Βιβλιο

Οι «Απαρατήρητοι» της Αγγελικής Σπανού γίνονται όμοιοί μας

Μια κριτική παρουσίαση του καθηγητή Ψυχιατρικής Νίκου Τζαβάρα

A.V. Guest
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής Νίκος Τζαβάρας διαβάζει το βιβλίο «Απαρατήρητοι» της Αγγελικής Σπανού (εκδόσεις Πόλις).

Υπάρχουν κείμενα που δικαιούνται την παρουσίασή τους τόσο σε μία λογοτεχνική επιθεώρηση όσο και σε ένα περιοδικό της Ψυχιατρικής ή της Ψυχολογίας. Αναφέρομαι στην επιλογή μου να σχολιάσω το βιβλίο της κυρίας Αγγελική Σπανού που φέρει τον τίτλο, προσδιοριστικό του περιεχομένου του, «Απαρατήρητοι». Πρόκειται για την καταγραφή −με έναν ιδιαίτερο χειρισμό της διάρθρωσής τους− μιας σειράς συνεντεύξεων με άτομα τα οποία δεν μας είναι άγνωστα, αλλά η συμπεριφορά και η παρουσία τους δεν ανανεώνουν, δεν ερεθίζουν την προσοχή της αντίληψής μας. Ανήκουν στην καθημερινή επιδερμίδα της κοινωνικής μας δραστηριότητας, μας αγγίζουν, αλλά δεν μας απασχολούν. Συνοδεύουν τους προκαθορισμένους ρόλους μας, αλλά – τις περισσότερες φορές– δεν μας ενδιαφέρει εκείνων η προέλευση, η βιογραφία τους ή οι αντιξοότητες που διαμορφώνουν την ύπαρξή τους. Δεν είναι οι εντελώς παρείσακτοι, οι πλήρως εξαθλιωμένοι. Παραμένουν όμως έμψυχα εργαλεία χρήσης για τις ανάγκες μας ενώ έχουν μία ευκαιριακή θέση στις προσυνειδητές μας συνειρμικές φαντασιώσεις. Αυτή η φευγαλέα απασχόλησή μας με την ύπαρξή τους αποτέλεσε, κατά την κρίση μου, ουσιαστικό έναυσμα για την ανάδειξη των «Απαρατήρητων» της κ. Σπανού. Oι απαρατήρητοι δεν μας είναι απόμακροι. Οι εικόνες τους που μας προσφέρει η συγγραφέας συναντώνται με δικά μας ανεξερεύνητα βιώματα κατά την τριβή μας με τον κόσμο, με βεβιασμένες αντιλήψεις ανθρώπων που συλλειτουργούν μαζί μας, στους οποίους απευθυνόμαστε για να διακόψουμε αμέσως μία σχέση που μόλις προοιωνίζεται, ανταλλάσσουμε μαζί τους χαμόγελα, χειρονομίες και λόγια σημαντικά ή ασήμαντα, και ακόμη λόγια προσμονών που ξεθωριάζουν μόλις ειπωθούν.

Στα πορτραίτα που προκύπτουν από τους διαλόγους περιλαμβάνονται ο ντελιβεράς, η υπάλληλος του σούπερ μάρκετ, ο τραυματιοφορέας, η ευκαιριακή τηλεφωνήτρια, η ταξιθέτρια… – μία σειρά από αντιπροσωπευτικές μοίρες που συνυπάρχουν σ’ ένα φάσμα κοινωνικής ψυχολογίας. Διαβάζοντας, απνευστί, αυτό το βιβλίο αναρωτιέσαι ως αναγνώστης που σε κατακτά ο ρυθμός του ύφους του, αλλά και ως ψυχίατρος που έχει συνηθίσει να μελετάει τις ιδιαιτερότητες φυσιογνωμιών, πώς αγνοούσες, πώς ο ίδιος δεν είχες επισημάνει ή, καλύτερα, γιατί είχες αποφύγει να ανιχνεύσεις το βάθος αυτών των κοινότοπων, απαραίτητων και φευγαλέων προσώπων.

