Βιβλιο

Γιάννης Παντελάκης: Δεν είμαστε όλοι οι δημοσιογράφοι ίδιοι!

Μία ζεστή συζήτηση, με αφορμή το νέο βιβλίο του για τον κιτρινισμό στα ΜΜΕ

Βασίλης Βενιζέλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στο δοκίμιό του «Σκεφτόμαστε τον πόλεμο», το οποίο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα ιταλικά τον Απρίλιο του 1991, ο μεγάλος Ουμπέρτο Έκο γράφει την εξής απλή φράση: «Η λογική της ειδησεογραφικής βιομηχανίας είναι να πουλάει ειδήσεις κατά το δυνατόν δραματικές»… Ή εντέχνως δραματοποιημένες, θα λέγαμε εμείς, καθώς μόλις διαβάσαμε το εξαίρετο νέο βιβλίο του πολύ καλού δημοσιογράφου Γιάννη Παντελάκη με τίτλο «Η Χαμένη Τιμή της Δημοσιογραφίας – 20 + 1 ιστορίες κιτρινισμού», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Θεμέλιο.

Είναι τραγικό, αλλά, μέχρι χθες ακόμη, ήμουν σίγουρος ότι οι διωκτικές αρχές της χώρας μας δεν είχαν ταλαιπωρήσει τη δημοσιογράφο Ιωάννα Σωτήρχου, όταν πολλά ελληνικά ΜΜΕ τη «φωτογράφισαν» ως μέλος, κομβικό μάλιστα, της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη», μόνο και μόνον επειδή είχε, πράγματι, συγγένεια με τον πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα Μάικλ Σωτήρχο…

Έπρεπε να διαβάσω το βιβλίο του Γιάννη Παντελάκη για να ξεφύγω από τη «θανάσιμη» επιρροή του στιγματισμού της Ιωάννας Σωτήρχου και να πληροφορηθώ ότι η Ιωάννα Σωτήρχου μόνο απλή συνωνυμία είχε με τον πρώην πρέσβη των ΗΠΑ, αν και ήμουν από εκείνους οι οποίοι ουδέποτε πίστεψαν την αστυνομική σεναριολογία εκείνων των ημερών και συνέχισα κανονικά να έχω τις καλύτερες επαγγελματικές σχέσεις με την Ιωάννα. Όπως λέει και ο Γιάννης Παντελάκης, η διαπόμπευση και ο στιγματισμός προσώπων από τα ΜΜΕ δεν είναι στιγμιαίος, είναι, πολλές φορές, εις το διηνεκές!

Συνάντησα ένα ηλιόλουστο, αλλά παγωμένο πρωινό Σαββάτου τον Γιάννη Παντελάκη, σε ένα καφέ της πλατείας Συντάγματος, στο κέντρο της Αθήνας, και είχα μαζί του μία πολύ ενδιαφέρουσα και, φυσικά, πολύ ζεστή συζήτηση, σχετικά με θέματα τα οποία προκύπτουν από το νέο του δημιούργημα.

Όπως αναφέρετε και στο βιβλίο σας, κάποτε οι εφημερίδες πουλούσαν εκατοντάδες χιλιάδες φύλλα η κάθε μία, σήμερα έχουμε δραματική υποχώρηση του αριθμού των φύλλων. Πιστεύετε ότι αυτή η πολύ άσχημη για τον Τύπο κατάσταση είναι ανατάξιμη;
Πριν από μία εικοσαετία, περίπου, οι απογευματινές εφημερίδες πωλούσαν καθημερινά 1,1 εκατ. φύλλα. Ο αντίστοιχος αριθμός στις ημέρες μας δεν ξεπερνά τις 50.000 με 60.000 φύλλα! Άρα, μιλάμε για μία καθίζηση, μια δραματική καθίζηση. Αυτό το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Παρατηρήθηκε σε όλον τον κόσμο, λόγω του ιδιωτικού ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, αρχικά, και λόγω του διαδικτύου, αργότερα. Ο έντυπος Τύπος άρχισε να χάνει σταδιακά κυκλοφορία.

Νομίζετε ότι αυτή η δραματική καθίζηση οφείλεται στις νέες πολιτισμικές πρακτικές ενημέρωσης ή στα φαινόμενα του κιτρινισμού, στα φαινόμενα της σκοτεινής πλευράς της δημοσιογραφίας, τα φαινόμενα, δηλαδή, τα οποία περιγράφετε στο βιβλίο σας;
Εγώ νομίζω ότι οφείλεται και στα δύο. Η σκοτεινή πλευρά της δημοσιογραφίας συνέτεινε πάρα πολύ στην κατάρρευση των εντύπων ΜΜΕ, γιατί αυτό το οποίο παρατηρήθηκε κάποια στιγμή και στο εξωτερικό, έπαψε κάποια στιγμή. Εκεί οι εφημερίδες άρχισαν να παίζουν έναν διαφορετικό ρόλο, σε σχέση με το ρόλο τον οποίο διαδραμάτιζαν στο παρελθόν. Κάποτε ένας πολίτης είχε, εκτός από τη δημόσια ραδιοτηλεόραση, τις εφημερίδες ως τη μοναδική πηγή για την πληροφόρησή του, την ενημέρωσή του. Δεν υπήρχαν άλλες δυνατότητες. Όταν εμφανίστηκε η ιδιωτική τηλεόραση και το ιδιωτικό ραδιόφωνο, ανάποδα χρονολογικά, φυσικά, οι εφημερίδες έπρεπε να αναλάβουν έναν διαφορετικό ρόλο. Με άλλα λόγια, ο πολίτης μπορούσε να πληροφορηθεί για την πρωτογενή είδηση από ένα τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό δελτίο ειδήσεων. Άρα η εφημερίδα έπρεπε να προσαρμοστεί σε αυτό, έπρεπε να διευρύνει την ειδησεογραφία, έπρεπε να αναλύσει την είδηση, έπρεπε να δώσει κάποια ερμηνεία, διαφορετικές εκτιμήσεις…

