Βιβλιο

Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης μας παίρνει μαζί του «Στ’ αμπέλια»

Το αυτοβιογραφικό βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις

Ζωή Καραμήτρου
ΤΕΥΧΟΣ 675
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ζει ξανά στ’ αμπέλια. Δεν περιγράφει, δεν διηγείται, δεν θυμάται, δεν νοσταλγεί. Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης ζει και πάλι το καλοκαίρι στ’ αμπέλια, γι’ αυτό και συγκινεί, γι’ αυτό και προκαλεί ένα μικρό χαμόγελο μαζί με μια θλίψη και απορία. Πώς περνούσε ένα μικρό παιδί, από τα πέντε του μέχρι τα δεκατέσσερα, που τον άλλο καιρό ζούσε μάλιστα στην Αθήνα, τρεις ολόκληρους μήνες το καλοκαίρι χωρίς τους γονείς του μα με τους μπαρμπάδες του και τη ζωή τους όχι στο χωριό, αλλά στ’ αμπέλια; Πού ήταν ο τόπος που ξεκαλοκαίριαζαν, μαζεύοντας και στεγνώνοντας σύκα, έναν από τους κυριότερους πόρους της επιβίωσής τους; Ο Ζουμπουλάκης δεν διάβαζε τότε, δεν είχε ανακαλύψει το διάβασμα, κι έτσι περνούσε τις μέρες του βοηθώντας στις δουλειές και κάνοντας το κέφι του. Συμμετείχε στις αγροτικές ανάγκες με τους όρους του πολύτιμου μουσαφίρη, ταγμένος να παχύνει οπωσδήποτε αυτόν τον καιρό, λόγω της κυάμωσης που είχε περάσει και τον είχε αφήσει λιανό, ζυγιζόταν στο έλα και στο φεύγα.

Ο Ζουμπουλάκης μάς παίρνει μαζί του σ’ αυτή τη διήγηση, τον ακολουθούμε παντού. Στις συκιές και στη λιάστρα, στην καλύβα και στο τσαρδί, το υπαίθριο αυτό υπερυψωμένο κρεβάτι με ταβάνι τον υπέροχο ουρανό, στα πανηγύρια και στον αγαπημένο του τρύγο, στην παράδοση των σύκων, στα απογεύματα της θειάς του με τη ρόκα της στο χέρι. Ο κόσμος της φτώχειας, της φιλοπονίας, της πληγής της ξενιτιάς, του θανάτου των μικρών παιδιών, γίνεται δικός μας, ζούμε μαζί του. Όσοι δεν έχουν καμιά εικόνα της ζωής του χωριού, ανακαλύπτουν έναν ολόκληρο καινούριο κόσμο, περίκλειστο, αυτάρκη, θανάσιμα τακτοποιημένο. Όσοι από μας όμως έχουμε ρίζες σε χωριά και αναμνήσεις από τη ζωή τους, αναγνωρίζουμε τον κόσμο που ξέρουμε, χαιρόμαστε, γλυκαίνουμε με τούτη τη διήγηση, με τη γλύκα των αγαπημένων μας που ήταν και δεν είναι πια.

Ταυτόχρονα με τη ζωή στ’ αμπέλια, ο Ζουμπουλάκης μάς κάνει τη χάρη να μας δείξει και την οικογενειακή του ζωή στην πατρική οικογένεια, στο σόι του όλο, με τις έχθρες και τις αδυναμίες, τα μαλώματα και τα για μια ζωή πείσματα που κόβουν την καλημέρα. Μας δείχνει και το μισεμό, όπως σπαρακτικά τον έζησε η Ελλάδα της δεκαετίας του ’50. Παιδιά που έφευγαν και δεν ξανάδαν γονείς, ζευγάρια που χώρισαν, ξενιτεμένοι που δεν πρόκοψαν μα και δεν το παραδέχτηκαν ποτέ.

 

«Μπαίνω στον πειρασμό κάμποσες φορές να σκέφτομαι ότι η ζωή δεν στάθηκε γενναιόδωρη μαζί μου. Είναι άδικο: εννιά παιδικά καλοκαίρια αδιατάρακτης ευτυχίας, μέσα σε έναν ωκεανό αγάπης, δεν είναι λίγο». Με τούτες τις αράδες τελειώνει τη διήγησή του ο Ζουμπουλάκης.

Αμέσως έρχεται στο νου «Η αδερφή μου», το μόνο άλλο αυτοβιογραφικό του βιβλίο. Αν έγραψε την ιστορία της αδερφής του για να μη χαθεί το όνομά της, για να μη μείνει στη λήθη η Γιούλα, η πολύτιμη Γιούλα του που, όπως ομολογεί ο ίδιος, τα όσα έζησε μαζί της τον διαμόρφωσαν, η ζωή «Στ’ αμπέλια» γράφεται για να μη χαθεί ένας ολόκληρος κόσμος που τα παιδιά της Συκιάς σήμερα τον αγνοούν, κι εκείνος προσπαθεί και πετυχαίνει να τον διασώσει.