Βιβλιο

Άυν Ραντ, ένας «Ύμνος» στον ελεύθερο άνθρωπο

«Λατρεύω τα άτομα για τις υψηλότερες δυνατότητές τους ως άτομα»

Κωνσταντίνος Τζήκας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Άυν Ραντ: Οι δύο αυτές συλλαβές ίσως να μη λένε πολλά στον μέσο Έλληνα αναγνώστη, παρότι τα γνωστότερα μυθιστορήματά της («Ο Άτλας Επαναστάτησε», «Κοντά στον Ουρανό») κυκλοφόρησαν στο παρελθόν, από τις εκδόσεις Ωκεανίδα, και άφησαν, ούτως ειπείν, το στίγμα τους. Για τον μέσο Αμερικάνο, όμως, αυτές οι δύο λεξούλες είναι ικανές να παρασύρουν σε δαιδάλους συζητήσεων και αντιπαραθέσεων, ένθερμο βόλεϊ επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων.

Λίγοι διανοούμενοι υπήρξαν τόσο λιγωτικά, τόσο εξαίσια διχαστικοί (η λέξη «πολωτικοί» ίσως το εκφράζει με μεγαλύτερη ακρίβεια), όσο η Ρωσοαμερικανίδα Άυν Ραντ (1905-1982), η συγγραφέας που εγκατέλειψε την ΕΣΣΔ σε νεαρή ηλικία, αηδιασμένη από τον κομμουνισμό και προσχώρησε στις ΗΠΑ, όπου και ανέπτυξε εις βάθος το φιλοσοφικό σύστημα του «αντικειμενισμού», που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, πίστη στην ατομική αξία του ατόμου, απόρριψη παντός είδους κολλεκτιβισμού και κρατισμού, υποστήριξη του laissez faire καπιταλισμού. Και ανάδειξη του Λόγου, της λογικής, ως μόνο θεμέλιο λίθο της ανθρώπινης ύπαρξης. «Λατρεύω τα άτομα για τις υψηλότερες δυνατότητές τους ως άτομα», αναφέρει σε γραπτά της η Ραντ – κάπως έτσι θα μπορούσε να επιγράφεται ο τάφος της.

image

Η αριστερά την εχθρεύεται απροκάλυπτα – ο Νόαμ Τσόμσκι την αποκάλεσε «διαβολική» - η Δεξιά, εν μέρει, προσεταιρίστηκε τις αναφανδόν αντικομμουνιστικές θέσεις της (αλλά όχι, για παράδειγμα, την άθεη λογοκεντρικότητα του φιλοσοφικού της συστήματος), ενώ ο φιλελευθερισμός την εναγκαλίστηκε ως ηγερία της αξίας του ατόμου και της ελεύθερης αγοράς. Παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε, περί γενικεύσεων και επικίνδυνων απλουστεύσεων, η φιλολογική της αξία φαντάζει αδιαπραγμάτευτη, γενεές εκκολαπτόμενων διανοούμενων ανά τον κόσμο ανατράφηκαν με τα γραπτά της και τα περιέφεραν ως αυτοσχέδιες Βίβλους, ενώ τα περί ων ο λόγος συγκαταλέγονται στα κλασικά αναγνώσματα της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας, πλήρως κανονικοποιημένα. Όπως ακριβώς η ίδια η Ραντ έχει ενσωματωθεί πλήρως στην αμερικανική λαϊκή κουλτούρα, ως αναπαράσταση σε πίνακες ή γελοιογραφίες.

Κάθε νέα μετάφραση βιβλίου της στα ελληνικά δεν μπορεί παρά να αποτελεί εκδοτικό γεγονός. Το αυτό συμβαίνει τώρα, με την έκδοση του βιβλίου της «Ύμνος» (Anthem) από το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών-Μάρκος Δραγούμης, αμετάφραστο μέχρι τώρα στη γλώσσα μας. Βιβλίο που η ίδια συνέλαβε σε εφηβική ηλικία και το οποίο δεν εκδόθηκε παρά το 1937. Ήδη σε αυτό ενυπάρχουν, εν σπέρματι, τα λαϊτμοτίφ που επρόκειτο να «εκτελέσει» στα κατοπινά έργα της: η φυγή-φούγκα του ατόμου από τη συντριπτική, τυραννική μαζικότητα, η καντέντσα της θριαμβικής ανάδειξης του ενός εν μέσω των πολλών.

image

Ο «Ύμνος» είναι μια δυστοπία που φέρνει στο νου τον προγενέστερο «Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο» του Άλντους Χάξλεϊ. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες στους κόσμους που περιγράφονται στα δύο αυτά βιβλία: κόσμοι στους οποίους δεσπόζει μια στείρα, απαγορευτική για την πρωτοβουλία, μαζικότητα, η απόλυτα ρυθμιζόμενη ταξινόμηση και διαστρωμάτωση των ανθρώπων σε κάστες, η απαρέγκλιτη ρύθμιση κάθε πλευράς της δημόσιας ή ατομικής ζωής, η επιβεβλημένη απουσία κάθε στενής διαπροσωπικής σύνδεσης μεταξύ των ανθρώπων, η κατάργηση κάθε συνεκτικού ιστού, συζυγικού ή οικογενειακού, αφού τα παιδιά αγνοούν τους γονείς τους σε μια εφιαλτική παρωδία της ιδεατής πλατωνικής πολιτείας. Ακόμα και το εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης του «Ύμνου» παραπέμπει εν μέρει σε sci-fi δυστοπία του ’30 και εν μέρει σε παρωδία σοβιετικής αφίσας της περιόδου.

