Βιβλιο

Ό,τι αγαπώ είναι δικό σου

Το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Καλπούζου (εκδ. Ψυχογιός)

A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 476
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μπήκε στο καφενείο με τον αέρα βουνού, σαν φοβερίζει να ξετινάξει τις στέγες κι αναγκάζει τα δέντρα να τον προσκυνούν. «Καλησπέρα!» είπε και στάθηκε ανάμερα, σιμά στην πόρτα. Έξω πίσσα το σκοτάδι. Στη μέση του καφενείου έκαιγε η ξυλόσομπα κι ολόγυρά της κάθονταν καμιά δεκαριά άντρες, με άσπρα μαλλιά οι περισσότεροι. Μπόλικος καπνός, στριφτά τσιγάρα κι επάνω στα σκαμνιά ρακοπότηρα και στραγάλια σε τενεκεδένια πιατελάκια για μεζέ.

Κάμποσες καρέκλες έτριξαν, καθώς στράφηκαν κατά την πόρτα όσοι δε θωρούσαν, τα φρύδια έσμιξαν απροκάλυπτα και τα βλέμματα καρφώθηκαν πάνω της. Εκείνη ακούμπησε σε μια ψάθινη καρέκλα τη μεγάλη τσάντα της κι αράδιασε στο τραπέζι αναπτήρα, τσιγάρα, κλειδιά αυτοκινήτου κι ένα σημειωματάριο. Έβγαλε το παλτό της και κάθισε με το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, έχοντας φάτσα τους θαμώνες. «Κέρνα την κυρία!» φώναξε ο Ανέστης και κατόπιν πρόσθεσε: «Πούθε μας έρχεσαι, αν επιτρέπεται;» Άλλα ήθελε να ρωτήσει, όπως κι οι υπόλοιποι. Ποια είσαι; Τι ζητάς εδώ τέτοια ώρα; Πώς τριγυρνάς μονάχη σου, εσύ μια γυναίκα, και μπαίνεις στο καφενείο; «Απ’ την Αθήνα», απάντησε και για λίγο δεν ακουγόταν τίποτε.

Ωστόσο, αν διέθεταν φωνή τα μάτια θα γινόταν σαματάς. Και δεν ήταν μόνο το παράξενο της νυχτερινής επίσκεψης μες στο καταχείμωνο, αλλά κι οι ομορφάδες της άγνωστης γυναίκας, κατά το πρότυπο μάλλον παλαιότερων εποχών, που έκαναν μέχρι και την αποστρατευμένη αντρική φύση των πιο ηλικιωμένων να σκιρτά και να γλυκανασαίνει. Όσο για το ντύσιμό της, συνέδραμε στο λαμπάδιασμα των κορμιών και του νου. Προπαντός η κόκκινη φούστα της, η οποία, όπως είχε τραβηχτεί πάνω απ’ το γόνατο, παρακίνησε τον μπαρμπα-Λάμπρο να σχολιάσει στα μουλωχτά: «Ρε σεις, τι γυναίκα είναι τούτη!»

Ο καφετζής στάθηκε δίπλα της και καρτερούσε παραγγελία.

«Ένα τσίπουρο! Έτσι δε λέτε τη ρακή;»

«Άλλο τσίπουρο, άλλο ρακή» πέταξε ο Βουρλιός.

«Αποστάγματα είναι όλα» αντέτεινε ο Τίμος, ο συνταξιούχος δάσκαλος.

«Εσύ τι λες, κυρία;» επέμεινε ο Βουρλιός, μα δεν του απάντησε.

«Σαν κάποια να μου θυμίζεις. Μπας κι είσαι απ’ τα μέρη μας; Τίνος είσαι;» είπε ο Ανέστης, κι ούτε αυτός έλαβε απόκριση.

«Αφήστε ήσυχη την κοπέλα» επενέβη ο Στέφος με προσποιητό ύφος και κάτι ψαχούλευε στις τσέπες του.

Με τις κοφτές κουβέντες, αλλά και με το ύφος της που φυλάκιζε θαρρείς το θηλυκό, επέβαλλε ολοφάνερα τους δικούς της όρους στη στιχομυθία. Έτσι καθώς στέκεται ο υπάλληλος μπροστά στον αυστηρό διευθυντή, ο οποίος πότε επιτρέπει να διαφανεί το ανθρώπινο πρόσωπό του και πότε ανασύρει τη μάσκα της εξουσίας.

Ο καφετζής σερβίρισε το τσίπουρο, κείνη άναψε τσιγάρο κι έπειτα σήκωσε το ποτήρι.

«Στην υγειά σας!»

«Γεια! Γεια!» αποκρίθηκαν εν χορώ τα γερόντια κι οι δυο τρεις μεσόκοποι.

«Ποιος καλός άνεμος σας έφερε στον τόπο μας;» τόλμησε την ερώτηση ο Τίμος.

«Άνεμος; Κατά κάποιο τρόπο. Μάλλον θα τον βάφτιζα λίμα».

Οι θαμώνες αλληλοκοιτάζονταν παραξενεμένοι και δυο τρεις έξυναν τα κεφάλια τους.

«Μήπως θέλετε να πείτε λίβας;»

«Λίμα δεν ονομάζεται το εργαλείο που τροχίζει;»

«Εμείς το λέμε πριάκονο και τροχίζουμε μαχαίρια, τσεκούρια κι ό,τι κόβει» πετάχτηκε ο Βουρλιός.

«Απ’ το πριονίζω και το ακονίζω. Ορθή ονομασία. Όμως η λίμα που μ’ οδήγησε ως εδώ δεν ακονίζει μαχαίρια».

«Και τι ακονίζει;»

«Μνήμες!»

Οι άντρες σιώπησαν κι άλλαζαν κλεφτές ματιές. Πότε αμήχανα και πότε σαν να επιβεβαίωναν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε καθένας μονάχος του: Δε βαστά καλά στα μυαλά της. Ωστόσο κανείς δε βιάστηκε να πει οτιδήποτε. Ένας δυο ξερόβηξαν, άλλοι ρουφούσαν τα τσιγάρα τους κι άλλοι πιπίλισαν τα ρακοπότηρα, ενώ ο καφετζής τροφοδοτούσε τη σόμπα με ξύλα.

«Τι πράμα είπες ότι ακονίζει;» ρώτησε επιτέλους ο Βουρλιός με απορημένη έκφραση και μισόκλειστο το ’να μάτι.

Η γυναίκα δεν αποκρίθηκε. Τράβηξε την τσάντα της, έβγαλε ένα δέμα και άρχισε να ξετυλίγει με αργές κινήσεις το μαύρο πανί που κάλυπτε το περιεχόμενό του. Στην παρέα των θαμώνων φούντωσε η περιέργεια, ώσπου εξακοντίστηκε στα ύψη και μπλέχτηκε μ’ ακατανόητα μουρμουρητά και μερικά σταυροκοπήματα.

«Τι ’ναι αυτό;» αναφώνησε ο Βουρλιός, σάμπως να μη θωρούσε.

«Λίμα, ακόνι, πριάκονο, όπως θέλετε ονομάστε το. Ακονίζει μνήμες!» απάντησε και πάσχιζε ν’ ανιχνεύσει στα πρόσωπά τους τις αντιδράσεις που προκάλεσε η απροσδόκητη ενέργειά της.

Πάνω στο τραπέζι, κει όπου καρφώθηκαν τα έκπληκτα βλέμματα όλων, είχε ακουμπήσει μια νεκροκεφαλή.

n

Το βιβλίο κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία στις 3/4.