Βιβλιο

Κική Τσιλιγγερίδου, είναι υπερηρωίδα τελικά η Στέλλα Άνταμς;

Η «Πύρινη κόλαση» (εκδ. Bell), το δεύτερο μέρος της τριλογίας με ηρωίδα την αστυνόμο Στέλλα Άνταμς, σπάει ξανά τα ταμεία.

Κέλλη Κρητικού
ΤΕΥΧΟΣ 736
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη με την Κική Τσιλιγγερίδου, δημοσιογράφο και συγγραφέα, με αφορμή το νέο της βιβλίο «Πύρινη κόλαση», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell.

Η Κική Τσιλιγγερίδου γεννήθηκε στην Τσεχία, όπου και έζησε μέχρι τα έξι της χρόνια. Μεγάλωσε και σπούδασε στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε επί πολλά χρόνια ως δημοσιογράφος στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο και στον ημερήσιο Τύπο. Από το καλοκαίρι του 2017 ζει μόνιμα στην Πράγα. Το πρώτο της βιβλίο, «Βυθισμένος ουρανός» (εκδ. Bell), μια περιπέτεια με ηρωίδα την αστυνόμο Στέλλα Άνταμς, κατέκτησε το αναγνωστικό κοινό. Και τώρα η «Πύρινη κόλαση» (εκδ. Bell), το δεύτερο μέρος της τριλογίας, σπάει ξανά τα ταμεία. Η συγγραφέας μίλησε στην Athens Voice για την ηρωίδα της, τη συγγραφή, τη μόνιμη πια διαμονή της στην Πράγα και τι της λείπει από την Ελλάδα, τους ρυθμούς της καθημερινότητάς, το διαδικτυακό ραδιόφωνο Amagi, αλλά και τη μαγική συμβίωση με τους Αρσέν, Φαντομά και Άγκαθα που έχουν κατακτήσει μικρούς και μεγάλους με τις εκρηκτικές τους προσωπικότητες.

Θεσσαλονίκη, Πράγα και δύο καθηλωτικά μυθιστορήματα με φόντο την Αθήνα («Βυθισμένος ουρανός», «Πύρινη κόλαση»). Εκρηκτικός συνδυασμός.
Ναι, υπό μία έννοια είναι πράγματι. Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη μου, η Πράγα μάς φιλοξενεί σχεδόν τρία χρόνια τώρα, και η Αθήνα είναι το πεδίο δράσης της Στέλλας Άνταμς. Νομίζω τρεις τελείως διαφορετικές πόλεις. Η Θεσσαλονίκη, με όλα τα κακά της, που δεν είναι και λίγα, είναι πολύ αγαπημένη μου και την ξέρω απέξω κι ανακατωτά. Γι’ αυτό και δεν ήθελα τα βιβλία να διαδραματίζονται σ’ αυτήν. Η Στέλλα Άνταμς δουλεύει τις υποθέσεις της στην Αθήνα, μια μεγαλούπολη σκοτεινή και γεμάτη μυστικά, και μάλιστα μια μεγαλούπολη που η ίδια δεν την ξέρει καλά – όπως άλλωστε δεν την ξέρω κι εγώ καλά, δεν έχω ζήσει εκεί, την επισκέπτομαι μόνο. Έτσι, τη μαθαίνουμε και οι δυο μας περπατώντας την. Εκείνη με τα πόδια ή με ταξί (μιας και στον πρώτο τόμο χάλασε το παλιό της αυτοκίνητο), και εγώ με τους χάρτες της Google, ειδικά όταν θέλω να μετρήσω αποστάσεις, διαδρομές, χρόνους κλπ., για να μην κάνω κανένα λάθος. Στη Θεσσαλονίκη έχω ζήσει και δουλέψει πολλά χρόνια και, μπορεί μεν να μας έδιωξε κατά κάποιο τρόπο, αλλά δεν παύει να είναι η πιο όμορφη. Όπως όμορφη είναι και η Πράγα – σαν καρτ-ποστάλ. Αν εξαιρέσεις όλους αυτούς τους χιλιάδες τουρίστες που κατακλύζουν το κέντρο της. Και που σε κάνουν να θέλεις να φύγεις και να κρυφτείς στα προάστια.

