Βιβλιο

Προς την ελευθερία

Το διήγημα που κέρδισε την 7η διάκριση στο Διαγωνισμό Διηγήματος στην 36η Γιορτή Βιβλίου

A.V. Guest
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Της Ελευθερίας Χαλόφτη

Ο ορίζοντας δειλά - δειλά γεννοβόλησε τον ήλιο, που σε λίγες ώρες θα φώτιζε τον Αττικό ουρανό. Χάρη στην ανάσα του οι κάτοικοι θα ζούσαν άλλο ένα καλοκαιρινό πρωινό στα τσιμεντένια σπλάχνα της Αθήνας.

Μικρό το διαμέρισμα στο Θησείο κι η Ηρώ έκανε μπάνιο τη Μαρία, τη χτένισε, την άλλαξε κι αφού την τάισε, της έδωσε το χάπι, αυτό που συνήθως την έκανε να κοιμηθεί μέχρι τις δύο. Πάντα στις δύο η Ηρώ γυρνούσε απ’ τη δουλειά. Ίδια αρρωστημένη ρουτίνα δέκα χρόνια τώρα, από τότε που η μάνα πέθανε, αφήνοντας στη μια βαριά κληρονομιά την άλλη, την αδερφή.

Ποτέ δε χάρηκε η Ηρώ από τότε τις βόλτες με τις φίλες της, τον έρωτα με κάποιο αγόρι, την ανεμελιά της νιότης. Το φορτίο της Μαρίας είχε κάνει τη ζωή της φυλακή. Όπου κι αν ήταν είχε το βραχνά του γυρισμού, να προλάβει μην ξυπνήσει η αδερφή και σηκώσει την πολυκατοικία στο πόδι. Αυτή η αλλόκοτη ύπαρξη έσπαγε, τσίριζε, αυτοτραυματιζόταν, μέχρι το στρώμα της έτρωγε και κινδύνευε να πεθάνει από πνιγμό. Πόσες φορές δεν την είχε σώσει από σίγουρο θάνατο…

Σήμερα όμως δε θα σωζόταν… Το νοητικά καθυστερημένο πλάσμα, που αντί να την εξανθρωπίσει, όπως κάποιοι μακρινοί συγγενείς της έλεγαν, την είχε αποκτηνώσει τελείως, θα πέθαινε ολομόναχο μέσα στο σπίτι με το στρώμα σφηνωμένο στο λάρυγγα… Ναι! και κανείς δε θα κατηγορούσε την Ηρώ ότι φταίει, όλα θα θύμιζαν ατύχημα… το τέλειο ατύχημα. Στο Γιώργο, εννοείται, δε θα αποκάλυπτε την αλήθεια. Θα του ’λεγε ότι την έκλεισε σε ίδρυμα• άλλωστε, τι σημασία έχει… αυτός το μόνο που της ζήτησε ήταν να την έχει μαζί του στη Θεσσαλονίκη. Τ’ άλλα ήταν δικός της λογαριασμός.

Η Ηρώ κι ο Γιώργος έσμιγαν στο ισόγειο ενός ξεθωριασμένου κτιρίου στην Ασωμάτων. Ακριβώς από πάνω ζούσε ο ηλικιωμένος θείος του, τον οποίο η Ηρώ φρόντιζε κάθε μέρα από το πρωί μέχρι το μεσημέρι• αυτή ήταν η δουλειά της, ο μισθός που τη ζούσε με τη Μαρία… Ο δύστυχος συγγενής του άντρα που η Ηρώ αγαπούσε, ήταν καθηλωμένος στο κρεβάτι με γεροντική άνοια και παρόλο που ο Γιώργος έμενε μακριά από την Αθήνα, λόγω της δουλειάς του, ήταν αναγκασμένος να κατεβαίνει τακτικά προκειμένου να τον βλέπει - και να τη βλέπει φυσικά.

Η απελπισία άραγε να τους είχε φέρει κοντά; Όταν γνωρίστηκαν και κλείστηκε η δουλειά, κοιτάχτηκαν και τα διψασμένα για ζωή βλέμματά τους μίλησαν αμέσως. Ήταν ζήτημα χρόνου. Τα κορμιά τους αφέθηκαν στην ηδονή… Κι από τότε, όταν έκαναν έρωτα, οι ζωές τους από μίζερες και βαρετές γίνονταν συναρπαστικές… Έξι μήνες τώρα, δύο ή και τρεις φορές το μήνα μετρούσε η παθιασμένη κι αξεδίψαστη σχέση τους. Την περασμένη Κυριακή ο θείος πέθανε στα ξαφνικά. Κι ήταν σαν και τα δεσμά του Γιώργου να έσπασαν για πάντα. Μια βδομάδα τώρα η Ηρώ σκεφτόταν για το τι πρέπει να κάνει από ’δω και πέρα, μέχρι που ο Γιώργος της μήνυσε πως θα κατέβει για τελευταία φορά στην Αθήνα κι από όσο κατάλαβε για να την πάρει μαζί του – τόσο ερωτευμένος… Και τότε πήρε την απόφασή της…

