Βιβλιο

Οι Ούκα: Γνωρίζετε την περήφανην, ουχί κανιβαλικήν, αφρικάνικη φυλή;

Ο Πάνος Κουτρουμπούσης δίνει στην ATHENS VOICE απόσπασμα επιστολής ερασιτέχνη καθηγητή προς φίλο στην ξενιτιά

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 602
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τώρα ομιλήσω για ένα καλό παράδειγμα τύπων που ονοματίζεις άγριους. Τούς Ookabolaponga, περήφανην αφρικάνικην φυλήν, πλην ουχί κανιβαλικήν, που στα μέσα τού 13ου αιώνα ξεσπιτωθήκαν (μετά που τούς είχαν «λιγοστέψει» οι εκεί γύρω κανίβαλοι) και κατάφεραν να φτάσουν, συν γυναιξί και τέκνοις, στο Νότιο Μέξικο με στόλο από πιρόγες. Μείναν ένα καλοκαίρι, κάναν παρέα και με τούς ντόπιους και καθώς ήταν εξερευνητικοί τύποι κάναν μακρινούς περίπατους. Τι Κολόμβος και κουραφέξαλα περί τάχατις «ανακάλυψης»; Αυτός νόμιζε μέχρι τέλος, μέχρι που ν’ αποθάνει, πως είχε φτάσει στην Κίνα! Με το μόνο που συνδέεται αυτό το κάθαρμα είναι όπου στα παλαιά σινέ της Πατησίων, Ροζικλαίρ και Αλάσκα, κάποιος φώναζε «κολόμπόοος» στο σκοτάδι και άναβαν τα φώτα και ορμούσε η γύρω-γύρω «αξιότιμος πελατεία» και μαύριζαν στο ξύλο τον ίσως ένοχο.  Δεν ξέρω αν ο Κολόμβος ήταν και «κολόμπος», αλλά είναι ιστορικά βέβαιον πως ήνταν μέγας γενοκτονικός σφαγέας. Τέσ-παντ, άσε μην το ψάχνεις. Οι Ούκα λοιπόν από κει κατεβήκαν μέχρις Πάναμα, σίγουρα πρώτοι ξένοι που εμφανιστήκαν στα πέριξ, και βρήκαν και την δεύτερη μεγάλη θάλασσα μπροστά τους και είπαν «Ούφ. Πάλι τα ίδια; Πάμε πίσω, πού θα βρούμε καλύτερα, γαμώ τον Laponga» (αυτός ήνταν τότες ένας πονηρός θεός τους, όπως ας πούμε ο Λόκι των Βάικινγκς). 

Τελικά τη στήσαν στα απρόσιτα όρη τής Βόρειας Sierra Madre και είχαν άριστες σχέσεις με τούς Tupamaros και δεν τούς ενοχλούσε κανείς, ούτε πρώτα οι Ισπανοί, ούτε κι οι επόμενοι Μεξικάνοι γιατί δεν είχαν ιντερέσο. Ούτε χρυσαφικά είχαν οι Ούκα ούτε οι βουνοκορφές εκεί που ήντανε μπορούσαν να έχουν μάλαμα αφού και τα ξόανά τους ακόμα ήνταν από κορμούς και κλαριά – όπως είχαν δει με τα μάτια τους, κρυμμένοι μέσα σε χαμόκλαδα, κάποιοι σταλμένοι λευκοί σπιούνοι. Με τους ξυπόλυτους Τupamaros –άσσους στο τρέξιμο πάνω-κάτω στα κατσάβραχα– εγίνανε κι αυτοί, με το πέρασμα τών γενεών και τών αιώνων, ικανότατοι και στα τρεξίματα και στις ατέλειωτες πορείες, πάντα ξυπολυταριό. 

