τα καταφέρουν;
Κρατιέμαι απ’ το νερό που ανεβάζω απ’ το σκαμμένο πηγάδι μου, από πού να πιαστώ; Τα συλλογικά οράματα έχουν περίπου ακυρωθεί ως προοπτική αλλαγής σκηνικού, ο κόσμος βυθίζεται στην αβεβαιότητα, τις υπαρξιακές και κοινωνικές αδιέξοδες αγωνίες του και το υπερεγώ κυριεύει τα πάντα. Ακούω διάφορους κήρυκες, ιεραπόστολους και κομματικούς αγιτάτορες. Δεν με πείθουν. Δεν βλέπω μίτο, σκέτο λαβύρινθο βλέπω.