Βιβλιο

Η αλλαγή ενός τόνου

Ένα διήγημα του Κώστα Λεϊμονή

A.V. Guest
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Τέλος στην αναστολή πλειστηριασμών των ακινήτων», διάβασε στο κάτω μέρος του εξωφύλλου της κυριακάτικης εφημερίδας. Τα ακροδάχτυλά του έσφιξαν το φύλλο, το τσαλάκωσαν. Λες και έφταιγε εκείνο για τις ειδήσεις. Παράτησε κάτω τις χάρτινες σελίδες με τις φλέβες στα χέρια του να πετάνε έντονα και τα πυκνά του φρύδια να προσπαθούν να φτάσουν το ένα το άλλο. Ξεφύσηξε. Σηκώθηκε όρθιος και κίνησε για το υπνοδωμάτιό του με την ελπίδα να βρει εκεί τον αναπτήρα. Ήθελε απεγνωσμένα να ανάψει το προτελευταίο τσιγάρο, που είχε μείνει για καιρό στο πακέτο του. Το τυραννούσε πολύ καιρό. Είχε πάψει το κάπνισμα. Μόνο στις «μεγάλες φουρτούνες» είχε πει ότι ίσως ενέδιδε. Δεν βρήκε αυτό που έψαχνε. Αναστάτωσε όλο το σπίτι. Μέχρι που θυμήθηκε. Το είχε δανείσει στον πρώτο του εξάδερφο, όταν είχε έρθει για επίσκεψη την προηγούμενη μέρα. Και τώρα τι; Πώς θα αντιδρούσε σε αυτή την είδηση; Πώς θα έδειχνε την αγανάκτηση, την απόγνωσή του; Στάθηκε όρθιος για λίγο με τα μάτια κλειστά και τα χείλη σφιγμένα. Έδινε τη μικρή του μάχη. Τη μάχη του πολίτη. Έδειχνε τη δύναμη της μονάδας. Τη σπίθα της αναμενόμενης επανάστασης του τόπου... Αυτός θα ξεκινούσε τη μεγάλη αλλαγή... Αυτός θα έδινε το μεγάλο «πάμε», κι ας ήταν λίγο μεγάλος. Όχι στο ύψος. Όχι στο σώμα. Στην ηλικία. Και τι μ’ αυτό; Θα ξεσήκωνε το πλήθος... Θα τους έδειχνε εκείνος...

«Το χειρότερο είναι να μείνεις πάνω στην απόπειρα. Εκεί δεν θα σε δει κανείς. Δεν θα σε προσέξει κανείς. Δεν θα σε λογαριάσει κανείς και ίσως σε λυπηθεί και κάποιος», του είχε μιλήσει με λόγια σοφίας ο καθηγητής Λογοτεχνίας από το Λύκειό του χρόνια πριν. Είχαν κρατήσει για κάποιο διάστημα επαφές. Τη σχέση εκείνη που αναπτύσσεται μεταξύ μαθητή και δασκάλου, άπειρου και γνώστη, αισιόδοξου και ρεαλιστή και κρατάει μέχρι την προσωρινή νίκη του θανάτου επί της ζωής με διαιτητή τις εμπειρίες. Δεν έπρεπε, το λοιπόν, να μείνει στην απόπειρα. Να κάνει πίσω. Να λοξοδρομήσει και να παραμείνει στην εύκολη λύση της αναδίπλωσης, του δωρεάν ωχαδερφισμού, του έτοιμου φαγητού που χορηγείται σε όλους, όσοι περνούν με επιτυχία τη διαδικασία της πλύσης εγκεφάλου.

Θα έπραττε. Δεν θα σιωπούσε. Βιάστηκε να ντυθεί. Να βάλει τα καλά του. Διάλεξε το ωραίο του κουστούμι από την ντουλάπα. – Κάποια στιγμή σα να του φάνηκε ότι μύριζε ακόμη ναφθαλίνη – Χτένισε τα ατίθασα από τις ιδέες του μαλλιά και άρπαξε το ελαφρύ του πορτοφόλι. Κατόρθωσε τελευταία στιγμή να κλείσει το ξύλινο παράθυρο του καθιστικού που αντιστεκόταν στην έντονη φορά του ανέμου, πριν η κουρτίνα σύρει στο διάβα της ό,τι θα ’βρισκε μπροστά της. Έφτασε στο τραπέζι του σαλονιού, έσκισε το φύλλο της εφημερίδας, το δίπλωσε στα τέσσερα και το πήρε μαζί του. Άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Κίνησε για την επανάσταση.

