Βιβλιο

Ποιος είναι ο Ντέιβιντ Νίκολς που τα βιβλία του γίνονται ταινίες;

Patrick Melrose με Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Μία ημέρα με Τζιμ Στέρτζες και Αν Χαθαγουέι και βιβλία με πωλήσεις που φτάνουν τα οκτώ εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως; Μάθαμε περισσότερα.

Αγγελική Μπιρμπίλη
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ντέιβιντ Νίκολς: Συνέντευξη με τον Άγγλο συγγραφέα με αφορμή το καινούργιο του βιβλίο «Γλυκόπικρο αντίο» (εκδόσεις Μίνωας)

Όσοι είδαν τη μίνι σειρά «Patrick Melrose», με πρωταγωνιστή έναν έξοχο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς να προσπαθεί να βγει από τον σκοτεινό λαβύρινθο του παρελθόντος, ξέρουν. Αυτό που ίσως κάποιοι δεν ξέρουν είναι ποιος κρύβεται πίσω από αυτό το συγκλονιστικό πλέγμα διαταραγμένων οικογενειακών σχέσεων και καταβύθισης στο παρελθόν με ασταμάτητα φλασμπακ.

Μιλάμε για τον Άγγλο συγγραφέα Ντέιβιντ Νίκολς, ή μάλλον ας αφήσουμε καλύτερα τους αριθμούς να μιλήσουν: ο Νίκολς έχει πουλήσει πάνω από οκτώ εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, έχει μεταφραστεί σε σαράντα γλώσσες και έχει γράψει βραβευμένα σενάρια για τηλεοπτικές σειρές και κινηματογραφικές ταινίες όπως για παράδειγμα τα σενάρια κλασικών μυθιστορημάτων «Tess of the D’ Urbervilles», «Far from the Madding Crowd» και «Μεγάλες προσδοκίες» για το BBC.
Το πρώτο του μυθιστόρημα Νίκολς («Starter for ten», 2004) ψηφίστηκε ως ένα από τα καλύτερα της χρονιάς από την τηλεοπτική εκπομπή Richard & Judy Book Club. Το τρίτο του με τίτλο «Μία ημέρα», («One day», εκδόσεις Μίνωας, 2011) έμεινε στις πρώτες θέσεις των ευπώλητων των Sunday Times για πάνω από έναν χρόνο και κέρδισε το βραβείο Galaxy Book of the Year Award το 2010 ενώ ο ίδιος έγραψε και το σενάριο για την κινηματογραφική μεταφορά του, που προβλήθηκε στις αίθουσες το 2011, με πρωταγωνιστές τον Τζιμ Στέρτζες και την Αν Χαθαγουέι. Το τέταρτο με τίτλο «Εμείς» («Us», εκδόσεις Μίνωας, 2015) ήδη από την πρώτη εβδομάδα της κυκλοφορίας του βρέθηκε στην πρώτη θέση της λίστας με τα ευπώλητα των Sunday Times, ήταν υποψήφιο για το βραβείο Man Booker Prize και στη λίστα με τα καλύτερα βιβλία του 2014 για το Publishers Lunch, με τον Νίκολς να βραβεύεται ως συγγραφέας της χρονιάς από τα National Book Awards και το BBC να ετοιμάζει τηλεοπτική μίνι σειρά τεσσάρων επεισοδίων, η οποία θα βασίζεται στο μυθιστόρημα και θα προβληθεί το 2020.
Ο Ντέιβιντ Νίκολς γεννήθηκε στο Χαμσάιρ της Αγγλίας το 1966. Προτού αφοσιωθεί στη συγγραφή, σπούδασε υποκριτική, την οποία εγκατέλειψε για να γίνει συγγραφέας μυθιστορημάτων και σεναρίων. Σε αυτή τη φάση τον βρήκαμε και με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο «Γλυκόπικρο αντίο», που κυκλοφόρησε στα ελληνικά πάλι από τις εκδόσεις Μίνωας, μιλήσαμε μαζί του. 

