Βιβλιο

Γεύση πιπερόριζας

Το διήγημα που κέρδισε την 8η διάκριση στο Διαγωνισμό Διηγήματος στην 36η Γιορτή Βιβλίου

A.V. Guest
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Της Ευγενίας Δουβαρά

H Κυριακή είναι η χειρότερη μέρα της. Δεν ξέρει ποτέ τι να κάνει, με ποιον, πού, πότε ακριβώς. Είναι κι αυτές οι οικογενειακές συγκεντρώσεις που την αφήνουν με πικρή γεύση, θυμό, απογοήτευση. Μετά, η Κατερίνα γυρνά εξουθενωμένη σπίτι, φτιάχνει ένα τσάι με πιπερόριζα που της αρέσει και πάει στο μοναδικό μέρος που έχει βρει ότι μπορεί να πάρει ανάσα. Το καταφύγιό της. Η ταράτσα του αρχοντικού. Το μάτι της χάνεται για λίγο μέχρι να συναντήσει την Ακρόπολη. Τότε κάπως ισορροπεί. Τα πνευμόνια της γεμίζουν, καθώς κάνει τις ασκήσεις που της έχει μάθει η φίλη της η Ισμήνη. Για να καθαρίσει. Ζωή μετ’ εμποδίων. Τρέξιμο για το νοίκι, τρέξιμο για λογαριασμούς, τρέξιμο στη δουλειά, τρέξιμο για όλα. Από τότε που έμεινε μόνη στο παλιό αρχοντικό της οδού Ανθέων, κάτι πάντα γίνεται, κάτι χτίζεται, γκρεμίζεται…

Πλησιάζει το καυτό ρόφημα στην άκρη της γλώσσας της. Δεν είναι η ώρα. Ακόμα αχνίζει. Το αφήνει στο τραπεζάκι κοντά τηςκαι περιμένει να κρυώσει. Μα, κάτι πιάνει στον αέρα, κάτι γνωστό. Είναι η ίδια μυρωδιά. Τόσο οικεία, τόσο γνώριμη, όσο και η μυρωδιά του κορμιού της. Κάποιος μαγειρεύει πιπερόριζα. Αφήνει το βλέμμα της ν’ ακολουθήσει το συννεφάκι της μυρωδιάς. Εκεί, στην απέναντι πολυκατοικία. Μέσα από τοφωτεινό παράθυροβλέπει ένα νεαρό, μελαχρινό άντρα. Είναι όμορφος, γοητευτικός, αλλά το πιο γοητευτικό σ’ αυτόν είναι η προσήλωσή του σε αυτό που κάνει. Κάτι ετοιμάζει στην κουζίνα. Όρθιος, μπροστά σ’ ένα λευκό πάγκο, όπου βρίσκονται παραταγμένα με απίστευτη τάξη πολύχρωμα πιατάκια με διάφορα υλικά. Την εμποδίζει λίγο η κουρτίνα, μα δεν τα παρατά. Σηκώνεται σιγά σιγά από την κουνιστή πολυθρόνα της. Το τρίξιμο του ξύλουσπάει τη σιωπή της νύχτας.

Η Κατερίνα προχωρά διστακτικά προς το μέρος του νεαρού άντρα. Καρφώνει το βλέμμα της πάνω του. Προδίδει τις διαθέσεις της. Τον βλέπει να πηγαίνει, να έρχεται, να σκύβει, να εξαφανίζεται.Με τι χάρη και άνεση κινείται μέσα στο βασίλειό του… Στα ρουθούνια της τώρα φτάνει μυρωδιά τσιγαρισμένου κρεμμυδιού. Τον παρατηρεί να βάζει κόκκινες πινελιές. Αναρωτιέται «ντομάτα ή πιπεριά;». Της φεύγει ένα πονηρό γελάκι. Σίγουρα ο αλατισμένος ιδρώτας του θα δώσει άλλη γεύση στη συνταγή!... Μα, τι ζέστη είναι αυτή… Συλλαμβάνει τον εαυτό της να στηρίζεται στα κάγκελα, σχεδόν να κρέμεται από αυτά. Μπορεί να τη δει κανείς και μετά… τι ντροπή! Κάνει δυο βήματα πίσω. Πού να κρυφτεί; Δίπλα της, η παλιά αποθήκη του αρχοντικού. Χωρίς δεύτερη σκέψη, τρυπώνει μέσα. Σκοτάδι. Εδώ κι εκεί προβάλλουν ξεχασμένα θαύματα. Πίνακες μισοτελειωμένοι, σκονισμένες φωτογραφίες, παλιά βιβλία, σκεπασμένα με νάιλον παιχνίδια, λιωμένα ρούχα. Όλα ευάλωτα, την παρακολουθούν. Ακόμα ένα βήμα, κι όλα είναι έτοιμα να διαλυθούν, να την πλακώσουν…