Έτσι, όταν ήρθε το πλήρωμα τού χρόνου (όχι πλήρωμα-τσούρμο πειρατών ή άλλων ναυτών αλλά πλήρωμα-γέμισμα), δηλαδή πέρασαν ακόμα και αιώνες στην περίπτωση, και ήρθεν ο καιρός. Τότε λοιπόν ακούστηκε απ’ τα ταμ-ταμ και τα σήματα καπνού πως κάτι άλλοι, ασπρουλιάρηδες, με καινούργια ανώμαλα μαστορέματα, είχαν στηθεί στις βόρειες και τις κάτω μεριές κι έτσι οι Ούκα, μαζί με τούς αιώνιους σύμμαχους και κολλητούς τους Τupamaros, αρχίσανε να ενεργοποιούνται στις επιδρομές, μέχρις και βόρεια τού Rio Grande αργότερα, με πλιάτσικα και αρκετές σφαγές και διαφεύγαν, τρέχοντας σχεδόν συνέχεια κι ύστερα περπατώντας κατοσταριές μίλια, πίσω για τα βουνά τους. Άντε να τούς βρουν μετά οι Μεξικάνοι κι οι gringos. Αυτό το «gringos» που λες, μερικοί λένε πως βγήκε απ’ το «Griego», δηλαδής Έλληνας. Τάχατις πως παλιά ήνταν και κάτι Γρεκοί με τους Σπανιόλους! (Δηλαδής πάλι Έλληνες, ρε παιδί μου; Άσε.) Άλογα δεν είχαν αν και μπορούσαν εύκολα να έχουν, κλέβοντας από Μεξικάνους. Τούς φτάναν τα ποδάργια τους. Τι να κάνουν στ’ άλογα (Ομέρ Βρυώνη, που λέει ο λόγος) στα κορφοβούνια; Κι αν κλέβανε, πού θα τα φύλαγαν να τα φροντίζουν; Σε λιβάδια; Θα τα ’βρισκαν οι Αμερικάνοι με εισβολές και θα τους γενοκτονούσαν ολουνούς τους, άντρες, γυναίκες, παιδιά, μωρά, γέρους και γρέτζες – όπως κάνανε ταχτικά στους Ινδιάνους στα βόρεια, όλα αυτά τα σκουπίδια κι αποβράσματα απ’ την Ευρώπη. Ενώ τώρα δεν υπήρχε κοιλάδα με αγέλες άλογα, όπου θα ’ταν εύκολο να εντοπιστούν. 

Κάποτες λοιπόν, το 1922, δυό Αμερικάνοι με φωτογραφικήν μηχανήν, πέτυχαν τυχαία μίαν ομάδαν απομακρυσμένων κυνηγών και τράβηξαν μίαν φωτογραφίαν ινσταντανέ πριν τους αρπάξουν και τους πετσοκόψουν οι Ούκα. Έλα, ντε. Μετά από κάνα χρόνο ήρθεν εκεί γύρω ομάδα Texas Rangers, λόγω παραπόνων συγγενών, να βρούν τι απογίναν οι δυό κι από δω κι από κει μάθαν που ’χαν κατευθυνθεί εκείνοι και ψάχνοντας μέρες τα μονοπάτια πέσαν στο μέρος που ήσαντε τ’ απομεινάρια των δυό, φαγωμένα απ’ τα coyotes κι απ’ τα κόκκινα μερμήγκια και δίπλα τους σε κάτι χόρτα ήνταν κι η κάμερα. Θάψαν τα κουφάρια και πίσω στο Τέξας εκτυπώσαν το φιλμ (ασπρόμαυρο) που είχε μόνο μίαν πόζα που έδειχνε στην αράδα τούς Ούκα τσαντισμένους και δίνει μίαν εικόνα τού τι είδους πράματα πλιατσικολογούσανε γενικά οι τρελο-αραπάδες. Δηλαδή κατά το πλείστον φανταχτερές ταμπέλες που φτιάχναν σε ασπίδες και ποιός ξέρει τι άλλες σαχλαμάρες είχαν μαζέψει. Τα λημέρια των Αφρικάνων δεν ρισκάρισαν να τα βρούνε. Δηλώθηκε αυτό που τώρα το ονοματίζουνε επισήμως «cold cases». 

