Βιβλιο

Ζυράννα Ζατέλη: Πεζοπορία μέσω Αιόλου προς την Ακρόπολη

15 χρόνια ATHENS VOICE: Ζητήσαμε από 15 εμβληματικούς κατοίκους της Αθήνας να περιγράψουν μια περιοχή της πόλης, την πιο σημαντική στη ζωή τους

Μάκης Προβατάς
ΤΕΥΧΟΣ 683
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κάλεσα τη Ζυράννα Ζατέλη ένα μεσημέρι του Οκτωβρίου. «Ζυράννα μου, θα θέλαμε να μας μιλήσεις για ένα σημείο της Αθήνας. Οποιοδήποτε σημείο θέλεις εσύ και όποια ιστορία έχεις να πεις…» Της εξήγησα την όλη ιδέα και την αιτία, που είναι τα 15α γενέθλια της ATHENS VOICE. «Άνταμ, τι να πω για την Αθήνα; Εμένα η σχέση μου με την Αθήνα ξεκίνησε σε μεγάλη ηλικία. Όλα τα παιδικά μου χρόνια και οι αναμνήσεις μου είναι από τη βόρεια Ελλάδα, και κυρίως γι’ αυτά γράφω στα βιβλία μου». Να η ιδέα…! Όλα τα βιβλία σου τα έγραψες στην Αθήνα. Να η δική σου Αθήνα. Πες μας γι’ αυτήν… Μετά από λίγες μέρες ήρθε το κείμενο… Όλα είναι υποκειμενικά σε αυτή τη ζωή, όμως αντικειμενικά αυτό είναι ακόμα ένα μαγευτικό κείμενο της Ζυράννας Ζατέλη.

«Βρέθηκα στο κλεινόν άστυ για πρώτη φορά την άνοιξη του 1973, έκλεινα τότε τα είκοσι δύο. Κάπως τυχαία ή κάπως μοιραία, πήρα ένα τραίνο από Μιλάνο με τελικό προορισμό την Αθήνα. Όχι πως ήμουν κανένα πολυταξιδεμένο πουλί απ’ τα γεννοφάσκια μου, απλώς συνέβη να βρεθώ πιο πριν σε κάποιες πόλεις της αλλοδαπής χάρι στην τόλμη, την αψηφισιά και την απενταρία της νιότης – προφανώς και την “απεραντοσύνη” της. Ερωτευμένη με έναν Γερμανό που είχα γνωρίσει το καλοκαίρι του ’71 στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος γυρνούσε από Ινδία –ως γνήσιος χίππυ του καιρού είχε κάνει τέσσερα χρόνια στο Κατμαντού–, τον ακολούθησα λίγους μήνες μετά στην πατρίδα του, το Μάρμπουργκ της Γερμανίας. Από κει, μαζί του ή μόνη, βρέθηκα και αλλού. Παρίσι, Φλωρεντία, Νάπολη, Μιλάνο… 

Όταν λοιπόν το τραίνο από Μιλάνο έφτασε στον σταθμό Λαρίσης και κατέβηκα, άγνωστη εν μέσω αγνώστων, η πρώτη αίσθηση που είχα μού ήταν ήδη μάλλον γνώριμη: ένιωσα ηδονικά ξένη κι εδώ, στην πρωτεύουσα της χώρας μου, ωστόσο εδώ μπορούσα να μιλάω στη γλώσσα μου ξανά, ήταν μεγάλη ανακούφιση. Θυμάμαι που ρώτησα έναν κύριο πώς θα πάω στην Ακρόπολη – δεν ήξερα και τίποτε άλλο από Αθήνα, ούτε είχα κάποιον να με περιμένει. “Με τα πόδια;” απόρησε. “Ε, με τα πόδια” του λέω, “να κάνω κι έναν περίπατο”. Από την Αγίου Κωνσταντίνου που με έστειλε έφτασα στην Ομόνοια κι από κει, ξαναρωτώντας, βρέθηκα στην αρχή της οδού Αιόλου, με την Ακρόπολη να δεσπόζει απέναντί μου τόσο σαγηνευτική και μυστηριακή στο φως του απομεσήμερου, που ήταν σαν να έλεγε: “Είμαι εδώ για όλους και ιδιαίτερα για σένα, έλα!”. Πράγματι, νόμιζα θα κάνω έτσι το χέρι μου και θα την αγγίξω, νόμιζα σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί. Μάλλον μου εμειδίασαν, διότι περπατούσα και περπατούσα και περπατούσα, κι εκείνη να βγάζει μάτι μπροστά μου κι όμως εισέτι άπιαστη. Αυτή η διαδρομή μέσω Αιόλου προς Ακρόπολη έμεινε μέσα μου σαν μαγική εικόνα, κάτι ημιπραγματικό όσο και ακατάλυτο, και πάντα μου φέρνει συγκίνηση η θύμισή της. 