Η κ. Σπανού ακολουθεί μία διττή συγγραφική πρόθεση: η συναρπαστική της αφήγηση επιτυγχάνει την αφύπνιση ενός παραγκωνισμένου κι όμως ελλοχεύοντος ενδιαφέροντος για τις βιογραφίες που αναδεικνύει και που τις καθιστά οικείες μέσω ενός ύφους απέριττου και ταυτόχρονα στικτού και έντονου. Χάρη στην ευεργετική επιρροή της δημοσιογραφικής της αγωγής μπορεί και συγκεντρώνεται σε μία αρχική, θα την αποκαλούσα κάνοντας χρήση ενός όρου της ψυχοπαθολογίας, φαινομενολογία της προσωπικότητας η οποία αναβιώνει, αποκτά πλαστικότητα και εντυπώνεται. Ήδη σε αυτό το σημείο η περιέργεια, τα πρώτα συναισθήματα θλίψης και ταύτισης του αναγνώστη, υποβοηθούν την αυτονόητη διολίσθηση στο δεύτερο κάθε φορά μέρος του διαλόγου όπου κυριαρχεί η βαθμηδόν αποκάλυψη της βιογραφίας. Η έλξη που ασκεί οφείλεται στη διολίσθηση, στην πράγματι έξοχη εξέλιξη του εξωτερικού περιγράμματος προς την εσωτερικότητα του εκάστοτε συνομιλητή. Στην ανάπλασή της η συγγραφέας συμμετέχει με τη δική της ιδιοσυγκρασία, τις δικές της προβολές στο υλικό που της παρουσιάζεται. Επιτρέπει να κινηθεί πέραν μιας κατά γράμμα ρεαλιστικής επανασύνταξης των όσων της εξιστορούν, αλλά προσδίδει και προδίδει τη δική της συγκινησιακή πραγματικότητα. Η συνέντευξη αρχίζει με την αμεσότητα και πειστικότητα μιας λιτής συζήτησης που ζωντανεύει καθώς διευρύνεται από σκέψεις, εντυπώσεις, κρίσεις της, χάρη στις οποίες τα πρόσωπα των συνεντεύξεων αποκτούν δραματικό βάθος. Είναι αυτό που ενσυνείδητα ή προσυνειδητά επιδιώκει η τροπή της συνέντευξης: να εκμεταλλευτεί την ένταση του πλαισίου μιας ανθρώπινης εικόνας για να την καταστήσει μία οικεία ύπαρξη. Δεν αποτελεί πια ένα καθημερινό στοιχείο βεβιασμένων επαφών, αλλά την έκφραση ενός βίου που ανακαλύπτεται και εγγράφεται στον αναγνώστη. Όχι μόνον δεν ενοχλεί η απομάκρυνση από την απτή παραστατικότητα της αρχικής προσέγγισης, αλλά αντίθετα την κατευθύνει σ’ αυτό που επιστεγάζει: στη ζωντανή πολυμορφία αναφορών σε γεγονότα, τραύματα, επιδιώξεις, έρωτες ή στερήσεις, που ανασύρουν πίσω από τη μονοτονία της καθημερινής λειτουργικότητας, οι απλές λέξεις και κουβέντες με τη δημοσιογράφο.

Οι άνθρωποι αυτοί, οι απαρατήρητοι, γίνονται όμοιοί μας. Μας εκπλήσσουν και μας ενοχοποιούν επειδή επιμέναμε στην άγνοια των όσων βαθμηδόν αποκαλύπτονται σ’ αυτό το βιβλίο. Ο αυτονόητος συγκερασμός των δύο επιπέδων, της αρχικής ζωηρής περιγραφής και καταγραφής ενός προσώπου που εντοπίζεται και αποσπάται, και του μετασχηματισμού του σε μία αλληλουχία δοκιμασιών που έχει υποστεί, οφείλεται στους συγγραφικούς, αισθητικούς χειρισμούς της κυρίας Σπανού. Την ευρηματικότητα των εικόνων που συρράπτονται διατρέχει η εξαρχής ανίχνευση της αποξένωσης, της ένδειας, της δυστυχίας, αλλά και του πάθους και της ουτοπίας, εγκλωβισμένα στην ασφυξία της εργασιακής ή και οικογενειακής μοίρας. Αυτή η αντινομική ένταση −όπως λ.χ. στη ζωή μιας γυναίκας που δουλεύει στα διόδια με την αμετάβλητη για ώρες επιτήδεια συναλλαγή με οδηγούς και που τη νύχτα καταφεύγει σε όνειρα συμφοράς− ανάμεσα στις επιβεβλημένες, επανερχόμενες μηχανικές κινήσεις και την αδυσώπητη αίσθηση της αποξένωσης τις ώρες της σχόλης κατακλύζει τον αναγνώστη ως δηλωτική σύγκλιση δύο όψεων που ανήκουν στον ίδιο συνάνθρωπο. Είναι δε τόσο γνήσια και ταυτόχρονα προκλητική η συνάρθρωσή τους ώστε δημιουργούν την απεικόνιση μιας γενικότερης, διάχυτης αντιξοότητας στις διαπροσωπικές σχέσεις, οφειλόμενης τόσο στην οικονομική πραγματικότητα που υπαγορεύει την εξειδικευμένη κατάτμηση της εργασίας όσο και στη δυσφορία εντός ενός δυσβάσταχτου πολιτισμού. Μολαταύτα οι πρωταγωνιστές των διηγήσεων ανθίστανται στο σύνολό τους και δεν εγκαταλείπουν ολοσχερώς την ανθηρότητα της ελπίδας. Έχουν απόψεις, κρίνουν και διακινούνται πολλές φορές από πολιτική βούληση υπέρ της αλλαγής της κοινωνικής φθοράς.