Αυτό δεν μπορεί να γίνει σήμερα;
Προφανώς, μπορεί! Όμως στον χώρο των εκδοτών και των δημοσιογράφων η εύκολη λύση, η οποία δόθηκε τότε, ήταν οι εφημερίδες να αντιμετωπίσουν αυτόν τον ανταγωνισμό με τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ με έναν στρεβλό τρόπο, ο οποίος ήταν στενά συνδεδεμένος με τις… «προσφορές»! Πήγαινες στα περίπτερα και αγόραζες μία εφημερίδα, μαζί με ένα βιβλίο ή ένα χαλί… Ακόμη και στις διαφημίσεις τους, οι εφημερίδες δεν διαφήμιζαν το περιεχόμενό τους, αλλά την «προσφορά» τους! Υπήρχε μία εποχή –οι νεότεροι δεν θα την έχουν γνωρίσει– που οι εφημερίδες πωλούσαν ακόμη και σπίτια! Όχι πωλούσαν. Έδιναν σπίτια! Έδιναν κουπόνια, με τα οποία θα μπορούσε κανείς να συμμετάσχει σε κληρώσεις για να κερδίσει σπίτια! Αυτός ο στρεβλός τρόπος στη διαχείριση της κυκλοφοριακής κατρακύλας μπορεί για κάποια, λίγα χρόνια να διατήρησε τις κυκλοφορίες σε ένα επίπεδο, αλλά όλα αυτά εξαντλήθηκαν σταδιακά, καθώς εξαντλήθηκαν, φυσικά, οι «προσφορές». Φαντάζομαι ότι όλοι έχουμε δει σκηνές όπου ένας πολίτης αγοράζει μία εφημερίδα από το περίπτερο και, λίγο πιο πέρα, να πετάει στα σκουπίδια το φύλλο και να κρατάει την προσφορά!

Το διαδίκτυο ενέτεινε αυτή την απαξίωση των φύλλων. Όταν ο πολίτης, μέσα από το σπίτι του, με ένα λάπτοπ, μπορεί να δει οποιαδήποτε είδηση –ανεξάρτητα εάν είναι καλύτερη η ποιότητα της πληροφόρησης ή όχι– έχει την αίσθηση ότι ενημερώνεται περισσότερο. Οι εφημερίδες, λοιπόν, έχασαν τη μάχη, οι κυκλοφορίες είναι τραγικές. Η απορία είναι, απλώς, πώς είναι δυνατόν σε μία τέτοια εποχή να εξακολουθούν να κυκλοφορούν εφημερίδες! Σε μία εποχή που δεν διαβάζει κανείς εφημερίδες, πώς είναι δυνατόν να κυκλοφορούν νέες εφημερίδες!

Θα λέγατε ότι, μετά από αυτό το βιβλίο σας, το οποίο περιγράφει τη σκοτεινή πλευρά της δημοσιογραφίας, οφείλετε να γράψετε και για τη φωτεινή πλευρά της; Για εκείνους τους δημοσιογράφους οι οποίοι δίνουν μάχες για να μην παρασυρθούν στον κιτρινισμό και τον φθηνό εντυπωσιασμό;
Εγώ αυτό το βιβλίο το έγραψα για αυτόν ακριβώς το λόγο: Για να πω ότι όλοι οι δημοσιογράφοι δεν είναι ίδιοι, όλα τα ΜΜΕ δεν είναι ίδια, δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Μέχρι το 2015 ακούγαμε μόνο από τα Εξάρχεια το σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι». Τότε, όμως, αυτό το σύνθημα άρχισε να αποκτά μία μαζικότητα, σα να είναι το σύνθημα «της διπλανής πόρτας», από ανθρώπους καθημερινούς, δίπλα μας! Αυτό ήταν η αφορμή για να ξεκινήσω το βιβλίο. Διαβάζοντας τις ιστορίες που παραθέτω, οι οποίες όλες έχουν «διευθύνσεις και ονόματα», αναφέρονται πολύ συγκεκριμένα, προσπαθώ να ξεκαθαρίσω αυτή τη θολούρα που λέει ότι «όλοι οι δημοσιογράφοι είσαστε ίδιοι». Δεν είμαστε ίδιοι. Είναι κάποιοι συγκεκριμένοι που έκαναν αυτό, αυτά τα ΜΜΕ διαχειρίστηκαν λανθασμένα, κατά την άποψή μου, συγκεκριμένα δημοσιογραφικά θέματα και δημοσιογραφικές πληροφορίες. Αναφέρω ιστορίες κιτρινισμού στο βιβλίο, αλλά και τους σωστούς τρόπους διαχείρισης των θεμάτων. Αυτοί οι οποίοι αγγίζουν την κακή δημοσιογραφία, είναι συγκεκριμένοι. Αυτό ήθελα να δείξω, να πω. Και θα έλεγα ότι αυτοί είναι μία μειονότητα, αλλά κυριάρχησαν. Πουλάει περισσότερο ο εντυπωσιασμός και το «κίτρινο»…

