Βιβλιο

Νικόλ Κράους

Την είδαμε από κοντά και μας διηγήθηκε την ιστορία συγγραφής της «Ιστορίας ενός έρωτα»

Αναστασία Καμβύση
ΤΕΥΧΟΣ 462
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Νικόλ Κράους έγραψε την «Ιστορία ενός έρωτα» (εκδ. Μεταίχμιο) και αναγνώστες απ’ όλο τον κόσμο (μεταφράστηκε σε 35 γλώσσες) ταύτισαν εκεί δικές τους αγάπες. Την είδαμε από κοντά και μας διηγήθηκε την ιστορία συγγραφής του.


«Η “Ιστορία ενός έρωτα” γεννήθηκε από την έκρηξη μιας φωνής, της φωνής αυτού του ήρωα που ήθελε να ακουστεί. Η φωνή ενός γερο-Εβραίου που ήθελε να πει την ιστορία του και με τον οποίο εύκολα μπορούσε να ταυτιστεί μία συγγραφέας που ήθελε να γράψει μία ιστορία κι ας μην τη διάβαζε κανείς, ήθελε να κυκλοφορήσει το βιβλίο της κι ας μην άρεσε σε κανέναν. Ο Λίο Γκούρσκι είναι ένας τύπος αστείος και ευφάνταστος και γκρινιάρης και τόσο μα τόσο ευέλικτος που μπορούσε να γίνει οποιοσδήποτε, να αφήσει την ιστορία του να πάει προς κάθε κατεύθυνση. Μπορούσε τη μία στιγμή να περιγράφει την πραγματικότητα και την άλλη κάτι που έβγαλε από το μυαλό του. Ήθελα να χωρέσω όλες τις εκφάνσεις και τις αντιφάσεις της αγάπης σε ένα βιβλίο, έτσι προέκυψε η “Ιστορία ενός έρωτα”. Ένα εύκολο λάθος που μπορεί να κάνει κανείς είναι να διαβάσει αυτό τον τίτλο και να σκεφτεί πως αυτό είναι ένα βιβλίο για τη ρομαντική αγάπη, για την αγάπη ανάμεσα σε έναν άντρα και σε μία γυναίκα, μόνο. Κι όμως μιλάει για την αγάπη χωρίς ανταπόκριση, είτε είναι η ιστορία της αγάπης ανάμεσα σε δύο αδέρφια, είτε ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά τους, την αγάπη μίας κόρης για τη μητέρα της που ζει σε έναν κόσμο κατάθλιψης θρηνώντας για πάντα το χαμένο της σύντροφο… είναι για τόσα είδη αγάπης, όχι απαραίτητα λυπημένης, όχι οπωσδήποτε χαρούμενης. Εδώ συναντάμε έναν άνδρα στο τέλος της ζωής του, στη μέση της ιστορίας του. Έχει πολλά να πει και αρχίζει στη μέση, μόνος του κι όμως γεμάτος αγάπη, μία αγάπη που τον βοήθησε να επιβιώσει όλα αυτά τα χρόνια μακριά από την αγαπημένη του.

image

Ο Λέο Γκούρσκι είναι ένας γερόλυκος της αγάπης, ένας άνδρας που αγάπησε όσο την ίδια του τη ζωή μία γυναίκα που παντρεύτηκε έναν άλλον. Η αγάπη του μπορεί να μην γνώρισε ανταπόδοση, αλλά δεν πήγε χαμένη. Ο ίδιος λέει “Εγώ είμαι η πηγή αυτής της αγάπης, είναι η απόφαση της ζωής μου να σε αγαπώ και αυτή η αγάπη με κάνει να νιώθω ζωντανός και θα συνεχίζω να τη νιώθω σε πείσμα όλων”. Μία κεντρική έννοια σε όλα μου τα βιβλία είναι η μνήμη. Η σχέση μου με τη μνήμη είναι πολύ περίεργη. Αισθάνομαι ότι το να επιστρέφεις και να μιλάς ή να διαβάζεις αποσπάσματα από τα βιβλία σου είναι αλλόκοτο. Τα ανοίγω στις παρουσιάσεις για να διαβάσω ένα απόσπασμα και σχεδόν αισθάνομαι σοκ: όπως θα αισθανόταν κανείς αν ξανάμπαινε στο πετσί του όταν ήταν 7 ή 15 χρόνων. Κάποιοι χαρακτήρες είναι πιο εύκολο να γραφτούν.

