Βιβλιο

Η τρυφερότητα των ποιητών

Γιώργος Ν. Ευσταθίου, Δημήτρης Φύσσας. Δύο βιβλία με ποιήματα μέσα σε μία δύσκολη, σκοτεινή εποχή.

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 578
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνήθως προσπαθούμε να κουβαλάμε λίγη ποίηση επάνω μας, λίγο ενοχικά ίσως οι περισσότεροι, κρατώντας την σαν λύση ανάγκης στην απόλυτη απόγνωση της καθημερινότητας, σαν σοκολάτα σε λιποθυμικές τάσεις ή κάποιον κρυφό κήπο στο κέντρο της Αθήνας για να χωνόμαστε την ώρα της μεγάλης ζέστης. Είναι ποίηση άμεσης δράσης, ένα σημείωμα, μία φωτογραφία, μία ουλή, περνάμε το δάχτυλο επάνω της να την αισθανθούμε ξανά, να πάρουμε βαθιά ανάσα, να γαληνέψει ο νους.

Αυτές τις μέρες κουβαλώ επάνω μου δύο βιβλία με ποιήματα που έγραψαν δύο άνθρωποι που εκτιμώ, τον καθένα για άλλους λόγους – άλλες ιστορίες με δένουν με τον καθένα και τώρα συνέπεσε η χαρά τους τις ίδιες μέρες να μου προσφέρουν το βιβλίο τους, προσεχτικά και με αγάπη να μου το παραδώσουν, με εγκάρδιο σημείωμα με μπικ στην πρώτη του σελίδα, όπως είναι ωραίο πάντα έτσι να ξεκινούν τα βιβλία με ποιήματα: με μία ιδιόχειρη, αποκλειστική αφιέρωση.

Αναρωτιόμασταν τι συμβαίνει και όλοι γράφουν ποιήματα, πού βρέθηκε σε εποχές τόσο σκοτεινές και με τόσο μίσος διάχυτο παντού, να ξεχειλίζει τόση ποίηση κι ανάγκη να ειπωθούν και να τυπωθούν τα στιχάκια και οι ρίμες των ανθρώπων; Κυκλοφορούν τα βιβλία με την ίδια διακριτική κομψότητα που είχαν ανέκαθεν – παλιές, όμορφες γραμματοσειρές, συνήθως times ή sylfaen, μικρά σχέδια ανάμεσα στις σελίδες, ελεύθερες ή όχι περασιές, χαϊκού ή ολόκληρα κατεβατά. Βιβλία στα οποία ανατρέχουμε, μερικές φορές ακόμα και τυχαία ξεφυλλίζοντάς τα, να πέφτει το μάτι σε ένα στίχο. Τον διαβάζουμε, τον ακούμε στο μυαλό μας όμορφα και καθαρά, απελευθερώνει το άρωμα της ρίμας του, τον αφήνουμε να καταλαγιάσει, να βγάλει χυμούς και μυστικά και δεύτερες σκέψεις ανάμεσα από τις γραμμές του. Και μετά κλείνουμε το βιβλίο, κρατάμε τον απόηχό του, πάμε με αυτό για ύπνο. Έτσι γίνεται.

Και ποιος τα αγοράζει αυτά τα βιβλία; Κρυφοκοιτάμε τα βλέμματα των ανθρώπων στα βιβλιοπωλεία όταν ξεφυλλίζουν ποιήματα και δεν φαίνεται καμία συγκίνηση, ούτε καν τμήμα ποίησης δεν υπάρχει εύκολα πια, στριμώχνονται οι λίγες δεμένες σελίδες δίπλα σε τόμους-τούβλα γυναικών συγγραφέων με μυθιστορήματα βαριάς τηλεοπτικής ηθικής – καμία ελπίδα για τα λεπτά ποιήματα που συνθλίβονται οι ράχες τους στα ράφια.

Υπάρχει τρυφερότητα σε αυτά, και αυτή είναι που καθορίζει τη ζωή τους. Αυτή είναι που γοητεύει σε ένα τέτοιο βιβλίο εκείνον που θα τη διακρίνει και θα το πιάσει στα χέρια του.