Συνέντευξη με τον Ντέιβιντ Νίκολς

Κύριε Νίκολς, σπουδάσατε υποκριτική αλλά δεν συνεχίσατε την καριέρα του ηθοποιού. Τι άλλαξε τα σχέδιά σας; Πότε συνειδητοποιήσατε ότι το γράψιμο θα είναι τελικά το «επάγγελμά» σας;
Η μοίρα μου ως ηθοποιός αποφασίστηκε για μένα. Έδινα πάντα στον εαυτό μου μια προθεσμία – να έχω κάνει κάποιο είδος καριέρας μέχρι να φτάσω στα τριάντα, και αν όχι, θα τα παραιτούσα. Και όντως δούλευα, αλλά πάντα σε μικρούς ρόλους – στρατιώτες, υπηρέτες, ανώνυμους χαρακτήρες. Όταν ακόμη και αυτό μου τέλειωσε, κατάλαβα ότι ήταν πια καιρός να ψάξω για κάτι άλλο. Νομίζω ότι εάν αισθανόμουν ότι είχα ταλέντο, θα είχα συνεχίσει να προσπαθώ, αλλά στ’ αλήθεια, για μένα, η ηθοποιία ήταν πάντα ένας τρόπος για να εμπλέκομαι με τον κόσμο των παραστάσεων, των ηρώων και των σεναρίων. Μου άρεσε η εμπειρία του να είμαι μέλος μιας καλλιτεχνικής ομάδας, αλλά ήμουν ρεαλιστής σε σχέση με τις δικές μου προοπτικές. Απλά τότε δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι η γραφή θα ήταν ο «δρόμος διαφυγής» και χρειάστηκαν πολλά χρόνια, πολλές λανθασμένες εκκινήσεις και η ενθάρρυνση καλών φίλων ώστε να βρω αυτόν το δρόμο.

Εκτός από βιβλία γράφετε και με μεγάλη επιτυχία σενάρια αλλά και τα βιβλία σας μεταφέρονται στην οθόνη. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο να γράφετε αποκλειστικά σενάρια ή βιβλία, τι θα επιλέγατε;
Αγαπώ την καθαρή ΔΥΝΑΜΗ που έχεις ως συγγραφέας – δεν ανησυχείς για τον προϋπολογισμό, το κάστινγκ, τους χρόνους εκτέλεσης, δεν έχεις σκηνοθέτη ή αρχισυντάκτη για να διαφωνήσεις μαζί τους, ηθοποιούς να καλοπιάνεις. Ταυτόχρονα, μου αρέσει η συνεργασία με τον σεναριογράφο και επίσης ότι έχω την ευκαιρία να δω τις λέξεις που γράφω να ζωντανεύουν. Είναι λοιπόν μια δύσκολη επιλογή, αλλά νομίζω ότι το να γράφεις μυθιστορήματα σου δίνει καλύτερη ευκαιρία να πεις αυτό που θέλεις. Πρέπει βέβαια να βγαίνει μάσα από την καρδιά σου.

Είναι φανερό ότι η επιλογή σας δικαιώνεται. Αλήθεια πώς αισθάνεται ένας συγγραφέας με οκτώ εκατομμύρια πωλήσεις βιβλίων του;
Ευγνώμων, νομίζω, για την ευκαιρία να συνεχίζω να γράφω, αλλά άγχος να μην απογοητεύσω τους αναγνώστες ή να μη χάσω την έμπνευσή μου. Μου αρέσει να είμαι συγγραφέας – δεν είναι κάτι που περίμενα ποτέ, αλλά δεν είναι κάτι που θεωρώ δεδομένο και καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να παραδώσω την καλύτερη δουλειά, είτε στο χαρτί, είτε στην οθόνη. Και δυστυχώς όσο μεγαλώνεις δεν γίνεται πιο εύκολο. Το γράψιμο του πέμπτου σου βιβλίου δεν σε βοηθάει στο έκτο. Μάλλον γίνεται πιο δύσκολο καθώς γίνεσαι πιο συνειδητοποιημένος και έχεις τον φόβο να μην αρχίσεις και επαναλαμβάνεσαι.

