Βιβλιο

To nevermore του Χρίστου Ρουμελιωτάκη

Διαβάζοντας τα ποιήματά του εισερχόμαστε με γνήσιο διαβατήριο στη μαγική χώρα της Ποιήσεως

Δημήτρης Ραυτόπουλος
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Διαβάζοντας τα ποιήματα του Χρίστου Ρουμελιωτάκη, εισερχόμαστε με γνήσιο διαβατήριο στη μαγική χώρα της Ποιήσεως. Όχι της μεγάλης, της μνημειακής ‒του έπους, του θρησκευτικού και κοσμικού μύθου, της κοσμογονίας και της ιστορίας‒ αλλά του λυρισμού και του συμβόλου• ακούμε μουσική με λέξεις, λανθάνουσα προσωδία, ρυθμό και λόγο• δηλαδή δεχόμαστε μηνύματα στον αισθητικό κώδικα της γλώσσας: μετωνυμίες ιδεών και αισθημάτων, χρόνους του βίου και της μνήμης, έμφορτα ή απλά σχήματα μεταφοράς. Μπορούμε αδίστακτα να πούμε ότι βρισκόμαστε απέναντι σε μια σπάνια ποιητική κράση, στεφανωμένη με πνευματική αρετή. Έχει την χάρι της ποιητικής Αλχημείας, ελλείψει της φιλοσοφικής λίθου το πάθος της.

Τα κύρια γνωρίσματα της δημιουργίας του είναι η λυρική συγκίνηση, η ελεγειακή διάθεση, η πλαστικότητα της μνήμης, με τη σχεδόν μουσική λειτουργία της, η μετάθεση, στην ανάπτυξη της ποιητικής ιδέας, από την έκταση στην ένταση, η διαυγής εσωτερικότητα και διάφορα άλλα δευτερεύοντα, «τεχνικά», όπως το δίκτυο των αναφορών και το παιχνίδι των αντηχήσεων και των επαναλήψεων.

Ίσως χρειάζεται να θυμίσουμε ότι συγκίνηση δεν σημαίνει συναισθηματισμό και ότι η ελεγεία δεν συνεπάγεται δακρυοδόχη: τα στεγνά μάτια πονάνε περισσότερο, και ο λυγμός, μέσα στη νύχτα, ηχεί σαν τρίλια αηδονιού… όταν τέτοιο πουλί ακουγόταν ακόμα στην ποίηση και στις ρεματιές. Δεν υπάρχει τίποτα το πεισιθάνατο στη μελέτη αθανασίας που είναι κάθε πραγματική ποίηση και η προκείμενη.

Πουλί αθάνατο, εσύ δεν είσαι του θανάτου, το προφωνούσε ο Ιωάννης Κητς

(«Ωδή σ΄ ένα αηδόνι», μετφ. Ν. Λαΐδης).

Επιμένω σ΄ αυτό το αθάνατο σύμβολο του τραγουδιού, γιατί είναι το Αηδόνι και όχι το Κοράκι, που λέει στους στίχους του Ρουμελιωτάκη το φοβερό Nevermore.

Κλαίει κανείς εδώ;

Μονάχα ο μοναχικός λύκος κλαίει τα βράδια στο αριστουργηματικό, σχεδόν παιδικό, «Το τραγούδι της Βάλιας και του λύκου» (Ξένος ειμί). Ναι, βέβαια, ακούγεται το σπάσιμο της φωνής, μπροστά στην απώλεια, κάτι σαν τον κόμπο που ανεβαίνει στο λαιμό μας, και που δεν τον λύνει κανένα ιστορικό σπαθί σαν εκείνο του Μακεδόνα στρατηλάτη. («Ο Γόρδιος δεσμός», στο ίδιο). Μα είναι παντού η μελαγχολική ενατένιση του ανθρώπινου χρόνου, το περατό και το αμετάκλητο, το no more και το nevermore το ποουϊκό. Είναι, τέλος, η φιλοσοφικής γενίκευσης συνείδηση της ξενότητας του ανθρώπου και του πληρεξουσίου του ποιητή. Αίσθηση του «εξοστρακισμού», του «ανοίκειου περιβάλλοντος», της «στέρησης» και του «αδιεξόδου», διαπιστώνει ο Γ. Αράγης σε βιογραφικό - κριτικό δοκίμιο για τον Ρουμελιωτάκη1.

