Βιβλιο

Κατερίνα Μπέη: «Οι γυναικείες φιλίες είναι πιο περίπλοκες. Οι άντρες μπορεί να γίνουν φίλοι επειδή απλά είναι ΑΕΚ!»

Το ταλαντούχο κορίτσι έγραψε ένα ακόμα υπέροχο βιβλίο, το Success Story, που έγινε μία καταπληκτική ταινία σε σκηνοθεσία Νίκου Περάκη

Κατερίνα Παναγοπούλου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Έχω διαβάσει όλα τα βιβλία της, έχω δει τις περισσότερες ταινίες της (πάντα σε σκηνοθεσία Νίκου Περάκη) και τα σίριαλ που έχει υπογράψει. Με συναρπάζει ο πολυεπίπεδος τρόπος που χτίζει τους χαρακτήρες των ηρώων της, το αστείρευτο χιούμορ και η υφέρπουσα ειρωνεία της γραφής της και κυρίως ο μοναδικά τρυφερός τρόπος με τον οποίο «πειράζει» και αποδομεί εμάς τις γυναίκες. Τις ανασφάλειες, τους φόβους μας, τις εμμονές μας. Η Μπέη παρουσιάζει για μία ακόμη φορά ένα καλογραμμένο βιβλίο, με χιούμορ - μία γκρίζα κωμωδία όπως τη χαρακτήρισε ο Περάκης, ο οποίος σκηνοθέτησε τη μεταφορά της πριν λίγο καιρό στη μεγάλη οθόνη. Μιλήσαμε για το βιβλίο, τη γυναικεία φιλία, τους άντρες, το αφροδιασιακό παιχνίδι της εξουσίας, αλλά και ό,τι της τη σπάει και τη συναρπάζει στη συνεργασία της με τον Νίκο Περάκη.  

Είναι αφροδιασιακό το παιχνίδι της εξουσίας για μία γυναίκα ή κρύβει ανασφάλεια;  

Κρύβει κατ’ αρχήν βιολογική εντολή. Κατά παράδοση τα πιο δυνατά αρσενικά της αγέλης, έχουν τα περισσότερα και «καλύτερα» θηλυκά. Δεν έχω καταλήξει αν ο λόγος που τα θηλυκά επιλέγουν τους δυνατούς, είναι η ανασφάλεια ή η επιδειξιομανία. Αν και φοβάμαι πως κι εδώ ο λόγος βιολογικός είναι και έχει να κάνει με τη διαιώνιση του είδους με κριτήριο, την επιλογή των καλών γονιδίων που εγγυάται ο δυνατός. 

Η Τζορτζίνα προδίδει υπό μία έννοια την κολλητή της φίλη, αλλά και αυτή με τη σειρά της κάνει το ίδιο. Συμφωνείς με αυτό που λένε ότι η αντρική φιλία είναι πιο δυνατή και σε κάθε περίπτωση διαφορετική από τη φιλία δύο γυναικών;  

Οι γυναικείες φιλίες είναι πιο περίπλοκες αναλυτικές και πιο πολυεπίπεδες, επειδή οι γυναίκες είναι έτσι. Οι άντρες είναι πιο ευανάγνωστοι, πιο άδολοι, πιο κάθετοι και συγκεκριμένοι στα κριτήριά τους. Πολύ συχνά αρκεί να είναι απλώς ΑΕΚ, για να γίνουν φίλοι. Βέβαια τίποτα από αυτά δεν ισχύει στο Success Story. Όχι από αβλεψία, αλλά επειδή αυτό που κυριαρχεί στους ήρωες, είναι το ένστικτο της επιβίωσης κι αυτό υπερκαλύπτει όλα τα άλλα. 



Στα περισσότερα σενάριά σου και στα βιβλία σου ασχολείσαι με το θέμα της γυναικείας φιλίας. Συχνά οι ηρωίδες σου είναι κολλητές φίλες που «ταλαιπωρούνται» από τους άντρες. Περίγραψέ μας τις δύο φίλες-ηρωίδες, την Τζορτζίνα και τη Βασιλική.  

Η Τζορτζίνα κι η Βασιλική είναι νέες ηθοποιοί που θέλουν πάσει θυσία να πετύχουν και να επιβιώσουν με πολύ λίγα υλικά εφόδια, πολλά όνειρα και επιμονή, που στην πορεία γίνεται πείσμα κι εμμονή. Σε πρώτη ανάγνωση είναι αρνητικές ηρωίδες. Βέβαια έχουν όλα τα χαρακτηριστικά που μπορείς να βρεις σε νέες φιλόδοξες κοπέλες, μόνο οι συνθήκες τις έχουν κάνει πιο κυνικές, πιο ανταγωνιστικές κι αδίστακτες. Έχουν χάσει την αθωότητά τους, κι έτσι οι άντρες στην περίπτωσή τους δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο. 