Μια και λέτε για το φόβο της επανάληψης, παρατηρώ ότι σας απασχολεί η δυναμική της σχέσης γονιού-παιδιού. Στο «Γλυκόπικρο αντίο» (Sweet Sorrow) διερευνάτε τη σύνθετη σχέση μεταξύ πατέρα και γιου, το ίδιο και στο σενάριο του «Patrick Melrose», αν και σε αυτό με πιο σκοτεινό και δραματικό τρόπο. Στο «Γλυκόπικρο αντίο» ο έφηβος ήρωάς σας, ο Τσάρλι, αντιμετωπίζει σοβαρά οικογενειακά ζητήματα – η μητέρα του έχει εγκαταλείψει την οικογένεια και έχει μείνει μόνος να φροντίσει τον προβληματικό πατέρα του. Γιατί σας απασχολεί τόσο αυτό το είδος των σχέσεων;
Η «οικογένεια» μόλις που εμφανίστηκε στο πρώτο βιβλίο μου. Ακόμη και στο «Μία Ημέρα» (One Day) ήταν ένα δευτερεύον θέμα. Αλλά είμαι γονιός τώρα και το τελευταίο μου ραντεβού ήταν πριν από είκοσι πέντε χρόνια, και έτσι τα ενδιαφέροντά μου άλλαξαν. Τι σημαίνει να είσαι ένας σωστός γονιός; Ποιες είναι οι υποχρεώσεις και ποιες οι παγίδες; Ο πατέρας μου πέθανε πριν από επτά χρόνια και παρόλο που δεν έχω γράψει ποτέ αυτοβιογραφικά, οι αποτυχίες αυτής της ιδιαίτερης σχέσης με στοιχειώνουν και αναπόφευκτα γιγαντώνονται στη μυθοπλασία. Υπάρχουν πάντα οι ιστορίες αγάπης –νομίζω ότι πάντα θα με έλκει αυτό το θέμα– αλλά νομίζω ότι έχουν διευρυνθεί εξ ορισμού οι ορίζοντές μου σε σχέση με το τι ακριβώς εννοούμε με την λέξη «αγάπη».
 
Τι θυμάστε πιο έντονα από την παιδική σας ηλικία;
Δυστυχώς, κυρίως πλήξη. Μεγάλωσα σε μια μικρή πόλη, λίγο σαν αυτή του Τσάρλι όπου οι μέρες απλά έμοιαζαν να εκτείνονται ίδιες επ’ άπειρον. Ευχαριστώ τον Θεό για τα βιβλία. Ήμουν ένα αγχωμένο, επιφυλακτικό παιδί, που όλη την ώρα διάβαζε ή έβλεπε τηλεόραση, όχι ιδιαίτερα δημοφιλές ή θαρραλέο. Έτσι δεν έχω να θυμάμαι τίποτα έντονες νεανικές αποδράσεις και υπάρχουν πολύ λίγα πράγματα που νοσταλγώ. Τα εφηβικά χρόνια ήταν πιο συναρπαστικά, αλλά ακόμα και έτσι, έχω πολλά για τα οποία μετανιώνω.

Παρ' όλα αυτά σας αρέσει η τεχνική των flashbacks...
Ίσως είναι λόγω της ηλικίας μου, αλλά με ενθουσιάζει η ερώτηση «πώς φτάσαμε ως εδώ;» Τι αλλάζει καθώς γερνάμε, τι παραμένει το ίδιο; Πώς μας διαμορφώνουν οι φιλίες και οι ερωτικές μας σχέσεις και ποια είναι τα πράγματα που απλά δεν μπορούμε να αλλάξουμε; Είναι πιθανόν κάτι που πρέπει να αποφύγω στο μέλλον και υποψιάζομαι ότι το επόμενο βιβλίο μου θα εξελίσσεται σε μια μόνο χρονική περίοδο, σ’ ένα «τώρα», αλλά σίγουρα στα τρία τελευταία μου μυθιστορήματα, το ταξίδι στο «τώρα» και το «τότε» ήταν πηγή τρομερών δραμάτων και θλίψης.