Πράγματι. Δεν μπορεί να μην αναλογισθεί κανείς ότι η ξενότητα είναι η πιο συμπαγής κοινότητα του «οικουμενικού» ανθρώπου: γιατί στον πυρήνα της βρίσκεται η αποξένωση του ατόμου από τον ίδιο τον εαυτό του. Εκεί πηγάζει η υπαρξιακή αγωνία, που βασιλική οδό έκφρασης έχει τη λογοτεχνία. Την ξενότητα, που όντως σκιάζει αυτή την ποιητική ευδία, μπορούμε να τη δούμε σαν εξωτερίκευση αυτής της υπαρξιακής αγωνίας. Ερώτηση χωρίς απάντηση απευθύνει στο παρελθόν η μνήμη, φαινομενικά μόνο συμπεραίνοντας, σημαδεύοντας το κενό και αντιπαραβάλλοντας το ήθος και το πάθος της, με το σθένος του καλού και του αγαθού.

Στο απόλυτο «ξένος ειμί» αντιφώνηση αποτελεί το «δεν είναι τίποτα», πικρή ειρωνεία και υπέρτατη διαμαρτυρία.

Δεν είναι τίποτα, / είναι η πόρτα σου, που ανοιγοκλείνει μόνη της, /

[…] είναι η θεία σου Αγγελική, που έχει πεθάνει από χρόνια /

και είναι μόνη της. / Δεν είναι τίποτα, είναι τα χρόνια σου, που

επιστρέφουν / και διεκδικούν τα δικαιώματά τους…

(«Δεν είναι τίποτα», στην ομώνυμη συλλογή).

Μια και ενεπλάκησαν, σ΄ αυτό το κείμενο, λέξεις από το φωνήεν Κοράκι, το πιο ωδικό όρνεο της παγκόσμιας ποίησης, ας προσθέσουμε εδώ και το nothing more, το ποουϊκό «δεν είναι τίποτα».

Η καθαρά υπαρξιακή συνισταμένη όλων των όψεων της ξενότητας, της μη ενότητας και της αγωνίας, αποτυπώνεται στο τελικό «Επίγραμμα» ως αμετάφραστη ή βωβή γλώσσα.

Ό,τι έπρεπε έγινε / και μόνο το διαζευκτικόν Και / άλαλον, άφατον / υπερίπταται της σιωπής..

Διαζευκτικό «και» όντως υπάρχει στη νεοελληνική και προσθέτει καταναγκασμό, μη επιλογή, μη διαφυγή. Με τη μορφή επιτύμβιου, άλλωστε, οι στίχοι αυτοί καταλήγουν στο νόστο του σώματος στη γενέθλια γη, μέσα στη σιωπή της γλώσσας.

*

Η ποίηση του Χρίστου Ρουμελιωτάκη εντάσσεται στη συμβολιστική επιστροφή του λυρισμού, στη νεορομαντική προσφυγή, στην αφαίρεση και τη μουσικότητα. Σ΄ αυτή τη μεγάλη κοίτη της «καθαρής ποίησης», αποκρούει, βέβαια, το νόημα που έρχεται από έξω, όχι μόνο το πολιτικό, της αντανάκλασης και της μαγιακόφσκειας επινόησης της «κοινωνικής παραγγελίας», αλλά κάθε είδους σκοπιμότητα ή μετατρεψιμότητα.

Η θεωρητική αρχή της ποιητικής αυτονομίας διατυπώθηκε από τον Ε.Α. Πόου με το δοκίμιο The Poetic Principle2  που, μετά την τεράστια απήχηση του Κορακιού, συνεπήρε την παγκόσμια ποιητική κοινότητα του μετεπαναστατικού ρομαντισμού. Αυτή η «αρχή» ήθελε την ποίηση απαλλαγμένη από τον σπιριτουαλισμό και τον διανοουμενισμό, αλλά και από το ηθικό κριτήριο και από τον ρασιοναλιστικό εξοπλισμό της Καντιανής αισθητικής, από κάθε ιδέα σκοπιμότητας, έστω και χωρίς τελικό σκοπό. Στην ουσία, διατύπωνε το αγεφύρωτο «αλήθειας» και ποίησης, η οποία ποίηση μόνο προορισμό έχει την ανύψωση της ψυχής στη σφαίρα του υπέροχου. Το ποίημα σημαίνει αυτό που είναι και τίποτα έξω από αυτό, και μόνη επιδίωξή του είναι η «ρυθμιστική δημιουργία της ομορφιάς».

