Βιβλιο

Γιατί συνηθίσαμε τόσο το μίσος;

Ο «κακός μετανάστης» και άλλες ιστορίες των ΜΜΕ. Πώς και γιατί η ελληνική κοινωνία απενοχοποιήσε τον ρατσιστικό λόγο

Ηρώ Παρτσακουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 649
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Θεσμικό πλαίσιο, διλήμματα και αναλύσεις ειδικών στην απολύτως κατατοπιστική έκδοση του ΣτΠ «Ρητορική μίσους και διακρίσεις, προκλήσεις για το Κράτος Δικαίου»


Από το 2013, όταν ο Συνήγορος του Πολίτη (ΣτΠ) δημοσίευε ειδική έκθεση για το φαινόμενο της ρατσιστικής βίας στην Ελλάδα προτείνοντας μάλιστα και τρόπους αντιμετώπισης, έχουν γίνει σημαντικά βήματα ιδίως στο πλαίσιο αντιμετώπισης της ρατσιστικής βίας. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Συνήγορος, Ανδρέας Ποττάκης, προλογίζοντας την έκδοση «Ρητορική μίσους και διακρίσεις, προκλήσεις για το Κράτος Δικαίου» (εκδ. Σάκκουλα), δεν υπάρχει κανένα περιθώριο εφησυχασμού. Αντιθέτως, «μετά την πρόσφατη αναζωπύρωση της βίας με στόχο και θύμα τον “ξένο” σε νησιά του βορείου Αιγαίου αλλά και στην ηπειρωτική χώρα, με ολοένα συχνότερες περιπτώσεις φορτισμένου με μισαλλόδοξες αναφορές δημοσίου λόγου, πρέπει να καταβάλουμε ακόμα μεγαλύτερες προσπάθειες».

Η αναντιστοιχία της τότε επίσημης καταγραφής σε σχέση με τα τριπλάσια περιστατικά που είχε συγκεντρώσει ο Συνήγορος στο διάστημα 2012-2013 είχε προκαλέσει μεγάλη εντύπωση μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης. Οι αιτίες πολλές και μάλλον γνωστές. Η κλιμάκωση των περιστατικών ρατσιστικής βίας, αντί επαυξημένης προσοχής και δράσης, συνοδευόταν από την αδράνεια ή την ανοχή των αστυνομικών οργάνων, από αναποτελεσματική διερεύνηση των καταγγελιών και από ελλείψεις του νομοθετικού πλαισίου τόσο για την αντιμετώπιση αδικημάτων με ρατσιστικό κίνητρο όσο και για την έμπρακτη προστασία των θυμάτων.

Παρά τις όποιες θεσμικές αλλαγές, που υπήρξαν, σημαντικό ρόλο παίζει και ο δημόσιος λόγος, ο οποίος μάλιστα κρίνεται ως ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που τροφοδοτούν φαινόμενα διακρίσεων, ακόμη και περιστατικά βίας. Γι’ αυτό το βιβλίο το οποίο κυκλοφόρησε σε επιμέλεια του αναπληρωτή ΣτΠ Βασίλη Καρύδη και της βοηθού Συνηγόρου Καλλιόπης Λυκοβαρδή, λειτουργώντας κατά μία έννοια συμπληρωματικά στην ειδική έκθεση που προηγήθηκε το 2013, φέρνει το ζήτημα αυτό στο επίκεντρο.

Η έκδοση «Ρητορική μίσους και διακρίσεις» φιλοδοξεί να αναδείξει τα διλήμματα και τις συγκρούσεις σε αξιακό επίπεδο. Μέσα από εισηγήσεις και συνοπτικά πρακτικά των συζητήσεων ειδικής ημερίδας που διοργάνωσε στα μέσα του 2016 ο ΣτΠ, επιτυγχάνεται η ενδελεχής επισκόπηση του θεσμικού πλαισίου για την αντιμετώπιση και καταπολέμηση της ρητορικής μίσους, καθώς και του ρόλου που διαδραματίζουν τα ΜΜΕ και οι αρμόδιοι φορείς, συμπεριλαμβανομένου του ΣτΠ.

Ο ρόλος των ΜΜΕ
Τα ΜΜΕ και ο ρόλος που παίζουν ή θα μπορούσαν να παίξουν όσον αφορά το φαινόμενο του ρατσιστικού λόγου, διερευνώνται ενδελεχώς στη δεύτερη ενότητα του βιβλίου, με την εισήγηση του Γιάννη Μπούτσελη, ειδικού επιστήμονα ΣτΠ. Κάνοντας λόγο για «ελληνική εκδοχή της κοινοτοπίας», ο Γ. Μπούτσελης επισημαίνει ότι οποιαδήποτε κριτική ασκείται στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης οφείλει να λαμβάνει υπόψη ότι πρόκειται για μια «ιδιαίτερα προβληματική αγορά». Πράγματι, χωρίς την εφαρμογή κανόνων, με χαμηλόμισθους, άνισα αμειβόμενους επαγγελματίες και φθίνουσα απήχηση, αυτό που μένει, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην εισήγηση, δεν είναι παρά «μια αγορά καταδικασμένη στη λογική του ελάχιστου κοινού παρονομαστή».