Στη διαδρομή σκεφτόταν: «Απλό ήταν. Αυτό ήταν. Οι αξίες δεν θα χαθούν. Η νέα γενιά θα πάρει πίσω όσα ασυνείδητα ξεστόμισε για μας. Θα της κληροδοτήσουμε μια χώρα καθαρή». Στο δρόμο για την πλατεία των Λεόντων χαιρετούσε γνωστούς με ασυγκράτητο χαμόγελο.

- «Γεια σου, Βαγγελιώ! Ωραία μέρα για αντίσταση, δεν βρίσκεις;»

- «Γεια σου κι εσένα. Αντώνη! Για πού το ’βαλες;»

- «Πηγαίνω να μας αθωώσω στα μάτια των παιδιών»

Η κυρία Βαγγελιώ έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα ακόμα με τα μάτια γουρλωμένα και τη σκούπα ακίνητη στο περβάζι της πόρτας του μαγαζιού της.

Είχε ανατείλει μια ηλιόλουστη μέρα σε όλο το νομό Ηρακλείου. Ο Αντώνης κατηφόριζε, ανηφόριζε, στεκόταν και προχωρούσε. Έπαιρνε δυο – τρεις ανάσες για εφόδιο και πάλι απ’ την αρχή.

- «Γεια σου, Πάτροκλε!»

- «Γεια σου, Αντώνη! Για πού έτσι φουριόζος; Κάτσε να πιεις ένα ουζάκι!»

- «Τι να προκάμω; Τώρα επαναστατώ!»

- «Και πού ειν’ τ’ όπλο σου;»

- «Πάντα μαζί μου!», του απάντησε μεμιάς δείχνοντας το μυαλό του και συνέχισε το δρόμο του, μέχρι που οι δελεαστικές μυρωδιές απ’ την πλατεία των Λεόντων τον προειδοποίησαν ότι κοντοζύγωνε.

Κάθισε δίπλα στο συντριβάνι, βαστάζοντας την καφετιά του μαγκούρα και περίμενε γεμάτος αγωνία να έρθουν και οι υπόλοιποι, να ξεκινήσουν μαζί. Γιατί οι αλλαγές, όπως διατρανώς δήλωνε όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν, γίνονται από σύνολα συνειδητοποιημένα και όχι από καιροσκόπους διασκορπισμένους.

Η ώρα περνούσε. Σηκώθηκε και αγόρασε ένα μπουκαλάκι με νερό από το κοντινό περίπτερο βαριανασαίνοντας. Όλες οι εφημερίδες έγραφαν για τα νέα μέτρα, που είχαν προαποφασιστεί από τους κουστουμαρισμένους κυρίους πολιτευτάς. Έριξε ακόμη μία ματιά ολόγυρα, γεμάτη απορία. Ένα συναίσθημα, το οποίο ύστερα από λίγη ώρα θα παραχωρούσε τη θέση του στην απογοήτευση.

- «Μα πού είναι όλοι, Χρήστο; Γιατί δεν έρχονται;», ρώτησε τον περιπτερά με την περιέργεια φανερά ζωγραφισμένη στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό του.

- «Για ποιο πράγμα, Αντώνη;»

- «Μα για την επανάσταση ασφαλώς. Πρέπει να μιλήσουμε, να αντισταθούμε!». Ο περιπτεράς με ένα γλυκόπικρο μειδίαμα στα χείλη κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι χωρίς να αραδιάσει λέξη.

Ο Αντώνης κατάλαβε. Πλήρωσε το τίμημα, και εκείνο του νερού και εκείνο της δημοκρατίας κι αποχώρησε από το σημείο. Σκυμμένο κεφάλι. Κίνηση βαριά, χωρίς ρυθμό στον βηματισμό της. Μάτια δακρυσμένα, γόνατα λυγισμένα. Κορμί να διαμαρτύρεται για το κόστος της απρόσφορης αυτής απόπειρας. Καρδιά να πάλλεται και μυαλό να απεργεί. Κενός από σκέψεις, από ιδέες. Εγκαταλελειμμένος από αξίες μιας παλιάς εποχής. Και η τωρινή του ζωή γεμάτη συγγνώμες που δεν πρόλαβε να ζητήσει. Και ξαφνικά, εκεί στο ισοζύγιο των ιδανικών με το τίποτα, κάτι τον τάραξε. Μια μπάλα ποδοσφαίρου σταμάτησε ακριβώς μπροστά στα πόδια του.