Πράγματι, διαβάζοντας Το Κοράκι, στο πρωτότυπο (ή στη θαυμάσια μετάφραση του Γιάννη Β. Ιωαννίδη) αφηνόμαστε στη μουσική ροή και την υποβλητικότητα του ρυθμού, που αίρει τον θρήνο για την απώλεια και την ερήμωση πάνω από την πραγματικότητά τους. Ξεπερνάμε και τη βαριά σκηνοθεσία της φρίκης, με το κοράκι για πάντα κουρνιασμένο πάνω στο κεφάλι της Παλλάδος, το «άκρατο λιβάνι» και τα άλλα σύνεργα της θανατίλας. Παρ΄ όλα αυτά, και θέμα υπάρχει και αίσθημα και πόνος και πνεύμα, αλλά και ιδέα του θανάτου και της αθανασίας.

Η ποίηση έγινε πιο «καθαρή» στην ευρωπαϊκή της συνέχεια, ιδίως τη γαλλική, με τον Μαλλαρμέ και τον Βαλερύ, στον οποίο οφείλεται και η ονομασία «Καθαρή». Αλλά η «καθαρότητα» της Ποιητικής Αρχής στην εποχή μας πλησιάζει τα όρια της καθαρής ουτοπίας. Μόνο σε χρυσελεφάντινο πύργο θα μπορούσε η ποίηση να μείνει αδιαπέραστη από τον καταιγισμό σημείων του προηγούμενου αιώνα• θα έφτανε και μόνο το γεγονός της πολτοποίησης σάρκας και ατομικότητας, σ΄ ένα κόσμο που εφεύρε τη βιομηχανοποίηση του εξολοθρεμού και το «στρατόπεδο συγκεντρώσεως», που ολοκλήρωσε την ταπείνωση του ανθρώπου και του πολιτισμού.

Απελεύθερη, όχι ελεύθερη πραγματικότητας και ιστορίας, μπόρεσε να είναι η μεταπολεμική ποίηση. Δέχθηκε μόνο στην ευρύτερη μεταφορική της έννοια τη Μαλλαρμεϊκή πρόταση να επινοηθεί για την ποίηση μια μυστική γλώσσα, τελείως απρόσιτη στον κύριο Ζουρνταίν. Περνάει τις μεταφορές της μέσα από την υποχρεωτική δουλεία της γλώσσας, κάνοντας ακόμα και τις πασίγνωστες λέξεις ακατανόητες για τον κύριο αυτό, τον τέλειο απροσδιόνυσο, να πούμε, αστό ή διανοούμενο παπαγάλο.

` Θα έλεγα, παραφράζοντας τη διασημότερη Διακήρυξη της ιστορίας3, ότι οι ποιητές διεκδικούν τα φαντασιακά δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, την υπέρβαση της πραγματικότητας και της ιστορίας.

Η «Τέχνη για την τέχνη» και η λογοτεχνία –έκφραση της κοινωνίας, λέει ο Ζακ Ρανσιέρ, είναι δυο τρόποι που εκφράζουν την ίδια ιστορική κατάσταση της τέχνης της γραφής. Αυτό, προσθέτει, δεν σημαίνει ότι αυτή η κατάσταση δεν είναι καθεαυτήν αντιφατική. Η λογοτεχνία δεν μπορούσε παρά να ήταν η ανάπτυξη αυτής της αντίφασης4.

Ο Ρουμελιωτάκης δεν είναι «στρατευμένος ποιητής» του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι μη πολιτικός: ουτε της ξέφυγε της ιστορίας ούτε της γύρισε περιφρονητικά την πλάτη: Δεύτερη μεταπολεμική γενιά, παιδικά χρόνια στον πόλεμο, μέτοικος στην Αθήνα, εφηβεία στον εμφύλιο, πατέρας εξόριστος, νεότητα στη δικτατορία και την εξορία ο ίδιος, μεγαλωμένος στη Νέα Ιωνία της προσφυγιάς και του προλεταριάτου –όταν τέτοιο είδος υπήρχε στη ζωή και στη γλώσσα‒ ...πιο «πολιτική» κατάσταση γίνεται; Στην περίοδο του μετεμφυλίου ο νέος ποιητής συμμετέχει στο λογοτεχνικό κύκλο της Νέας Ιωνίας ( Τ. Σινόπουλος, Δ. Δούκαρης, Μ. Κατσαρός, Τ. Γαλάτης, Γ. Μηχαηλίδης...), διαβάζει την «ποίηση της ήττας». Στην εξορία γνωρίζεται με την πρώτη μεταπολεμική γενιά και τους λογίους της, γενικώς στρατευμένους, «χαοτικούς» και απογοητευμένους. Πιο πολιτική συντυχιά γίνεται;

