Βιβλιο

Η Άλις Μονρό και το Νόμπελ Λογοτεχνίας

Η συγγραφέας που ήθελε να γράψει μυθιστόρημα

Ελεάννα Βλαστού
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Καναδή Άλις Μονρό είναι η φετινή νικήτρια του λογοτεχνικού βραβείου Νόμπελ. Όταν ο γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί της για να της ανακοινώσει τη βράβευσή της δεν τα κατάφερε και άφησε ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή. Τα νέα τα έμαθε από την κόρη της που την ξύπνησε λέγοντάς –όπως φανταζόμαστε– «Μαμά κέρδισες!». Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί λίγες μέρες νωρίτερα με τον βραβευθέντα με Νόμπελ Φυσικής, Πήτερ Χίγκς που είχε το τηλέφωνό του απενεργοποιημένο λείποντας σε διακοπές.

Η Μονρό είναι η δεύτερη Καναδή –μετά τον Σόουλ Μπέλοου– και η 13η γυναίκα που θα παραλάβει το βραβείο που δίδεται από το 1901 και (το μειωμένο πλέον ποσό) που ανέρχεται σε 916.000 ευρώ σε μετρητά. Τα γραφεία στοιχημάτων ήθελαν τον Ιάπωνα Χαρούκι Μουρακάμι για φαβορί αλλά εκείνη κέρδισε για την «δεξιοτεχνία της στο σύγχρονο διήγημα» και για «την αφήγησή της που χαρακτηρίζεται από διαύγεια και ψυχολογικό ρεαλισμό». Οι συνάδελφοί της έσπευσαν στο Twitter: ο Σάλμαν Ρούσντι την ονόμασε δεξιοτέχνη της φόρμας, και ο Μάργκαρετ Άτγουντ έγραψε Άλις σήκωσε το τηλέφωνο…

Η ίδια έδωσε απάντηση μέσω του εκδότη της δηλώνοντας ότι είναι ευχαριστημένη γιατί το βραβείο θα χαροποιήσει πολλούς Καναδούς και θα στρέψει την προσοχή στην Καναδική λογοτεχνία.

Ο Καναδάς, εκείνη και η γραφή

Ο Καναδάς είναι σημαντικός για την Μονρό. Τα διηγήματά της ξεκινούν, εστιάζουν και καταλήγουν εκεί. Γεννημένη το 1931 στο Οντάριο από πατέρα αγρότη και μητέρα δασκάλα, σπούδασε Αγγλικά και δημοσιογραφία με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Οντάριο.

Παντρεύτηκε δύο φορές (και τους δυο συζύγους τούς γνώρισε στο Πανεπιστήμιο) και στα εικοσιένα γέννησε την πρώτη από τις τρεις κόρες. Το 1994 σε συνέντευξη που έδωσε στο Paris Review είπε ότι η πίεση για να παντρευτεί ήταν μεγάλη και το έκανε νωρίς για να μπορέσει να αφιερωθεί στο γράψιμο. Έγραφε από τα εφτά γιατί ένιωθε αουτσάιντερ. Στο συντηρητικό μέρος που μεγάλωσε καμία γυναίκα δεν πήγε στο Πανεπιστήμιο και το χειρότερο λάθος στο οποίο μπορούσε κανείς να υποπέσει είναι να τραβάει την προσοχή. Εκεί όμως οφείλει την ποικιλομορφία των χαρακτήρων που περιγράφει στα βιβλία της, «σε έναν μικρό τόπο ακούει κανείς για όλων των ειδών τους ανθρώπους, σε μια μεγάλη πόλη ακούς ιστορίες μόνο για ανθρώπους του είδους σου».

Η Μονρό δεν έχει το χάρισμα της ταχύτητας. Η διαδικασία του γραψίματος είναι αργή, περνάει πολύ χρόνο κοιτάζοντας από το παράθυρο, όχι από τεμπελιά, αλλά σκεφτόμενη για ώρες τις ιστορίες της πριν κάτσει να τις γράψει. Ποτέ δεν είχε πρόβλημα να βρει υλικό, το περιμένει και πάντα έρχεται. Στις εγκυμοσύνες της έγραφε συνέχεια και απεγνωσμένα γιατί πίστευε ότι δεν θα ξαναγράψει ποτέ μετά. Έγραψε όμως, όταν οι κόρες της κοιμόντουσαν και πήγαιναν στο σχολείο. Παρόλαυτά όπως έχει πει «Ένα κομμάτι του εαυτού μου ήταν απών για τα παιδιά μου, και τα παιδιά αυτό το ανιχνεύουν. Χωρίς να τα παραμελώ δεν ήμουν εντελώς απορροφημένη σε αυτά».