Άλλαξα πέντε σπίτια σ’ αυτήν την πόλη. Κυψέλη, Πλάκα, Μετς, Καισαριανή, και τέλος ψηλά στο Κουκάκι, πίσω στη “γειτονιά” μου σαν να λέμε, εφ’ όσον ελάχιστα απέχει από την πάλαι ποτέ σοφίτα μου στην Πλάκα, όπως βέβαια κι από την ίδια την Ακρόπολη. Τα τέσσερα χρόνια που έμεινα στην Κυψέλη –λένε πως όλοι κάποτε περάσαμε απ’ την  Κυψέλη–, δούλευα τα πρωινά στην γκαλερί ΩΡΑ του Μπαχαριάν, στο Σύνταγμα, και τα βράδια σερβιτόρα στο μπαρ της Ράτκας στο Κολωνάκι, και θυμάμαι που έκανα με τα πόδια συνήθως τις διαδρομές, ακόμα και μες στη νύχτα, συχνά και ολομόναχη. Κρατούσα στην τσάντα μου κι ένα κοπίδι, όχι για τους τυχόν κλέφτες και λωποδύτες –τότε δεν τολμούσαμε σχεδόν να φοβηθούμε–, αλλά για να κορφολογώ με τρόπο ευωδιαστές τριανταφυλλιές απ’ το Πεδίον του Άρεως, ή από κείνες τις οργιαστικές πικροδάφνες και μπουκαμβίλιες, και να στολίζω το υπογειάκι μου επί της οδού Σπετσών. Στην Πλάκα όταν έμενα, άλλη μία τετραετία, απέναντι από την Πύλη του Αδριανού, οδοιπορούσα ως τη Σχολή Θεάτρου Βεάκη, που ήταν στα όρια Παγκρατίου με Βύρωνα, ενώ μες στο κεφάλι μου δούλευα και ξαναδούλευα τα διηγήματα της “Περσινής αρραβωνιαστικιάς”, που έμελλε να εκδοθούν σε λίγα χρόνια. Φοβερή πεζικάριος αλλά και πεζογράφος, πείτε το με όποια σειρά θέλετε. Κι επειδή εκείνα τα φεγγάρια με τριγύριζε η ιδέα να δοκιμάσω και ως ηθοποιός, μια μέρα, άνοιξη του ’84, αφού είχα τελειώσει τη Σχολή και εν όσω κάναμε πρόβες σ’ ένα έργο, μου είπε ο Νίκος Αρμάος σείοντας το δάχτυλο ότι “γράφω” επάνω στην σκηνή, και με το παραπάνω, αλλά είμαι τρομερά αφηρημένη και να το προσέξω! Ο τόνος λίαν αυστηρός. Και γυρνάω και του λέω ειρηνικά: “Νίκο, ας αφήσουμε τις αλληγορίες, μόνο να γράφω ξέρω εγώ, κανονικά, με μολύβι και χαρτί, δεν είμαι γεννημένη για το σανίδι”. Και παραιτήθηκα δίχως δράματα από το υποτιθέμενο δίλημμα ηθοποιός ή συγγραφέας, η μεγάλη αγάπη μου ήταν πάντα το γράψιμο.

Κατά την περίοδο του Μετς, τρία τα χρόνια εκεί, κατέβαινα στο κέντρο διασχίζοντας το Α΄ Νεκροταφείο, χρονοτριβώντας μελαγχολικά ανάμεσα στους σιωπηρούς κατοίκους του, διαβάζοντας ονόματα και χρονολογίες πάνω στους τάφους, όχι σπανίως και πικρά στιχουργήματα, προκειμένου να ενημερώνομαι έτσι, κακά τα ψέματα, για τα μελλούμενα του βίου και της ύπαρξης, και τροφοδοτώντας όμως παράλληλα τη “σκοτεινή” πλευρά της γραφής, που κάτι τέτοια ζητάει για να βγάλει πουλιά. Τα δέκα χρόνια στην Καισαριανή μοιράστηκαν με μακριά διαστήματα απουσίας στο Παρίσι, παντρεμένη τότε με έναν Πορτογάλο, αλλά κυρίως σημαδεύτηκαν από το μπάσιμο στα βαθιά νερά του μυθιστορήματος. Εκεί ξεκίνησα ένα απόβραδο το “Και με το φως του λύκου επανέρχονται”, για να συνειδητοποιήσω καθώς το τέλειωνα ότι είχαν περάσει στο μεταξύ εφτά χρόνια!...

Παράξενη εμπειρία να μετράει κανείς έτσι την ηλικία του. Πήρα, θυμάμαι, έναν φίλο στο τηλέφωνο, που κάνει γενέθλια κάθε τέσσερα χρόνια, γεννημένος γαρ 29 Φεβρουαρίου, και του είπα με καμάρι: “Σε πέρασα, να ζηλεύεις!”. Γελάσαμε. Κι αυτές οι επταετίες των “μυθιστορηματικών γενεθλίων” συνεχίζονται αμετανόητα, μάλιστα τώρα τελευταία άρχισαν να μου ζητούν περισσότερο τράτο… Τι να γίνει, ο καθείς με τις παραξενιές του. Από το ’94 μένω στο Κουκάκι, περιοχή Μακρυγιάννη, κι είναι ασφαλώς μεγάλη τύχη να θέλω δέκα λεπτά μόνο για να βρεθώ στις παρυφές της Ακρόπολης, αν και δεν κρύβω ότι κάτι στιγμές νοσταλγώ εκείνη την παρθενική αξέχαστη πεζοπορία μέσω Αιόλου, με την Ακρόπολη να μου γνέφει από τόσο κοντά, τόσο μακριά…»

Ζυράννα Ζατέλη, Οκτώβριος 2018