- «Μη, κύριε! Θα τη μαζέψω εγώ!»

Ο Αντώνης γύρισε και είδε ένα παιδί. Γύρω στα δώδεκα χρόνια το υπολόγισε. Του χαμογέλασε, όταν το παιδί τον πλησίασε.

- «Μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να στην πειράξω.»

Το παιδί τον ευχαρίστησε.

- «Ξέρεις ότι είσαι περίπου στην ίδια ηλικία με τον εγγονό μου;»

- «Αλήθεια;», έκανε έκπληκτο εκείνο. «Πώς τον λένε; Μήπως πηγαίνουμε στην ίδια τάξη;»

- «Ω, όχι», αποκρίθηκε μελαγχολικά ο Αντώνης, αλλά με το χαμόγελο ακόμη παρόν στα χείλη του. «Δεν γίνεται. Ο εγγονός μου λείπει. Βρίσκεται σε άλλη χώρα.»

- «Τέλεια! Για διακοπές»;

- «Για πάντα», απάντησε πικρά, με δυσκολία, σαν να σήκωνε όλο το βάρος της σημασίας των λέξεων που ξεστόμιζε.

Το παιδί απόρησε και σιώπησε.

- «Μην ντρέπεσαι να με ρωτήσεις το γιατί. Του ’ταξαν ένα καλύτερο μέλλον. Ξεγέλασαν και τους γονείς του ακόμα. Και τους προειδοποίησα: Μην ακούτε τις ειδήσεις! Σας κοροϊδεύουν! Οι Έλληνες θα εμφανιστούν, θα μιλήσουν! Μη φύγετε...» Έκλαιγε πλέον γοερά. Η μητέρα του μικρού παιδιού ήρθε τρέχοντας, το άρπαξε από το χέρι και το επέπληξε: «Τι του δίνεις σημασία του ξεμωραμένου; Δε βλέπεις ότι παραληρεί;»

Δυο – τρεις γείτονες, μάρτυρες του περιστατικού, έχοντας βεβαιωθεί ότι ο Αντώνης ήταν κάπως καλύτερα, τον πήγαν μέχρι το σπίτι του. Έφτασε στην πόρτα με τρεμάμενα χέρια, αφού προηγουμένως τους ευχαρίστησε. Ευτυχώς τα κλειδιά τού ’καναν τη χάρη και την άνοιξαν γρήγορα. Το ξύλινο πάτωμα του καθιστικού τον υποδέχτηκε θερμά, κάνοντας το γνώριμο τρίξιμο. Γέμισε ένα ποτήρι νερό από τη βρύση της συγυρισμένης του κουζίνας και κάθισε σε μια πολυθρόνα κάνοντας πρόποση ειρωνικά και μονολογώντας γλυκόπικρα: «Στην επανάσταση».

Αμέσως, πέταξε τη μαγκούρα του μακριά, με όση δύναμη του ’χε απομείνει. Κοίταξε γύρω το σπίτι, σαν να είχε ανάγκη κάποιο αίσθημα ασφάλειας. Αφού σιγουρεύτηκε ότι μπορούσε για την ώρα να αφήσει στην άκρη την πικρία του, αποκοιμήθηκε εκεί, έχοντας κατορθώσει να κάνει κάτι που δεν είχε συμβεί μέχρι στιγμής: την αρχή. Την αρχή για ένα ταξίδι σε μέρη άβατα, εκεί που φοβάται συνήθως κανείς και μένει στην απόπειρα, παγώνει στο «κι αν», στη στίξη του ερωτηματικού. Εκεί που γυρίζεις την πλάτη στο ηλιοβασίλεμα την τελευταία στιγμή. Όταν είσαι ένα χιλιοστό μακριά απ΄το άγγιγμα του προσώπου που αγαπάς. Στο χείλος του δισταγμού και στη νίκη της αλλαγής του τόνου του «πότε», από το όμικρον στο έψιλον.