Η Στέλλα Άνταμς είναι μια ηρωίδα που μοιάζει σαν να ξεπήδησε από τα κινηματογραφικά στούντιο της Marvel. Πώς την εμπνεύστηκες και τι σε γοητεύει σε αυτήν;
Ναι, αν και δεν είναι υπερηρωίδα η ίδια, έχει πολλά χαρακτηριστικά που σε κάποιους θυμίζουν υπερηρωίδα. Για παράδειγμα, είναι πολύ καλά εκπαιδευμένη, είναι δυνατή, είναι τρομερά σκληραγωγημένη, είναι πολύ καλή με τα όπλα. Δεν είναι καθόλου τυχαία. Και είναι πολύ καλή στη δουλειά της. Είναι μια ερευνήτρια που θα μπορούσε να έχει μία εξαιρετική καριέρα, αν δεν της είχε τύχει μία μεγάλη τραγωδία που άλλαξε εντελώς τη ζωή της, και την ίδια. Αλλά ναι, είναι δυνατή. Μάλιστα, είχα γελάσει με έναν σχολιαστή στο Goodreads που έγραψε –περίπου– για μία σκηνή ότι αυτό θα το έκανε μόνο ο… Τσακ Νόρις. Μα η Στέλλα Άνταμς είναι όντως τρομερά εκπαιδευμένη, δεν έκανε τίποτε πραγματικά υπερβολικό. Προπονείται διαρκώς στο σπίτι της, μέχρις εξαντλήσεως. Δεν είναι υπεράνθρωπη. Για την ακρίβεια, είναι απίθανα ευάλωτη. Μπορεί να μην είναι και η πιο ευαίσθητη γυναίκα που ξέρουμε, και μάλλον είναι και κυνική, αλλά δεν θα τα καταφέρει να βγει αλώβητη από χίλιες δυο καταστάσεις. Πολύ φυσιολογικά, θα λυγίσει. Αλλά μέχρι να λυγίσει θα πολεμάει και θα αντιστέκεται. Είναι και δυνατή, και αδύναμη: και τα δύο στον υπερθετικό βαθμό. Και, μολονότι έχει πολλά στοιχεία από αντίστοιχες λογοτεχνικές, αλλά κυρίως κινηματογραφικές και νουάρ κόμικς ηρωίδες, στην πραγματικότητα είναι γοητευτική επειδή έχει μέσα της χαρακτηριστικά που διαθέτουν όλες οι γυναίκες, όπως εγώ και εσείς, και η καθεμιά μας – αλλά στον υπερθετικό, και πάλι, βαθμό. Δεν είναι υπερηρωίδα, λοιπόν. Είναι υπερ-γυναίκα. Ή γυναίκα σκέτο. Δηλαδή κάτι πολύ δυνατό. Κάτι που μπορούμε να είμαστε, ή να γίνουμε, όλες μας. Και βέβαια είναι και σέξι – και πάλι με τον τρόπο της. Που είναι επίσης γοητευτικός, και φυσικά ιδιαίτερος.