Προχειρότητα & συνήθεια
Η επίμονη παρουσία ρατσιστικού λόγου αποδίδεται στην προχειρότητα με την οποία λειτουργούν τα μέσα, με αποτέλεσμα αμφίβολης ποιότητας περιεχόμενο, αλλά και στο ότι το κοινό συνηθίζει ενώ οι υπεύθυνοι φορείς αδιαφορούν για την επίβλεψη της τήρησης των κανόνων. Στην ίδια εισήγηση παρατίθενται αποσπάσματα από όσα είχε αναφέρει ο Φώτης Γεωργελές το 2011 μιλώντας στο Πάντειο σε συνέδριο για την αξιοπιστία των μέσων ενημέρωσης: «Όταν η οικονομική κρίση μειώνει τους πόρους των μεγάλων ομίλων παύει και το ενδιαφέρον τους να συντηρούν μέσα ενημέρωσης κι αυτά οδηγούνται στο λουκέτο». Η προχειρότητά τους είναι συνειδητή αλλά και αναπόφευκτη, αφού στο παρελθόν «δεν χρειάστηκε ποτέ να επενδύσουν στη σωστή παραγωγή πληροφορίας και ενημέρωσης, αλλά στη διεκδίκηση δημοσίου χρήματος».

Το αποτέλεσμα αυτής της προχειρότητας είναι συχνά η παρουσίαση μιας εικόνας που έχει πολύ μικρή σχέση με την πραγματικότητα και μια κοινή γνώμη που εγκλωβίζεται σε αφηγήσεις, χωρίς βιωμένες εμπειρίες. Έτσι, όταν τα στοιχειοθετημένα ρεπορτάζ χάνονται στο πλήθος των ασήμαντων δημοσιευμάτων, ο πολίτης καταλήγει να ακούει ότι για την ανεργία φταίνε οι μετανάστες επειδή αυτό λένε στην κάμερα δύο «αγανακτισμένοι» περαστικοί και ένας συνοφρυωμένος παρουσιαστής, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει μεταξύ άλλων ο Γ. Μπούτσελης.

Μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης συνηθίζει σε τέτοιου είδους δημοσιογραφικές νόρμες και η δαιμονοποίηση των «κακών», εν προκειμένω των «ξένων», απαλλάσσει από κάθε ευθύνη την κοινότητα των ντόπιων. Χρησιμοποιώντας στοιχεία από την έρευνα της δημοσιογράφου Χριστίνας Πάντζου (ευρήματα της οποίας παρουσιάζονται σε επόμενη ενότητα της έκδοσης), ο Γ. Μπούτσελης παραθέτει λέξεις και εκφράσεις που δομούσαν το 2012 την ταυτότητα των μεταναστών στη βάση της πόλωσης «εμείς» και «οι άλλοι».

Τα «αλλοδαποί εγκληματίες που τρομοκρατούν» και «θα ανακαταλάβουν τις πόλεις και τις πλατείες», μαζί με εκτεταμένη χρήση ανάλογης φρασεολογίας που ανέδειξε η μελέτη 1.800 δημοσιευμάτων, συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας «νέας κανονικότητας στον τρόπο που το κοινό αντιλαμβάνεται την παρουσία αλλοδαπών […] μιας ιδιόμορφης εξοικείωσης με το κακό, η οποία ακολουθείται από αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα. Μια αποστασιοποίηση και απερισκεψία που μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερη καταστροφή απ’ όσο όλα μαζί τα ένστικτα που πιθανόν είναι έμφυτα στον άνθρωπο».

Αδιαφορία των υπευθύνων
Κι ενώ όλα αυτά τα φαινόμενα διαιώνισης στερεοτύπων παρατηρούνται και καταγράφονται, ο ρατσιστικός λόγος γίνεται περισσότερο κραυγαλέος σε συνδυασμό με την «αδιαφορία και εκκωφαντική σιωπή» όλων όσων θα μπορούσαν να παρέμβουν. Οι κανόνες υπάρχουν και μάλιστα προβλέπουν κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης. Εστιάζοντας στην αυτορρύθμιση και όσα προβλέπονται από τις επαγγελματικές ενώσεις των ίδιων των δημοσιογράφων, η εισήγηση του Γ. Μπούτσελη καταλήγει σε μία απογοητευτική διαπίστωση. «Στη μία και μοναδική περίπτωση που η μεγαλύτερη ένωση δημοσιογράφων της χώρας κινήθηκε κατά μέλους της επειδή ο εν λόγω δημοσιογράφος είχε χρησιμοποιήσει στην εκπομπή του ρατσιστικό/ μισαλλόδοξο λόγο κατά πολίτη, η ΕΣΗΕΑ έκρινε ότι δεν θέλει ή δεν μπορεί να λάβει άλλα μέτρα αυτορρύθμισης και ζήτησε από την Πολιτεία να παρέμβει».

Για συνειδητοποιημένους πολίτες, νομικούς ή ερευνητές που αναζητούν απαντήσεις, η έκδοση του ΣτΠ, του πλέον αρμοδίου φορέα προστασίας και προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, αποτελεί χωρίς αμφιβολία μία ολοκληρωμένη παρουσίαση και επισκόπηση του ελληνικού πεδίου όσον αφορά τη ρητορική μίσους και την ελευθερία του λόγου.