Στον «Ύμνο», ο κεντρικός ήρωας, όπως και όλα τα άτομα του κόσμου αυτού, έχουν απωλέσει τόσο θεμελιωδώς την έννοια του ατόμου, που ακόμα κι όταν αφηγείται, όταν περιαυτολογεί, αναφέρεται στον εαυτό του ως «εμείς». Κάθε πράξη του, κάθε γνώρισμά του, εκφράζεται στον πρώτο πληθυντικό, χάνεται, χωνεύεται θα έλεγε κανείς μέσα στο τεράστιο, αχανές μόρφωμα μιας συλλογικής ύπαρξης, μιας πλήρως προγραμματισμένης, άβουλης κυψέλης συνειδήσεων. Μόνο ο αφηγητής, ο – ή μάλλον οι – Ισότητα 7-2521 διαπράττουν το αμάρτημα της προτίμησης – προς ένα φίλο, προς μία γυναίκα – και το αμάρτημα της περιέργειας, της δίψας για γνώση.

Η απαγορευμένη λέξη του κόσμου που έπλασε η Ραντ είναι, βεβαίως, το «εγώ», λέξη ανείπωτη, αρχαϊκή, επιφορτισμένη με τρομερή σημασία, λησμονημένη όμως από τους περισσότερους. Λέξη που εξαλείφθηκε όταν – βάσει της εναλλακτικής ιστορίας που γράφει η Ραντ – επικράτησε ο κολλεκτιβισμός, ισοπεδώθηκε η ατομικότητα και οι άνθρωποι εγκατέλειψαν όλα εκείνα τα τεχνολογικά και κοινωνικά επιτεύγματα που θεωρήθηκαν ότι συνδέονταν με τη μοχθηρία του καπιταλισμού. Πρόκειται για μια έξυπνη αντιστροφή των δύο αριθμών, ενικού και πληθυντικού: καθώς δαιμονοποιείται η έννοια του «εγώ» και αντικαθίσταται από ένα πανίσχυρο «εμείς», το «εγώ» καταλήγει να εκφράζει τον φόβο του Άλλου, την προβολή μιας φαντασιωσικής αγωνίας για έναν αόρατο εχθρό, ενώ το «εμείς» την ασφάλεια μιας σχεδόν συμβιωτικής, αξεχώριστης ύπαρξης, ασφυκτικής για τα δικά μας δεδομένα.

image

Η έκδοση του «Ύμνου» από το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελέτων, με δική του πρωτοβουλία, αποτελεί μια καλή εισαγωγή στο έργο της, αφού πρόκειται για ένα από τα πιο εύληπτα και ευσύνοπτα μυθιστορήματά της, χωρίς να υπολείπεται σε ποιητικότητα. Η ελληνική έκδοση περιλαμβάνει άλλωστε έναν οδηγό για το έργο και τη φιλοσοφία της, εργογραφία, πρόλογο από τον φιλολογικό κληρονόμο της Ραντ, Λέοναρτ Πέικοφ, αποσπάσματα από γράμματα, συνεντεύξεις και ημερολογιακές καταγραφές της δημιουργού. Η μετάφραση είναι προϊόν συλλογικής δουλειάς (Γιώργος Γρηγορόπουλος, Στάθης Θεοδώρου, Πασχάλης Καράμπελας, Γιώργος Σιβρίδης, Νίκος Χαραλάμπους). Ωστόσο, δεν απουσιάζουν κάποια λάθη και απροσεξίες, για τα οποία αναπληρώνει ο ενθουσιασμός της ομάδας και η σημαντική προσπάθειά τους να συστήσουν λίγο καλύτερα τη δημιουργό στο ελληνικό κοινό.

Ο τίτλος του βιβλίου, για όσους αναρωτιούνται – και όπως διευκρινίζεται και στον πρόλογο – είναι μία ευθέως ειρωνική αναφορά στους πάσης φύσεως πολιτικούς και θρησκευτικούς ύμνους που τείνουν να ευθυγραμμίζουν το άτομο με τη μάζα. Η Ραντ επαναοικειοποιείται τη λέξη «ύμνο» από το θρησκευτικό πεδίο, στο οποίο έχει εξοβελιστεί μαζί με την έννοια «ηθική» και τις επαναμεταγράφει στο πεδίο της ανθρώπινης ύπαρξης και του πραγματισμού.