Γιατί οι γυναίκες δέχονται κάποιες φορές -όπως στο βιβλίο- να υποτιμήσουν τον εαυτό τους για έναν άντρα;  

Στο βιβλίο ο άντρας είναι μέρος ενός μεγαλύτερου πακέτου κι η υποτίμηση του εαυτού τους είναι κατά κάποιο τρόπο το τίμημα για να αποκτήσουν αυτά που θέλουν. Τώρα γιατί οι γυναίκες υποτιμούν τον εαυτό τους, πολύ απλοϊκά θα απαντήσω, επειδή δεν πιστεύουν σε αυτόν και, με τις επιλογές τους, επιβεβαιώνουν αυτήν τους την πεποίθηση. 



Πώς ξεκίνησε η ιδέα για το βιβλίο και πως προέκυψε ο τίτλος «Success Story»;  

Είχα αρχικά διαβάσει και μετά δει την ταινία «Gone Girl» και μου άρεσε η ιδέα του τέλειου ζευγαριού  που σε άλλο περιβάλλον, φθείρεται και οι ήρωες σταδιακά αποκτηνώνονται. Αυτό το «ό,τι αρχίζει ωραία, τελειώνει με πόνο». Σκέφτηκα πως η εποχή που ζούμε είναι ο τέλειος «βιότοπος» για να δοκιμάσει μια σχέση τα όριά της και άρχισα να το δουλεύω στο κεφάλι μου πρώτα, μα κάποιες σημειώσεις, με την προοπτική να το κάνω βιβλίο. Όταν το συζήτησα με τον Νίκο (σ.σ. Περάκη) μου είπε, να το γράψω σενάριο και αν βγει καλό θα το σκηνοθετήσει. Έτσι άρχισα να το γράφω σαν σενάριο πλέον. Την ιδέα την είχα συζητήσει με τον εκδότη μου κι όταν γυριζόταν η ταινία, μου επανέφερε το θέμα κι έτσι ξεκίνησα να το γράφω σαν μυθιστόρημα πλέον, με άλλη εντελώς δομή. Δυσκολεύτηκα αρκετά, γιατί πολύ συχνά ήμουν κολλημένη στην ταινία και έτεινα να περιγράφω τις σκηνές επιγραμματικά, όπως γίνεται στο σενάριο. Ευτυχώς έχω μια καλή φίλη που διαβάζει πάντα πρώτη ό,τι γράφω και μου το εντόπισε. 

Η πιο αστεία στιγμή στα γυρίσματα;  

Αυτή η ερώτηση μου προκαλεί αμηχανία. Έγιναν  πολλά περιστατικά που με τη φόρτιση της στιγμής φαίνονταν και ήταν αστεία, αλλά ήταν μέσα στο context που έγιναν. Αυτό που μου φαίνεται «αστείο» και τραγικό μαζί, είναι ότι πρόσφατα μαθεύτηκε η ιστορία της συζύγου ενός ψυχιάτρου στην Κρήτη που έβαλε να τον σκοτώσουν με καλάσνικωφ, ακριβώς όπως στην ταινία μας. 



Τι σου τη σπάει στη συνεργασία με τον Νίκο Περάκη και τι σε συναρπάζει;  

Το ίδιο ακριβώς πράγμα. Ο Νίκος είναι ο άνθρωπος που θα ελέγξει αν το πουκάμισο του κομπάρσου που δεν φαίνεται είναι τσαλακωμένο από τη συσκευασία, αν το μακιγιάζ της πρωταγωνίστριας ταιριάζει με αυτά που φοράει, αν το τασάκι στο πλάνο είναι κατάλληλο κτλ. Κατ’ επέκταση και στο σενάριο υπήρξαν στιγμές που πιανόταν από μια λέξη που δεν του κολλούσε, άνοιγε λεξικό με συνώνυμα και μου πρότεινε άλλες. Κι αυτή η λέξη μπορεί να μην ήταν καν στους διαλόγους αλλά στην περιγραφή, σαν οδηγία στο συνεργείο και τους ηθοποιούς. Αυτή όμως η υπερανάλυση κι η εμμονή στη λεπτομέρεια κάνουν τις ταινίες του τόσο άρτιες, τόσο πολυεπίπεδες και ρεαλιστικές. Κι επειδή δουλεύει πραγματικά στη διάρκεια της ταινίας δεκαοκτώ με είκοσι ώρες τη μέρα, αυτό μόνο σεβασμό μπορεί να προκαλέσει στους συνεργάτες του, που αν και τους ξεθεώνει τον αγαπάνε πολύ. Ένα γνωστό «αστείο» του συνεργείου είναι το «κρύψτε τα red bull».  

Ο Νίκος Περάκης είπε πρόσφατα σε συνέντευξή του ότι σε παροτρύνει να γράφεις, για εκτόνωση, όταν υπάρχουν εντάσεις! Πιάνει;  

Νομίζω επειδή ο ίδιος είναι εργασιομανής, το συστήνει σε όλους τους φίλους και συνεργάτες του. Ο ίδιος, αν και καλλιτέχνης είναι άνθρωπος της πράξης. Επειδή πολύ συχνά οι καλλιτέχνες χαώνονται στα «σκέφτομαι, αισθάνομαι, νομίζω, ελπίζω» εκείνος σε παροτρύνει να κάνεις αντί να λες. Επειδή κι εγώ είμαι αυτής της λογικής, λειτουργεί καλά αυτό, αφού πραγματικά όταν δεν έχω κάτι να δουλεύω, δεν περνάω καλά.