«Η Τρυφερότητα των Άκρων» λοιπόν είναι ο τίτλος της ποιητικής συλλογής του δημοσιογράφου, στιχουργού και ραδιοφωνικού παραγωγού Γιώργου Ν. Ευσταθίου, που μόλις κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Οδός Πανός. Είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή, ποιήματα που τα μάζευε σκόρπια στα συρτάρια της ψυχής του και τα συγκέντρωσε στον πιο τρυφερό εκδοτικό οίκο της πόλης – το «σπίτι» του Γιώργου Χρονά της Οδού Πανός, εκεί που βρίσκουν καταφύγιο οι ποιητές, τα δαιμόνια, οι άγγελοι, οι παλιές τραγουδίστριες, οι καταραμένοι ρόκερς και οι αγαπημένοι φίλοι από τα παλιά. Έτσι και οι δύο Γιώργηδες, φίλοι από τα νεανικά τους χρόνια, έδωσαν φωλιά στα ποιήματα αυτά που μοιάζουν να είναι ένα μεγάλο, αέναο ερωτικό τραγούδι που συνδέει εκείνη την εποχή, των 70s με τη σημερινή. Μία νυχτερινή συμφωνία σε χρώμα βαθύ μπλε με όμορφα «Μοραλικά» σχέδια του Αντωνάκη (Χριστοδούλου) ανάμεσά της, που εκφράζουν με έναν τόσο (αρχαιο)ελληνικό τρόπο τα «Άκρα» του τίτλου, δίνουν σπονδυλική στήλη και κορμό να αναπτυχθούν και να ανθίσουν τα ποιήματα σαν ξεχωριστά κλαδιά, μεγάλα ή μικρότερα, φορτωμένα ή μοναχικά, σαν μια απλή γραμμή. Ο μεγάλος ερωτικός του Γιώργου Ευσταθίου ήταν πάντα σαφής και αγαπημένος. Ο ίδιος, όπως τα ποιήματά του, είναι τρυφερός – ο κορμός του, οι γραμμές του σώματός του έχουν μία ευγενική κάμψη φιλίας. Τα χέρια του θυμάμαι πάντα να κρατάνε με αγάπη και μια λύπη ένα ποτό, ένα τσιγάρο που έκαιγε νύχτες ολόκληρες (πάνε όμως πια αυτά) ή τα θυμάμαι να κρατάνε χειρόγραφα, θέματα που έφερνε να τα παραδώσει στον αρχισυντάκτη των περιοδικών που έγραφε, με πάντα ευθύβολα, μικρά, ειλικρινέστατα γράμματα.

Πάντα, παντού, υπήρχε κάπου κρυμμένη μία μελαγχολία. Ένα όμορφο αχ υπέροχης ματαιότητας που ακολουθούσε κάποιον στίχο του που ακουγόταν στο ραδιόφωνο, ή ένα αστείο που τελείωνε με λυτρωτικά γέλια, ή τις μικροσυζητήσεις μας στα μπαρ. Και τι λέγαμε; Κουρέλια ερωτικών ιστοριών. Φλασιές και εικόνες από την ίδια πάντα σκηνή:

«…Ήθελε τόσο να φωνάξει: Μείνε λίγο / τα ίδια λόγια πες μου, τα ίδια πάλι / ακόμα μια φορά κι ας είναι ψέματα. / Δεν έβγαλε μιλιά, δεν είπε ούτε λέξη / όχι πως μέτρησε να μην τσαλακωθεί / ήτανε θέμα αισθητικής και τίποτα άλλο» (από το «Θέμα Αισθητικής»).

image

Κι όμως, ο Γ. Ευσταθίου μέσα σε αυτή την εφηβική σχεδόν δίνη ποιημάτων του έρωτα, της εγκατάλειψης, της ματαιότητας, της πρώτης φοράς, έχει κρύψει βαθιά μία στέρεα, γήινη αγάπη για τη γη και τη δύναμή της. Αυτά τα ίδια «τρυφερά του άκρα» που τρεμοπαίζουν και αποθεώνονται στο τέλος μιας ερωτικής νύχτας, αυτά τα ίδια χέρια ξέρουν να φροντίζουν με αγάπη τους φίλους, να φτιάχνουν υπέροχα πιάτα με όμορφα, φρέσκα υλικά από τη φύση, να κρατούν με θάρρος τα χέρια άλλων έτοιμων να πέσουν στον γκρεμό.

Τη δύναμη τη βρήκα και στο άλλο βιβλίο, «Εμένα μου λες - Ποιήματα 1997-2016» του πολυγραφότατου συνεργάτη στην Athens Voice Δημήτρη Φύσσα, που κυκλοφόρησε στις εκδόσεις ΑΩ. Είναι ποιήματα ενός κυνικού φιλόσοφου που έχει βρει την ποίηση σε ένα πλέγμα φίλων και τόπων, κωδικών μιας ζωής σε λημέρια και στέκια. Ο Δ. Φύσσας αγαπάει την Αθήνα με έναν εκπληκτικό τρόπο που τον ζηλεύω: λατρεύει τα ρημαγμένα της τοπία που τα σαρώνει με το βαρύ του βήμα, ξέρει τις μυστικές γωνιές της, καφενεία που κανένας δεν ξέρει ότι υπάρχουν, «…στην απόλυτη εκείνη ησυχία των αποφυλακισμένων και καταζητούμενων, στο μαγαζί που ’χε μονάχα μπριζόλες και κρασί – αυτά τα δύο πράγματα μονάχα, τρίτο δεν υπήρχε, ούτε καν ψωμί. Έβαζες μάλιστα μόνος σου κρασί απ’ το ψυγείο, ήταν ένα κοινό ψυγείο σπιτιού…». Ξέρει να βάζει φυτιλιές ανάμεσα από τις γραμμές του, πετάει υπονοούμενα και ονόματα, απευθύνεται στα ίσα σε συνομιλητές και συνδαιτημόνες, ποιητές γνωστούς και αγνώστους, γυναίκες της Αθήνας, δίνει αστερίσκους κι εξηγήσεις σαν ιδανικός καθηγητής προετοιμασίας για τις πανελλήνιες. Μας μαθαίνει τη δική του Αθήνα με τον πιο ελεύθερο, τρυφερό τρόπο.

image

Αυτά τα δύο βιβλία έχω μέσα στο σακίδιο αυτές τις μέρες.