Θα ήθελες να μας περιγράψεις ένα τυπικό 24ωρό σου;
Δεν νομίζω πως το δικό μου 24ωρο έχει πολύ ενδιαφέρον! Της Στέλλας Άνταμς, παρά τους δολοφόνους που κυνηγάει μέσα στην Αθήνα, είναι πολύ καλύτερο. Ναι, θα ήθελα πάρα-πάρα πολύ να έλεγα πως ξυπνάω το πρωί, διαβάζω τις ειδήσεις από τα ξένα Μέσα ακούγοντας μουσική, παίρνω ένα σούπερ υγιεινό πρωινό και πηγαίνω στο γραφείο μου για να γράψω δυο-τρεις ώρες, πριν συναντήσω φίλους για brunchστο όμορφο καφέ απέναντι και, λίγο αργότερα, τον personal trainerμου για να κάνουμε γυμναστική με βάρη, μποξ και Pilates –που τα λατρεύω όλα αυτά–, για να φτάσει το βραδάκι οπότε θα πάρω ένα βιβλίο και θα διαβάσω τσιμπώντας φρούτα ή μία σαλάτα αφού πρώτα κάνω ένα ζεστό μπάνιο κλπ. κλπ. Αντίθετα, ξυπνάω πολύ-πολύ πρωί, τρώω γρήγορα (αν και πάλι όσο πιο υγιεινά μπορώ), ετοιμάζομαι και πηγαίνω στη δουλειά μου, από την οποία δεν σηκώνω κεφάλι, πλην της ώρας τού lunch-break, μέχρι το απόγευμα, οπότε και επιστρέφω πτώμα στο σπίτι μας, με αντοχές για το πολύ μισή πάνω-κάτω ώρα στον διάδρομο και για μία ταινία, ή ένα-δυο επεισόδια μιας σειράς στην τηλεόραση. Διαβάζω τα νέα πηγαίνοντας το πρωί στη δουλειά, ακούγοντας ταυτόχρονα podcast με true crime ιστορίες για να προλάβω «κάτι παραπάνω». Και τα Σαββατοκύριακα, όχι όλα αλλά τα περισσότερα, ξαπλώνω στον καναπέ για να βγάλω τουλάχιστον ένα βιβλίο τη φορά, γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Αλλά, ναι, στο μεσημεριανό διάλειμμα για φαγητό έχω την πολυτέλεια να κάνω μία μεγάλη βόλτα στο Κάστρο της Πράγας, στους πελώριους κήπους που έχει εκεί, κι αυτό είναι αναζωογονητικό. Την άνοιξη και το καλοκαίρι επιστρέφω στο σπίτι με τα πόδια, περνώντας πάλι μέσα από πάρκα, με τα ακουστικά πάντα στα αυτιά. Είναι ωραία. Μετά τις παρουσιάσεις της «Πύρινης Κόλασης» στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου να ξαναρχίσω πάλι δυναμικά γυμναστική.

Amagi radio. Γιατί να συντονιστώ σε αυτόν;
Γιατί είναι ο #1 διαδικτυακός σταθμός, γιατί οι πολιτικές εκπομπές του δεν έχουν το όμοιό τους σε άλλο σταθμό, γιατί είναι ένας πολιτιστικός, επίσης, σταθμός υψηλού επιπέδου, γιατί έχει πολλές εκπομπές λόγου – και βέβαια γιατί παίζει πολλή και πολύ καλή μουσική. Ο Amagi είναι πια πολύ ώριμος σταθμός, και ταυτόχρονα μία πολύ μεγάλη «οικογένεια». Κάθε εκπομπή έχει, εκτός των υπολοίπων, και έναν δικό της πυρήνα ακροατών, που συγκροτούν μικρές-μικρές κοινότητες. Δεν έχει όμοιό του, και σίγουρα όχι στην Ελλάδα. Είναι ένα φαινόμενο. Να μας ακούτε κι εμάς, παίζουμε κάθε Κυριακή, 10-12 το βράδυ – ώρα Ελλάδος!

Αρσέν, Φαντομά, Άγκαθα. Τρεις ισχυρές προσωπικότητες με το δικό τους φανατικό κοινό. Πώς είναι η συνύπαρξη μαζί τους;
Ευλογία. Πραγματική ευλογία. Όποιος έχει σκυλάκι ή γατάκι ξέρει πολύ καλά τι λέω. Εμείς έχουμε τρία συνολικά, οπότε είμαστε τριπλά τυχεροί. Μπορεί να έχουν τελείως διαφορετικές προσωπικότητες –ο Αρσέν είναι κάπως μελαγχολικός και κατσούφης, η Φαντομά πολύ αριστοκρατική και απόμακρη, αλλά όχι πάντα, και η μικρή Άγκαθα τελείως πειραχτήρι, σούπερ κοινωνική και… σατανάς–, αλλά και τα τρία είναι πολύ αγαπησιάρικα πλάσματα και σου δίνουν στο χιλιαπλάσιο ό,τι τούς προσφέρεις. Είναι πολύ καλά παιδιά, τα καλύτερα που μπορούσαμε να ονειρευτούμε. Και βέβαια γύρω από τα τρία τους υπάρχουν μερικές χιλιάδες άλλοι άνθρωποι (η Σελίδα τους έχει 11.000 φαν) που παρακολουθούν τη ζωή τους, τις σκανδαλιές τους, τις αρρώστιες τους, τα πάντα, και πολλοί από αυτούς έγιναν με τον καιρό οι πιο καλοί μας φίλοι. Αυτό κι αν είναι όμορφο.