Θα σας δώσω μία πληροφορία και θέλω την αντίδρασή σας: Γράφετε ότι, στην υπόθεση της διαπόμπευσης των οροθετικών γυναικών, το 2012, οι οποίες στιγματίστηκαν, διαπομπεύτηκαν, ταλαιπωρήθηκαν, φυλακίστηκαν, εξευτελίστηκαν, ακόμη και αυτοκτόνησαν ορισμένες από εκείνες, ουδέν ΜΜΕ και ουδένας δημοσιογράφος ζήτησε ποτέ δημοσίως συγγνώμη. Κι όμως, το 2016, ο δημοσιογράφος Υγείας του τότε «Έθνους», ο Δημήτρης Καραγιώργος, ζήτησε δημοσίως συγγνώμη από τους οροθετικούς και την κοινή γνώμη για εκείνη τη διαπόμπευση με τις φωτογραφίες εκείνων των γυναικών. Μάλιστα, για αυτόν τον λόγο, ο Δημήτρης Καραγιώργος βραβεύθηκε, στη συνέχεια, από τον Σύλλογο Οροθετικών Ελλάδας «Θετική Φωνή», την PRAKSIS και το «Κέντρο Ζωής».
Αυτό είναι κάτι το οποίο δεν γνώριζα. Γνωρίζω, βεβαίως, τον Δημήτρη Καραγιώργο, ο οποίος είναι μία εξαιρετική περίπτωση συναδέλφου. Εάν το ήξερα, θα το έβαζα και στο βιβλίο μου. Ο Δημήτρης Καραγιώργος, επειδή έχει αυτό, ακριβώς, το ήθος στη δημοσιογραφική πορεία του, δεν είναι από εκείνους οι οποίοι διαπόμπευσαν τις οροθετικές γυναίκες. Εγώ λέω ότι η πλειονότητα των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων, που διαπόμπευσαν τις οροθετικές γυναίκες, δεν ζήτησαν ποτέ συγγνώμη. Για αυτούς λέω στο βιβλίο. Κάποια ΜΜΕ, μάλιστα, τις διασύρουν ακόμη και σήμερα, καθώς έχουν ακόμη αναρτημένες στο διαδίκτυο τις φωτογραφίες τους. Η διαπόμπευση, πολλές φορές, είναι στο διηνεκές!

Τελικά, κατά τη γνώμη σας, αυτά τα φαινόμενα, τα οποία περιγράφετε στο βιβλίο σας, είναι μοιραίο να ακολουθούν τη δημοσιογραφία; Είναι στη φύση του επαγγέλματος; Το ρωτώ, γιατί νιώθω ότι στο βιβλίο σας έχετε μία απαισιόδοξη ματιά…
Όχι, δεν είμαι απαισιόδοξος, δεν πιστεύω ότι η δημοσιογραφία δεν μπορεί να πάρει μία διαφορετική μορφή. Την αισιοδοξία μου τη στηρίζω στα νέα παιδιά! Στα νέα παιδιά, τα οποία δεν έχουν γνωρίσει αυτή τη δημοσιογραφία, την παλαιά, που μπαίνουν σε έναν χώρο, με πολύ κακές συνθήκες, βέβαια, πολύ χειρότερες από εκείνες τις οποίες είχαμε συναντήσει εμείς και στο εργασιακό επίπεδο και στο οικονομικό, αλλά και στο επίπεδο της δυνατότητας να εκφράσουν μία άποψη. Αλλά και εμείς οι παλαιότεροι δεν είμαστε όλοι ίδιοι και νομίζω ότι η πλειονότητα των δημοσιογράφων είναι υπεράνω κάθε υποψίας. Είμαι αισιόδοξος, παρά την απαισιοδοξία, την οποία εκφράζουν αυτές οι 21 ιστορίες του βιβλίου μου.

Οι εκδόσεις Θεμέλιο θα παρουσιάσουν την Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου το νέο βιβλίο του Γιάννη Παντελάκη «Η Χαμένη Τιμή της Δημοσιογραφίας – 20 + 1 ιστορίες κιτρινισμού», στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ (Ακαδημίας 20, Αθήνα), στις 7 μ.μ. Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο Ηλίας Νικολακόπουλος, ομότιμος καθηγητής Εκλογικής Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, η Ιωάννα Σωτήρχου, δημοσιογράφος, και ο Δημήτρης Χριστόπουλος, καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.