Δια να μην πολυλογούμεν, αυτό το φιλμ με την μίαν πόζα τo ήβρε τελικά ένας καλλιτέχνης τού Mad ( ένα τρελαμένο comic book που ’χε αρχίσει να βγαίνει εκείνον τον καιρό) εκεί που σκάλιζε γενικά στις διακοπές του, σ’ ένα μουσειακόν αρχείον στο Texas. Μαζί ήνταν και κάποιο κιτρινιασμένο ημερολόγιο απ’ το 1931 συνταγμένο πρόχειρα από κάποιον –σίγουρα μονόχνωτο– ανθρωπολόγο που έγραφε για μιά περιπλάνησή του αψηλά στή Σιέρρα όπου ένα δειλινό σε ερημιά, βρέθηκε φάτσα με μιά μεγάλη φαμίλια Ούκα γύρω από δυό φωτιές να τρώνε στη γη κι αυτοί τον είδαν με καλό μάτι, έτσι μπαϊλντισμένος και χαζοντημένος που ήνταν και αυτοί είχαν ειρηνέψει με τον καιρό και τελικά κόλλησε με τη φυλή κι έμεινε μαζί τους πολλούς μήνες κι άκουσε κι έγραψε πολλά για την ιστορία και τις πίστες τους και όλα τα σημείωνε στο τεφτέρι του. Αυτός απόθανε στο San Antonio πριν από χρόνια, το 1944. Ο καλλιτέχνης προμηθεύτηκε σε φωτοκόπιες τη φωτογραφία με τούς αγριεμένους και το τεφτέρι του ανθρωπολόγου ολόκληρο (τρία ντόλλαρς κι εξήντα σέντσια για το σέρβις) αλλά δεν τού χρειάστηκε στη δουλειά του τελικά, μόνον εικονογράφησε άσχετη ιστορία με τον Τάρζαν (“Melvin of the Apes’’, τεύχος Mad # 6, 1952) όπου έμπασε στα καρεδάκια τής ιστορίας κι ένα σχέδιο του απ’ το φωτο-καρέ με τους Ούκα αραδιασμένους. Αυτό το «Χούγκα-Μπούγκα» που τούς έβαλε να λένε όλοι, το θυμόταν απ’ το ημερολόγιο τού αποθαμένου ότι θα πει κάτι σαν «Σάς έχουμε χεσμένους». Μοντάρισε δε, για πλάκα, κι έναν Ούκα στους από πίσω να έχει φωτογραφική και να τραβάει τούς φωτογραφίζοντες. Χά-χά. 

Αυτά όλα τα πληροφοριακά βγαίνουν απ’ το μπλοκάκι τού περιπλανώμενου ανθρωπολόγου που τον συμπάθησαν τότες οι Ούκα κι έγινε κολλητός τους για μήνες, άνοιξη και θέρος. Αλλά, όπως σού γράφω παραπάνω, δεν νοιάστηκε τότες γι’ αυτά ο καλλιτέχνης τού Mad. Αργότερα όμως, στα 70ς πλέον, άλλος κάποιος, ιστοριοδίφης αυτός, που ετοίμαζε βιβλίο για τους Tupamaros, αγόρασε ολόκληρο το φωτοαντίγραφο τού τεφτεριού απ’ τον καλλιτέχνη, που τότε ήνταν αρκετά γέρος κι ήνταν «Δει γαρ χρημάτων, ω άνδρες Αθηναίοι» (για 500 ντόλλαρς, λίγα) και τό ’βαλε σχεδόν λέξη προς λέξη, (ολάκερο μεγάλο κεφάλαιο!) στο βιβλίο του που πούλησε καλά.

Προσφάτως όμως φίλε μου, με τόν τεχνολογικό «πολιτισμό», έχουν μολυνθεί ακόμα και οι Ooka-bolaponga που πλέον μένουν σε δυό χωριά με πλίνθινες παράγκες και φοράνε πανταλόνια (και φουστάνια οι γυναίκες) και, μη διαθέτοντας ψυχολογικά ανασταλτικά στο ανοσοποιητικό τους, έχουν πια υποκύψει με τα μούτρα και στα εργαλεία τής τεχνολογίας τού διαόλου και ειδικά στα η-μαίλια, και τουίτσερς και όλοι είναι μέλη τού τελείως σατανικού Μουτροτέφτερου (Φέσι-μπουκ) ή και Φακελλάδικο κατά μερικούς. Έτσι πάαανε κι αυτοί. Σαναλέμε καταντήσαν μοδέρνοι «άγριοι», σαν τις μάζες τών «πολιτισμένων» με τα ξυπνοτηλέφωνα και τα τέτοια, που τραβάνε σέλφια τον εαυτούλη τους μέρα νύχτα, άντρες και γυναίκες. Πρώτα οι Ούκα ήνταν απλοί, σωστοί ιθαγενείς που λέει ο λόγος. Τώρα το συζητάνε ν’ ανοίξουν και Καζινό στις ψηλές ραχούλες, φίλε μου. Έλα, ντε!


Δείτε τα εξώφυλλα που έχει σχεδιάσει ο Πάνος Κουτρουμπούσης για την Athens Voice

Τεύχος 26

Τεύχος 399

Τεύχος 544

Τεύχος 631