Πες μου κάτι που σε εκνευρίζει αφάνταστα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και κάτι που σε συναρπάζει;
Κάτι που με συναρπάζει: όλα αυτά που είπα για τις κοινότητες φίλων, τις παρέες, μέσω του Αρσέν και των αδελφών του, και μέσω του Amagi και της εκπομπής μας. Η δυνατότητα, δηλαδή, που σου παρέχουν τα social media να δικτυώνεσαι με ανθρώπους τόσο πολύ και τόσο στενά. Με ανθρώπους, μάλιστα, που ίσως δεν δεις ποτέ από κοντά στη ζωή σου! Όσο για το τι με εκνευρίζει… Νομίζω τίποτα πια, κι ας πιάνω καμιά φορά τον εαυτό μου να θυμώνει βλέποντας το timeline μου. Τίποτα, γιατί ουσιαστικά δεν συμμετέχω πια παρά μονάχα σε πολύ συγκεκριμένα, και πολύ λίγα, «μέρη». Σπανίως γράφω η ίδια, και σπανίως σχολιάζω. Προσπαθώ να βλέπω μόνο τι ανεβάζουν οι φίλοι μου για να τους κάνω λάικ – καρδούλα. Οπότε δεν βλέπω, και δεν θέλω πια να βλέπω, τους καβγάδες, τις φαγωμάρες, τις βρισιές και όλα αυτά. Κάποτε το έκανα, αλλά στ’ αλήθεια δεν μου λείπει καθόλου.

Τι σου λείπει από την Ελλάδα στην καθημερινότητά σου;
Από την Ελλάδα μού λείπουν πολλά. Πρώτα-πρώτα η οικογένειά μου βέβαια. Το τηλέφωνο, τα μηνύματα και όλα αυτά είναι καλά, αλλά είναι υποκατάστατα. Θα ήθελα να τους έβλεπα πιο συχνά. Ταξιδεύω πολύ με τη δουλειά μου, και επισκέπτομαι πολλές χώρες, αλλά στην Ελλάδα βρίσκομαι περίπου τρεις φορές τον χρόνο μόνο, κι αυτό για ελάχιστες ημέρες κάθε φορά, και πάντα πνιγμένη και με τρομερά γεμάτο πρόγραμμα, που πρέπει να το ετοιμάσω από πριν με κάθε λεπτομέρεια –είμαι πολύ καλή σε αυτή τη δουλειά– και να φροντίσω να το τηρήσω με το δευτερόλεπτο. Έπειτα, ασφαλώς μου λείπει η Θεσσαλονίκη, οι δρόμοι που αγαπώ, ένα-δυο στέκια κ.λπ. Όμως, και ίσως φανεί παράξενο αυτό, περισσότερο μου λείπει η Αθήνα – ίσως γιατί με τον καιρό οι πιο πολλοί φίλοι μας είναι εκεί. Εκεί επίσης γίνονται και τόσο πολλά πράγματα, πολλά από τα οποία τα κάνουν άνθρωποι που ξέρω καλά, είμαστε φίλοι και τους εκτιμώ. Όμως δεν μπορώ να συμμετάσχω, δεν θα πάω στην τάδε παρουσίαση βιβλίου, ας πούμε, ή στην τάδε συγκέντρωση. Και, μιλώντας για βιβλία, να πω ότι μου λείπει αυτό που έχουν όλοι οι συγγραφείς που ζουν στην Ελλάδα, και κυρίως στην Αθήνα: τη δυνατότητα να είναι κοντά στους αναγνώστες, κοντά στους άλλους συγγραφείς, κοντά στα βιβλία γενικώς – και κοντά στα βιβλιοπωλεία. Έκανα δύο παρουσιάσεις με τον «Βυθισμένο ουρανό», μία στην Αθήνα και μία στη Θεσσαλονίκη, και θα κάνω άλλες δύο, όπως είπα και πριν, για την «Πύρινη κόλαση». Ζηλεύω αυτούς που κάνουν δεκάδες. Δεν το κρύβω. Είμαι πια κομμάτι της διασποράς, όμως, και πρέπει να πορευτώ μ’ αυτό.