Η κ. Σπανού ταυτίζεται με το κλίμα που εξυφαίνει απρόσκοπτα η ίδια η τεχνική της συνέντευξης, χάνει για στιγμές την παθητική ουδετερότητα εκείνου που κατευθύνει τις ερωτήσεις και επιτρέπει να διαφαίνεται η δική της συγκίνηση. Αυτό το πλέγμα επικοινωνίας, ουδετερότητας και συναισθηματικής ανταπόκρισης, διατρέχει όλες τις συναντήσεις με τους απαρατήρητους. Πρόκειται για την ισχυρότερη πλευρά ενός γνήσιου ύφους, προερχόμενου από την αξιοποίηση της διαίσθησης της συγγραφέως να οδηγείται στην υποκειμενική εκμυστήρευση του συνομιλητή. Απλώς, αλλά αντιπροσωπευτικά γεγονότα συνθέτουν την αναπαράσταση ενός κάθε φορά ιδιαίτερου βίου δίχως να απαιτούνται δαιδαλώδεις ψυχολογικές περιγραφές όπως είθισται να συναντούμε συχνά στη λογοτεχνία. Αν κάτι δημιουργεί ένα πεδίο έλξης αυτής της πρόζας είναι η προφάνεια της αισθητικά και ψυχολογικά απτής επαφής με πρόσωπα ενός συνεχούς κοινωνικού φάσματος που συναρθρώνονται. Με απέριττα, σχεδόν φειδωλά μέσα διεγείρεται στον αναγνώστη η επιθυμία να συνεχίσει να παρακολουθεί την εξέλιξη μιας παράθεσης προσώπων που αλληλοσυμπληρώνουν ένα ταξικό σύνολο. Η γλώσσα που χρησιμοποιούν έχει τη λαϊκή ποιότητα που χρωματίζεται από το επαγγελματικό περιβάλλον και την ανεπιτήδευτη ζωντάνια εκείνων που μιλούν για τα όσα ξέρουν και τους κατατρύχουν. Ορισμένες από τις πρώτες συνεντεύξεις εκτυλίσσονται με στοιχεία διαλέκτου που έχουν προκύψει στον μικρόκοσμο των καθημερινών τους συναλλαγών. Παραπέμπουν σε μία διεύρυνση και επένδυση της γλώσσας που διαθέτει τη γοητεία μιας ιδιόμορφης επικοινωνίας, ενός είδους αντίστασης κατά της αφομοίωσης με τα καθιερωμένα εκφραστικά σχήματα. Και η υπενθύμισή τους στις συνεντεύξεις δείχνουν και πάλι τη φροντίδα της κ. Σπανού να μένει πιστή στην ταύτιση με την ανθρώπινη υπόσταση που ανιχνεύει. Ενδεικτικό της ικανότητάς της να μεταφέρει την πρωτοτυπία και προπάντων σημασία του τρόπου που ενεργεί είναι η απροθυμία του αναγνώστη να αποδεχθεί το τέλος των «Απαρατήρητων» ως την οριστική ολοκλήρωση της πρόθεσης της συγγραφέως. Μέσα του σχηματίζεται η προσμονή της συνέχισης του.

Νομίζω πως οι εντυπώσεις που προέρχονται διαβάζοντας με κάποια –περιέργως– ενοχοποιητική βουλιμία τον μικρό σε έκταση τόμο διανοίγουν μία διαφορετική προοπτική κατά την επαφή και ενασχόλησή μας με τους συγκεκριμένους ανθρώπους μιας αποκρυπτόμενης βιοπάλης. Αν κάτι προσφέρει είναι η αναπόδραστη, αποτυπωμένη πρόκληση και ευαισθησία να τους αντικρίζουμε με την υποψία πως πέραν της επιφανειακής λειτουργικότητας τους διαθέτουν τις διαστάσεις προσωπικοτήτων που αγνοούσαμε.


Ο Νίκος Τζαβάρας είναι ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (ΔΠΘ) και επίτιμος πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (ΕΨΕ).