Βιβλιο

15 αρετές στα «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» του Αλέξη Πανσέληνου

«Η χαμένη άνοιξη» συναντιέται με τα «Shortcuts», στην Αθήνα του ’50

Δημήτρης Φύσσας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Χορταστικό, πρωτότυπο, αρκούντως μοντερνιστικό, με «βιτριολικά» αυτοϋπονομευτικό τίτλο, θελκτικό εξώφυλλο και συνολικά αξιοδιάβαστο, το καινούργιο μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το «Μεταίχμιο», αποτελεί βήμα μπροστά σε σύγκριση με την ήδη πολύ καλή «Κρυφή πόρτα», δυο χρόνια πριν.

Αντί να επιχειρήσω παρουσίαση κατά τους συνήθεις τρόπους, προτιμώ να προβάλω επιγραμματικά 15 αρετές του βιβλίου:

Α. Τοποθετείται κατά κύριο λόγο στην Αθήνα, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50, μια περίοδο μη κορεσμένη στα μετέπειτα χρόνια από καλή λογοτεχνία, αναπαράγοντας τα δεδομένα της εποχής (ακριβής τοποθέτηση στο Λεκανοπέδιο, πολεοδομία, σινεμά, νυχτερινά κέντρα, ντύσιμο, παραγκομαχαλάδες, περιοδικά, υπηρέτριες, κεντρικοί δρόμοι ακόμα διπλής κατεύθυνσης, ραδιοφωνικοί σταθμοί, κουτσομπολιά κλπ).

Β. Έχει αφομοιώσει δημιουργικά τη «Χαμένη άνοιξη» του Τσίρκα.

Γ. Διαθέτει εξαιρετικούς τίτλους για τα 38 του κεφάλαια, επαρκείς Επισημειώσεις και –ευτυχώς– Πίνακα Περιεχομένων.

Δ. Εισάγει τα περισσότερα από τα κεφάλαιά του δίνοντας συνοπτικά τα βασικά αφηγηματικά στοιχεία που θα τον απασχολήσουν στη συνέχεια, τ’ αναπτύσσει και τα ολοκληρώνει με τέτοιο τρόπο, ώστε σχεδόν το καθένα θα μπορούσε να είναι ένα ολοκληρωμένο διήγημα (υπό μια έννοια, «χωρίς εκάστω των ειδών εν τοις μορίοις»).

Ε. Χρησιμοποιεί τον Ενεστώτα χρόνο με άριστο τρόπο.

ΣΤ. Έχει αφομοιώσει παραπάνω από δημιουργικά πλείστες κινηματογραφικές τεχνικές, σημαντικότερη από τις οποίες θεωρώ τον τρόπο που ένας ήρωας κάποιου κεφαλαίου κάνει μια φευγαλέα ή λιγότερο φευγαλέα εμφάνιση σε άλλο κεφάλαιο, με τον τρόπο της αλληλοδιαπλοκής π.χ. του Ρόμπερτ Όλτμαν στα «Στιγμιότυπα» ειδικά.

Ζ. Το διακαλλιτεχνικό στοιχείο έχει κεντρικό ρόλο. Πέρα από τη Μουσική (που κυριαρχεί στον τίτλο, σε πολλά μότο, στο «ψαχνό» των κεφαλαίων και στις πραγματολογικές Επισημειώσεις), εμφανίζονται η Ζωγραφική, η Ποίηση, το Θέατρο, η Γλυπτική, ο Κινηματογράφος κ.λπ.