Είχε έρθει η σειρά της να κάνει το δικό της βήμα προς την ελευθερία. Σφάλισε τα παράθυρα, φίλησε τη Μαρία κι αφού την κλείδωσε, πέταξε το κλειδί στα σκουπίδια. Πήρε τη βαλίτσα της και κατηφόρισε την Ηρακλειδών με κατεύθυνση την Ασωμάτων. Καθώς περπατούσε είδε τους μικροπωλητές να ξεδιπλώνουν την πραμάτεια τους, ζευγαράκια να κοιμούνται στα παγκάκια, παρέες που είχαν ξεμείνει στο άλσος απ’ το μεθύσι της προηγούμενης νύχτας… Από μακριά ακουγόταν το τραίνο που έφτανε από τον Πειραιά. Ήχοι και εικόνες από μια πόλη γεμάτη αντιθέσεις, χρώματα και μυστηριακούς κώδικες έτοιμοι ν’ αποκαλυφθούν σε κάθε φιλόδοξο επισκέπτη.

Όταν έφτασε έξω από το σπίτι του γέρου, η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Λίγα μέτρα τη χώριζαν από την ευτυχία… όσο βασανίστηκε, βασανίστηκε. Η αγάπη, ο οίκτος, η δέσμευση για την αδερφή, όλα πεθαμένα μέσα της. Το μόνο που υπήρχε ήταν η λαχτάρα της να ζήσει και ο έρωτας για εκείνον… Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και άνοιξε αλαφιασμένη την πόρτα. Κοίταξε γύρω της. Δεν υπήρχε ψυχή. Μόνο ένα γράμμα κρεμασμένο στο ψυγείο: «Ηρώ… δε σου αξίζω! Ποτέ δε σου είπα όλη την αλήθεια. Είμαι δυστυχής σ’ ένα γάμο που έχει τελειώσει αλλά συντηρείται κι εγώ μένω για το καλό των δύο κοριτσιών μου. Δεν θα είμαι πια κοντά σου. Ο θείος φεύγοντας μας χώρισε για πάντα. Καλή τύχη και συγγνώμη. Σ’ αγάπησα».

Πόνος βαθύς μέχρι το κόκκαλο… Βγήκε στο δρόμο να τη φυσήξει ο αέρας. Περιπλανήθηκε για ώρες στο Σύνταγμα, στα στενοσόκακα της Πλάκας, στο Μοναστηράκι, ώσπου γύρισε αργά το απόγευμα στο Θησείο. Στο βάθος ο ορίζοντας κατάπινε βουλιμικά τον ήλιο… Από την Ακρόπολη πρόβαλαν τα πρώτα φώτα και ο Παρθενώνας κορδώθηκε με θράσος μπροστά τους.

Μια ξαφνική μπόρα έκανε τους ανθρώπους ν’ αναζητήσουν υπόστεγο. Μόνο η Ηρώ απέμεινε ακίνητη στη μέση της γέφυρας να βρέχεται χωρίς κλειδιά, χωρίς φωνή, χωρίς μέλλον σε μια πόλη που ξέπλενε καλοκαιρινές αμαρτίες μέσα στο σούρουπο.


Διαγωνισμός Διηγήματος στην 36η Γιορτή Βιβλίου

Το Διαγωνισμό Διηγήματος μέσω Αυτοματικής Γραφής με θέμα «Η καλοκαιρινή Αθήνα προσπέρασε» διοργάνωσε το Μικρό Πολυτεχνείο. Μετά το σεμινάριο του Θράσου Καμινάκη (Μικρό Πολυτεχνείο), η Κριτική Επιτροπή κατέληξε στους 12 διακριθέντες. Και τα 12 κείμενα θα τα διαβάσετε στο site της ATHENS VOICE (Χορηγός επικοινωνίας).

Οι νικητές:

1. ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΒΡΕΤΤΟΥ Διαβάστε εδώ το διήγημα

2. MANOSNEF ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ Διαβάστε εδώ το διήγημα

3. ΈΛΕΝΑ ΓΙΟΒΑΝΑΚΗ Διαβάστε εδώ το διήγημα

4. ΑΛΙΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Διαβάστε εδώ το διήγημα

5. ΝΑΣΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ Διαβάστε εδώ το διήγημα

6. ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΟΣΜΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Διαβάστε εδώ το διήγημα

7. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΧΑΛΟΦΤΗ Διαβάστε εδώ το διήγημα

8. ΕΥΓΕΝΙΑ ΔΟΥΒΑΡΑ Διαβάστε εδώ το διήγημα

9. ΙΩΑΝΝΑ ΒΡΑΚΑ

10. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΒΑΓΓΑΛΗ

11. ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

12. ΝΑΤΑΣΑ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