Στο «Γλυκόπικρο αντίο» η ιστορία εκτυλίσσεται το 1997. Υπάρχει κάτι ιδιαίτερο στο συγκεκριμένο έτος;
Το 1997 ήταν η χρονιά της δεκαετίας του ’90, ειδικά για τους Βρετανούς. Ήταν η εποχή της αποκορύφωση του Britpop, η στιγμή μιας τεράστιας αυτοπεποίθησης και αλλαγής – η εκλογή του Tony Blair, ο θάνατος της πριγκίπισσας Diana. Πρακτικά και για έναν μυθιστοριογράφο, επειδή είναι πιθανώς και η τελευταία χρονιά όπου τα κινητά τηλέφωνα και το διαδίκτυο δεν κυριαρχούσαν στις σχέσεις μας, αυτό είναι πολύ χρήσιμο όταν γράφει μια πλοκή. Κυρίως, όμως, ήθελα να γράψω για κάποιον που κοιτάζει πίσω και μου φαινόταν πολύ καλύτερο για τον Charlie, τον αφηγητή, να είναι 39, αντί για 53 ή 28. Έτσι είναι κυρίως θέμα υπολογισμού.

Τι είναι τελικά αυτό που κυρίως σας απασχολεί (και επαναλαμβάνεται στα βιβλία σας); Πώς είναι να είσαι έφηβος - ερωτευμένος, ιδεαλιστής, αθώος και μπερδεμένος ταυτόχρονα; Είναι οι προβληματικές οικογενειακές σχέσεις; Είναι το πέρασμα του χρόνου και η σύγχυση που φέρνει στους ανθρώπους η ιδέα των γηρατειών; Είναι κάτι άλλο;
Όλα αυτά! Κυρίως θα ήθελα να γράψω μια κλασική ιστορία καλοκαιρινής αγάπης και να προσπαθήσω να καταγράψω αυτό ακριβώς το σημείο μεταξύ παιδικής ηλικίας και ενηλικίωσης – την ένταση και τον φόβο από το γεγονός αυτό, αλλά και τον ενθουσιασμό. Η πρώτη αγάπη είναι, εξ ορισμού, κάτι που συμβαίνει μόνο μία φορά και είναι σαν να ανακαλύπτεις μια εντελώς νέα γκάμα συναισθημάτων. Ποτέ δεν είχα γράψει για αυτό πριν, έτσι για μένα ήταν μια καινούργια εμπειρία το να προσπαθήσω να το εκφράσω. Η ελπίδα μου είναι ότι οι άνθρωποι θα διαβάσουν το βιβλίο και θα σκεφτούν «Θεέ μου, ναι, ακριβώς αυτή ήταν η αίσθηση».