Η. Οι χαρακτήρες έχουν ονόματα που «κολλάνε» πάνω τους, ο λόγος τους είναι πειστικός ανάλογα με το ποιόν τους, και η δράση τους το ίδιο – κι αυτό με λίγα σταράτα λόγια, είτε πρόκειται για υπηρέτριες, είτε για στρατιωτικούς, είτε για παράνομους, είτε για αδέρφια που διατηρούν υπερβολική, ας το πω έτσι, προσέγγιση μεταξύ τους, είτε για δημοσιογράφους που μεταδίδουν ζωντανά, είτε για ένα αγόρι που προσπαθεί να μεγαλώσει, είτε για έναν χαροκαμένο ζευγάρι επαρχιωτών, είτε για κάποιον πρώην ΟΠΛΑΤζή.

Θ. Αφηγητής είναι συνήθως ο παντογνώστης συγγραφέας –με την αρκετή αποστασιοποίηση που του αρμόζει– αλλά όπου αυτό αλλάζει, αλλάζει μαεστρικά.

Ι. Η τρέχουσα πολιτική της εποχής (Παπάγος, Παύλος, Φρειδερίκη, Μπελογιάννης, Πλαστήρας, Σοφ. Βενιζέλος, Μαρκεζίνης, ξένοι πράκτορες που μιλάνε αγγλικά- υπάρχει μετάφραση κ.λπ.) και η Ιστορία (Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, Κορέα κ.λπ.) έχουν έντονη παρουσία, χωρίς όμως να βαραίνουν το βιβλίο (μέγιστη αρετή).

ΙΑ. Το στοιχείο του χιούμορ είναι πανταχού παρόν στις διάφορες εκφάνσεις; του: ελάχιστο γκροτέσκο, λίγη πλάκα, πολλή λεπτή ειρωνεία, πολύς σαρκασμός (ειδικά του αφηγητή προς τους ήρωές του).

ΙΒ. Ο τρόπος που δίνεται ειδικά η εκτέλεση του Μπελογιάννη (κεφάλαιο 33), εντελώς πλάγια και δίχως να αναφέρεται ρητά, είναι μόνος του ένα συγγραφικό μάθημα.

ΙΓ. Το βιβλίο είναι γεμάτο από ανάμιξη του ρεαλιστικού (που πάντως κυριαρχεί, καταρχήν) με το φανταστικό, του συγχρονικού με την εσκεμμένη αναχρονία, από μίνι αποφθέγματα κι από έξυπνες παρατηρήσεις για πράγματα που όλοι κοιτάμε, αλλά σπάνια τα βλέπουμε. Ένα απλό παράδειγμα, μόλις κάποιος έχει κλείσει ένα τηλέφωνο: «Το σύρμα του ακουστικού, μια μαύρη κοτσίδα, έχει στρίψει τόσες φορές από τη χρήση, που το ένα μέτρο μήκος του έχει κοντύνει στους τριάντα πόντους».

ΙΔ. Σε σύγκριση με την αξία της περιγραφής, τις έξυπνες αφηγηματικές εναλλαγές, το υπαινικτικό κατά περιόδους γράψιμο, το σαρκασμό, τη «σκιαγράφηση» των χαρακτήρων, το δουλεμένο κείμενο, την αλληλοδιαπλοκή των πλάνων κλπ, η καθαυτό πλοκή (ή μάλλον οι παράλληλες πλοκές) του βιβλίου έχουν κατά τη γνώμη μου, δευτερεύουσα σημασία.

ΙΕ. Τα δυο τελευταία κεφάλαια οδηγούν σε υπέροχη κορύφωση, μέσω των Καλλιστείων του 1952, ενώ ειδικά οι δύο τελευταίες παράγραφοι φέρνουν ένα τέλος με μαριονέτες, μαζικούς φόνους και τσολιάδες -κατοχικούς και σύγχρονους (του Άγνωστου Στρατιώτη)-  να κυριαρχούν, ένα τέλος όχι απλά ανοιχτό, αλλά ονειρικό, αντιιστορικό, σχεδόν σουρεαλιστικό, που φέρνει στο νου μια μυρωδιά από τη νεανική «Μεγάλη Πομπή» του συγγραφέα.

Ο νοών νοείτω, περισσότερα στο βιβλίο.