Δεν μπορώ να γράψω για έναν ήρωα ο οποίος να μη με ελκύει έντονα και συνήθως με ελκύουν έντονα διαφορετικοί ήρωες και για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Αισθάνομαι εύκολα συμπάθεια για τους ανθρώπους, συμμερίζομαι τα συναισθήματά τους. Γι’ αυτό έγινα συγγραφέας.

Μου αρέσει να γράφω ήρωες γένους αρσενικού. Οι αγαπημένοι μου χαρακτήρες είναι οι γέροι Εβραίοι. Κάνω συχνά πλάκα με αυτή μου την εμμονή: όλοι έχουν το alter ego τους, ο Κλαρκ Κεντ έχει τον Σούπερμαν, η Beyonce έχει τη Sasha Fierce κι εγώ έχω γεροντάκια από το Ισραήλ. Στην κυριολεξία είναι ένα alter ego μου οι Εβραίοι γέροι. Πάντα λέω ότι η ζωή είναι πολύ μικρή για να ζήσουμε όλα όσα θέλουμε, για να είμαστε όλοι αυτοί που θέλουμε να είμαστε. Είμαι η Νικόλ, δεν αλλάζει αυτό, ξεκίνησα καιρό πριν να είμαι η Νικόλ και με κάθε μου απόφαση γίνομαι αυτό που είμαι. Δεν μπορώ να ακυρώσω όμως όλες τις Νικόλ που προϋπήρξαν. Αλλά όχι όταν γράφω. Όχι όταν εσύ με διαβάζεις. Ποτέ δεν θα γίνω ένας γέρος, αλλά με απελευθερώνει η σκέψη. Το να είσαι γυναίκα δεν είναι πάντα εύκολο. Πρέπει να είσαι καλή και ευγενική, τρυφερή και γλυκιά. Ακόμη κι αν δεν ενστερνίζεσαι τα στερεότυπα είναι έτσι εγγεγραμμένα μέσα μας. Ένας γεροεβραίος θα έκανε και θα έλεγε πράγματα που ποτέ δεν θα έκανα εγώ. Θα ήταν σκληρός και τρομερός και κυνικός και θα έβριζε πολύ.

Γιατί γράφεις αυτά που γράφεις, γιατί οι ήρωές σου είναι έτσι, γιατί σε απασχολούν αυτά που σε απασχολούν. Αν ξέραμε τις απαντήσεις στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων ίσως και να μη γράφαμε. Πρέπει να δώσουμε απαντήσεις και δίνουμε, αλλά κάθε φορά που το κάνουμε αυτό, χάνουμε λίγο από αυτό που αισθανόμασταν τη στιγμή που γράφαμε το βιβλίο, λίγη από την ουσία του.

Πάντα λέω ότι το μισό βιβλίο ανήκει στον αναγνώστη. Έτσι είναι, έτσι θα έπρεπε να είναι. Ο αναγνώστης είναι όσο αυθεντία είμαι στο βιβλίο μου κι εγώ η ίδια: φαντάζεται τους ήρωες όπως θέλει, τους δίνει πρόσωπο. Τι γίνεται όμως όταν α αναγνώστης συναντά το συγγραφέα; Εγώ αισθάνομαι την ανάγκη να απολογηθώ. Ο “συγγραφέας” είναι μια μυθική φιγούρα. Έγραψε αυτή την ιστορία, έχει διαβάσει ένα σωρό άλλες, έχει ήδη ένα status στο μυαλό στου αναγνώστη. Και μετά εμφανίζεσαι εσύ: Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Και είσαι αφηρημένη, ή κάνεις λάθη, ή ξεχνάς κάτι ή απλώς μαντεύεις τις απαντήσεις που οι άλλοι θέλουν να ακούσουν… υπάρχει πάντα αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ του “συγγραφέα” και του “γραφιά” που έχεις απέναντί σου… Είμαι τρωτή κοντά στο κοινό. Όταν γράφω, μόνη μου, μακριά από τους άλλους, έχω χρόνο να σκεφτώ, έχω χρόνο να διαλέξω τις λέξεις, να λειάνω, να γυαλίσω, να βρω το ουσιαστικό. Το βιβλίο μου είναι πάντα η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου τη συγκεκριμένη στιγμή».