Το «Γλυκόπικρο αντίο» έχει να κάνει με το πόσο οδυνηρό μπορεί να γίνει το να κοιτάς πίσω και, από την άλλη πλευρά, για το αστείο του να είσαι ένας ιδεαλιστής έφηβος. Παρατηρείτε τα παιδιά σας για να «θυμηθείτε» πώς είναι να είσαι έφηβος ώστε να γίνονται πιστευτοί οι χαρακτήρες ή απλά θυμάστε πως ήσασταν εσείς;
Τα παιδιά μου είναι λίγο νεότερα από τον Τσάρλι και τους φίλους του, αλλά το βλέπω να έρχεται – η συνειδητοποίηση, οι «δοκιμές» διαφορετικών προσωπικοτήτων, ο σχηματισμός απόλυτων και ακλόνητων πεποιθήσεων, η βαθιά αγάπη για τους φίλους τους. Προσπάθησα να μη σκιαγραφήσω το δικό μου παρελθόν – και μόνο από το γεγονός ότι είμαι πολύ πολύ μεγαλύτερος από τον Τσάρλι και το οικογενειακό μου υπόβαθρο ήταν πολύ διαφορετικό. Νομίζω ότι αν υπάρχει ένα πράγμα που έχω πάρει από το δικό μου παρελθόν είναι η συνεχής επιθετικότητα των αγοριών μεταξύ τους κι η ύπουλη υπονόμευση οτιδήποτε «διαφορετικού». Αγαπούσα τους φίλους μου εκείνη την εποχή και εξακολουθώ να διατηρώ κάποια τρυφερότητα, αλλά αντιμετωπίζαμε ο ένας τον άλλον φρικιαστικά, με μια αμείλικτη βία και κακία, και μακάρι αυτό να ήταν αλλιώς.

Μου είπατε πριν ότι δεν έχετε γράψει ποτέ αυτοβιογραφικά. Δεν υπάρχουν καν κάποια αυτοβιογραφικά ίχνη στα βιβλία σας;
Είμαι πολύ πιο κοντά στο να γράφω «ενάντια στην αλήθεια». Σε αντίθεση με τον Τσάρλι, ήμουν πολύ βιβλιοφάγος, πολύ ερωτευμένος με το θέατρο και τη μουσική, υπάκουος και καλός στις εξετάσεις – το είδος παιδιού που ο Τσάρλι και οι φίλοι του θα μισούσαν. Δεν υπήρχε, δυστυχώς, ούτε καν μια Φραν (η ηρωίδα του βιβλίου) και πέρασα το καλοκαίρι του 16ου έτους μου δουλεύοντας σε εργοστάσιο μηχανών καφέ! Σε αντίθεση με του Τσάρλι, η οικογένειά μου ήταν αρκετά σταθερή, αν και ο πατέρας μου είχε κατά καιρούς περίεργες «διαθέσεις», τις οποίες ήμασταν απρόθυμοι στην οικογένεια να τις συζητάμε. Αλλά παρ’ όλα αυτά, ακόμα κι όταν αυτά που γράφεις απέχουν από την πραγματικότητα, εξακολουθείς να αντλείς από κάποιες θεμελιώδεις αλήθειες. Από αυτή την άποψη, είναι το πιο προσωπικό από τα βιβλία μου, για να μην πω το πιο αυτοβιογραφικό.

Κλείσατε τα 50, μια ηλικία ορόσημο. Είναι η ηλικία που συνήθως αρχίζουμε να κοιτάμε πίσω και να θυμόμαστε πράγματα που η ανάμνησή τους άλλοτε μας γεμίζει χαρά και νοσταλγία και άλλοτε μας θυμίζει πράγματα που κάναμε και για τα οποία μετανιώνουμε. Υπάρχει κάτι για το οποίο εσείς μετανιώνετε, που θα θέλατε να είχατε κάνει διαφορετικά, ή καθόλου;
Πολλά, πολλά πράγματα. Υπάρχουν μεγάλες περίοδοι της ζωής μου όπου, κοιτώντας πίσω, δεν είμαι βέβαιος ότι έχω κάνει κάτι σωστά. Τα είκοσί μου ήταν αρκετά θλιβερά – συνεχώς ανησυχούσα και είχα και αυτή την πλήρη έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό μου, δεν υπήρχε τίποτα από τη χαρά, την αίσθηση της εξερεύνησης που συνήθως πάει με αυτή την ηλικία, παρά μόνο πολύς χρόνος που περνούσα κλεισμένος στο σπίτι γεμάτος άγχη. Και υπήρξαν και επαγγελματικά στραβοπατήματα - σχέδια που θα έπρεπε να είχα αρνηθεί, άλλα που θα έπρεπε να επιδιώξω, συμβιβασμοί. Από την άλλη πλευρά, είμαστε τόσο πολύ προϊόν των λαθών μας όσο και των επιτυχιών μας. Το να μετανιώνεις είναι υποθέτω μάταιο και υπάρχει κάποια παρηγοριά όταν έχεις την πολυτέλεια να εξερευνάς όλα αυτά τα λάθη μέσω της μυθοπλασίας.