«Είσαι ηλίθιος! Δε θα μου πεις εσύ τι θα κάνω! Κουράστηκα! Βαρέθηκα!» ακούγεται μια τσιριχτή γυναικεία φωνή. Μεμιάς, η Κατερίνα πετάγεται έξω. Ψάχνει να βρει την πηγή του σαματά. Μια γυναίκα μικρόσωμη και κάπως παχουλή πηγαινοέρχεται αναστατωμένη στο σαλόνι του απέναντι διαμερίσματος. Ο καβγάς έχει μόλις αρχίσει. Η Κατερίνα παρατηρεί με προσοχή τις κινήσεις του άντρα. Δε χάνει στιγμή την προσήλωσή του στο πολύχρωμο έργο του. Δε σταματά, δεν τρέχει. Συνεχίζει το μαγείρεμα στον ίδιο ρυθμό. Δοκιμάζει, προσθέτει κάτι, ανακατεύει. Τον θαυμάζει! Δεν περνούν δυο λεπτά και ακούγεται δυνατά η εξώπορτα της πολυκατοικίας. Είναι η παχουλή κυρία. Η Κατερίνα σκέφτεται «μακάρι να μη ξαναγυρίσει…».

Η νύχτα απλώνει το πέπλο της, αλλά εκείνη δε θέλει να σκεπαστεί. Όχι σήμερα, όχι τώρα. Αύριο πρέπει να πάει στο μανάβη, να βρει την αγαπημένη της πιπερόριζα. Ήπιε την τελευταία. Βλέπει όνειρα πολλά, ανακατεμένα, ανήσυχα. Ξυπνά με ένταση σε όλο της το κορμί. Σα να πάλευε. Ντύνεται βιαστικά, πίνει καφέ και τρέχει στον κυρ Πάνο. Φτάνει τρέχοντας, γιατί έχει ραντεβού με το γιατρό, που δεν μπορεί να περιμένει. Μπαίνει στο μαγαζί και κατευθύνεται στο γνωστό μέρος. Απλώνει το χέρι της να πάρει την τελευταία πιπερόριζα και δεν προσέχει…το χέρι της διασταυρώνεται με το χέρι κάποιου. Γελούν κι οι δύο αμήχανα. Ύστερα κοιτάζονται. Είναι αυτός! Ο άγνωστος γείτονας! Δεν μπορεί, κάποιος της κάνει πλάκα! Κι όμως, αυτός είναι! Της κάνει νόημα να πάρει την πιπερόριζα. Εκείνη αρνείται ναζιάρικα. Θέλει και δε θέλει. Θέλει να του πει τόσα πολλά. Θέλει να τον καλέσει σπίτι της, να μαγειρέψουν μαζί. Θέλει να τον δει να πηγαίνει, να έρχεται, να κυριαρχεί στην κουζίνα της. Θέλει, θέλει... Και τι δε θέλει! Εκείνος επιμένει. Της τη βάζει στην τσάντα της. Ξεθαρρεύει. Γέρνει προς το μέρος του και του ψιθυρίζει «η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω να τη μαγειρεύω!» και του κλείνει το μάτι. Τον περιεργάζεται για δευτερόλεπτα. Την κοιτά με νόημα. Σκύβει στο αυτί της.

«Πρόσθεσε κομματάκια πιπερόριζας σε πράσινη σαλάτα με ντρέσινγκ λεμονιού. Αυτό θα είναι το ορεκτικό μας…».


Διαγωνισμός Διηγήματος στην 36η Γιορτή Βιβλίου 

Το Διαγωνισμό Διηγήματος μέσω Αυτοματικής Γραφής με θέμα «Η καλοκαιρινή Αθήνα προσπέρασε» διοργάνωσε το Μικρό Πολυτεχνείο. Μετά το σεμινάριο του Θράσου Καμινάκη (Μικρό Πολυτεχνείο), η Κριτική Επιτροπή κατέληξε στους 12 διακριθέντες. Και τα 12 κείμενα θα τα διαβάσετε στο site της ATHENS VOICE (Χορηγός επικοινωνίας).

Οι νικητές:

1. ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΒΡΕΤΤΟΥ Διαβάστε εδώ το διήγημα

2. MANOSNEF ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ Διαβάστε εδώ το διήγημα

3. ΈΛΕΝΑ ΓΙΟΒΑΝΑΚΗ Διαβάστε εδώ το διήγημα

4. ΑΛΙΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Διαβάστε εδώ το διήγημα

5. ΝΑΣΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ Διαβάστε εδώ το διήγημα

6. ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΟΣΜΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Διαβάστε εδώ το διήγημα

7. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΧΑΛΟΦΤΗ Διαβάστε εδώ το διήγημα

8. ΕΥΓΕΝΙΑ ΔΟΥΒΑΡΑ

9. ΙΩΑΝΝΑ ΒΡΑΚΑ

10. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΒΑΓΓΑΛΗ

11. ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

12. ΝΑΤΑΣΑ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