Στα τριάντα έξι θα κυκλοφορήσει το πρώτο της βιβλίο. Σύντομα καταλαβαίνει ότι η έλλειψη χρόνου και ο τρόπος που σκέφτεται δεν θα της επέτρεπαν ποτέ την συγγραφή μυθιστορήματος. Γεγονός που θα την απασχολήσει. Γράφει επτά μέρες την εβδομάδα, τρεις ώρες την ημέρα και περπατάει τρία μίλια. Θεωρεί ότι τηρώντας μια ρουτίνα προστατεύεις τον εαυτό σου.

Ένα νόμπελ για τα διηγήματα

Έχει γράψει 15 συλλογές διηγημάτων. Στις περισσότερες από αυτές πρωταγωνιστούν γυναίκες. Είναι μάνες, αδερφές, σύζυγοι, ανιψιές, μητριές. Οι γυναίκες είναι η πρώτη ύλη ίσως γιατί έχουν την ικανότητα να πικραίνονται, να στραπατσάρονται, να μεταλλάσσονται, να ανατρέπουν, να συμπονούν, να προσεγγίζουν καταστάσεις στη ζωή μ’ έναν απρόβλεπτο τρόπο. Οι χαρακτήρες της Μονρό είναι λίγο σαν και εμάς, συνειδητοποιούμε πράγματα για την ζωή μας όταν είναι πια αργά αλλά συνεχίζουμε.

Η Μονρό εξαναγκάζει τον αναγνώστη σε μια αντισυμβατική μορφή ανάγνωσης πρώτα γιατί τον μετατρέπει σε λαθρακουστή ή κοινωνό μιας ιστορίας της οποίας η αφήγηση έχει ήδη ξεκινήσει και το τέλος της ξεπερνάει τις τελευταίες γραμμές και έπειτα επειδή του δίνει απεριόριστες δυνατότητες ερμηνείας γύρω από ένα δράμα εσωτερικό. Δεν διαβάζουμε από περιέργεια για να δούμε τι θα συμβεί στο τέλος της ιστορίας γιατί ούτε η δράση, ούτε τα μεγάλα γεγονότα χαρακτηρίζουν τα διηγήματα της συγγραφέως που αποκαλούν Τσέχοφ της Βόρειας Αμερικής. Το επίτευγμά της έγκειται στην συμπόνια και στον ρεαλισμό που αναπαριστά την πεζότητα και στο ότι οι ιστορίες της είναι τόσο μεστές σαν να αφηγούνται ένα ολόκληρο μυθιστόρημα μέσα σε λίγες σελίδες.

Φυσικά και δεν έχουν όλα της τα διηγήματα την ίδια βαρύτητα, μερικές φορές όπως έχει πει γράφει για να διασκεδάσει και για να μας διασκεδάσει…

Θα ξαναγράψει;

Το 2012 κυκλοφόρησε το τελευταίο της βιβλίο με τίτλο Dear Life και ανακοίνωσε –όπως και ο Φίλιπ Ροθ– ότι σταματάει να γράφει. Το αιτιολόγησε ως εξής «σαν συγγραφέας περνάς όλη σου την ζωή σαν παρατηρητής και μετά προσπαθείς να καταγράψεις όλα όσα παρατήρησες και σου λείπει το να είσαι ένας κανονικός άνθρωπος». Στο περιοδικό New Yorker εξομολογήθηκε ότι για χρόνια πίστευε ότι τα διηγήματα ήταν απλώς άσκηση μέχρι να βρεθεί χρόνος για να γράψει μυθιστόρημα. Αυτός ο χρόνος που δεν βρέθηκε και αυτή η άσκηση στα μικρά και στη λεπτομέρεια επιβραβεύτηκε με τον καλύτερο τρόπο. Τι πιστεύει για τον εαυτό της η Νομπελίστρια που μεγάλωσε σε ένα σπίτι χωρίς τουαλέτα και που από μικρή ηλικία εφεύρισκε και έλεγε πολλές ιστορίες στον εαυτό της αφού πρώτα άλλαξε το τέλος της Μικρής γοργόνας του Άντερσεν γιατί δεν το άντεχε; Ότι είναι φιλική χωρίς να είναι κοινωνική, ότι όντας γυναίκα, νοικοκυρά και μητέρα χρειάζεται να κρατήσει πολύ χρόνο για όλους αυτούς τους ρόλους. Όσο για την αυτοπεποίθηση απαντάει «είναι δύσκολο να πεις με σιγουριά για τους συγγραφείς- ποιος έχει αυτοπεποίθηση;».


Στα ελληνικά κυκλοφορούν οι συλλογές «Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει» και «Πάρα πολλή ευτυχία» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Ένα της διήγημα συμπεριλαμβάνεται στην ανθολογία «Της αγάπης μου ο σπουργίτης πέταξε» εκδόσεις Libro