Γλυκόπικρο αντίο του Ντέιβιντ Νίκολς (David Nicholls)

Σας έχει απασχολήσει το γεγονός ότι η εμπορική επιτυχία των βιβλίων σας και το γεγονός ότι μεταφέρονται στην οθόνη σας μπορεί να σας κατατάσσει στους μπεστελερίστες πάρα στους πιο, ας πούμε, σοβαρούς συγγραφείς; Και αν αυτό συνέβαινε, θα σας ένοιαζε ή δεν πιστεύετε σε κατηγοριοποιήσεις με την έννοια ότι στο τέλος της μέρας αυτό που έχει σημασία είναι να πουλάει το βιβλίο;
Αυτή είναι μια καλή ερώτηση αλλά είναι και κάτι που προσπαθώ να μην σκέφτομαι πάρα πολύ. Κάθε προσπάθεια να κάτσεις και να γράψεις ένα βιβλίο που να θεωρηθεί επιτυχία από τους κριτικούς, μια λογοτεχνική «γροθιά στο στομάχι», ένα «κλασικό» βιβλίο, είναι καταδικασμένη από την αρχή και το ίδιο ισχύει και για τη συγγραφή ενός παγκόσμιου μπεστ σέλλερ, και τελικά ξέχνα τους κριτικούς. Πρέπει να γράψεις το βιβλίο που θες να γράψεις, να πεις την ιστορία που θες οπωσδήποτε να πεις. 

Διάβασα σε συνέντευξή σας ότι θα θέλατε να γράψετε ένα «κανονικό» σενάριο για ταινία. Ποιο είναι λοιπόν το επόμενο σχέδιό σας;
Η τηλεοπτική έκδοση του τελευταίου μυθιστορήματος, του «Εμείς» (Us), είναι σχεδόν έτοιμη να βγει και είμαι σε πολύ, πολύ αρχικό στάδιο να μετατρέψω το «Γλυκόπικρο αντίο» (Sweet Sorrow) σε ταινία. Αλλά επί του παρόντος, σε αυτή τη στιγμή της κρίσης, δεν γράφω λέξη.


Λίγα λόγια για το βιβλίο «Γλυκόπικρο αντίο», μετφ. Αλέξάνδρα Κονταξάκη, εκδ. Μίνωας, σελ. 612

Ο Τσάρλι είναι τριάντα οκτώ ετών και ετοιμάζεται να παντρευτεί, όταν ένα μήνυμα για μια συνάντηση παλιών φίλων τον κάνει να νοσταλγήσει το καλοκαίρι του 1997. Τότε ο Τσάρλι ήταν από τα παιδιά που περνούσαν απαρατήρητα στο σχολείο. Στις εξετάσεις πάτωσε. Οι γονείς του χώρισαν κι εκείνος ανέλαβε τη φροντίδα του πατέρα του. Στη σκέψη και μόνο του μέλλοντος τον έπιανε πανικός. Ώσπου ξαφνικά μπήκε στη ζωή του η Φραν και ο Τσάρλι άρχισε να ελπίζει. Αλλά για να είναι με τη Φραν θα έπρεπε να μπει στον κύκλο της, μια θεατρική ομάδα που θα ανέβαζε το έργο Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Μέσα από αυτή την πρωτόγνωρη εμπειρία θα γνωρίσει την αιώνια δύναμη της σαιξπηρικής γλώσσας και θα βιώσει το θαύμα της πρώτης αγάπης.