Ωστόσο η ολοκληρωτική εξέλιξη του κομμουνισμού και τα αποκαλυπτήρια του, η ήττα, η πολυδιάσπαση της Αριστεράς, ο ρόλος της στον εμφύλιο κλπ (πιο πολιτικό ναυάγιο γίνεται;) τρέφουν τον σκεπτικισμό απέναντι στην ιστορία, στις εξουσίες και τις ηγεσίες παντός καιρού. Ξένος εστί, ο ποιητής, της μεταφυσικής της ιδεολογίας, της σωτηριολογίας, της νομοτελειακής, ντε και καλά, κατευθυνσης της ιστορίας. Μένει το ήθος της αντίστασης, η ανθρωποσύνη μέσα στο πολιτικό σύμφυρμα˙ μένει ο ακραίος λόγος, / ο καίριος και ο ανεπανάληπτος και ο ελληνικός. («Ο ακραίος λόγος. Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη», Δεν είναι τίποτα). Ο ακραίος λόγος είτε στη γλωσσική ιμιτασιόν της καθαρεουσιάνικης επισημότητας του Λυκούργου Λογοθέτη («Βαρούτην χανόμεθα», Ξένος ειμί), είτε στη λαϊκότερη καθομιλουμένη, του Καραϊσκάκη, με τον «πούτζο» του δεόντως ηχηρό (με τουμπελέκια και τρουμπέτες), αυτός ο λόγος απαντά στην κωφότητα, την ανομία και την ψευτιά των ηγεσιών. [...]πικραμένος αλλ’ όχι απελπισμένος ανηφορίζει στ’ Άγραφα ο Καραϊσκάκης κηρυγμένος προδότης της πατρίδος από τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Αλλά και τον Λυκούργο Λογοθέτη τον ονομάσανε απόβλητον / και απαράδεκτον εις την πατρίδα / και τον εξόρισαν, μας λέει στη «Δευτερολογία» του, στο «Μπαρούτην χανόμεθα», ο ποιητής. Και κλείνει αυτή τη «δευτερολογία» με υπέροχη ασυνέχεια...

Α, ναι, και ένα σκύλο και μια καρδερίνα

Και μία τίμια συμφωνία με το θάνατο.

Πιο πολιτική ασυνέχεια δεν γίνεται. Γιατί η εξορία, αν και πολιτική άγονος γραμμή, είναι ποιητικώς γονιμότατη.

*

«Η ελευθερία –λέει ο Βαλερύ- είναι μια λέξη με περισσότερη αξία παρά νόημα, μια λέξη από αυτές που τραγουδάνε, μάλλον παρά μιλάνε5». Με αυτή την έννοια είναι «ακραίος λόγος» η ποίηση και, με την ίδια έννοια, η ποίηση / ελευθερία κηρύσει την αντίσταση στη δουλική της γλώσσα. «Εκείνη η ιστορία», «Η προφητεία 1967-2007», «Η δόξα του Δάντη», «Δάντης Αλιγκέρι»,» «Edgar Lee Masters 1868-1950», «O Ορέστης πάλι» (Δε νείναι τίποτα) -σημειώνω ενδεικτικά. Στο ποίημα «Edgar Lee Masters 1868-1950»,μέσα σε δέκα στίχους βρίσκουμε την αυτοβιογραφική αναφορά στα στερημένα παιδικά χρόνια μαζί με την καταφυγή στην εμπειρία υης ήττας

...Έτσι έμαθα από μικρός / να προφητεύω το μέλλον / [...] στα μακριά, τα ατελείωτα χρόνια της ήττας.

Άλλο είναι όμως ο αναστοχασμός του βίου και άλλο η Ποιητική που πραγματεύεται την προφητεία του μέλλοντος: την ελευθερία. Μπορούμε να το δούμε αυτό στον πνευματικό δισταγμό μπροστά την ρητορική που ονομάστηκε «Ποίηση της ήττας».

Κι εγώ που δεν πολέμησα, ποιός είμαι \ και τι ζητώ σ’ αυτή τη ραψωδία των νικημένων

(«Δρόμοι της μνήμης»)

Είναι οι ακροτελεύτιοι στίχοι σε ποίημα αφιερωμένο στη μνήμη συντριμμένων ανθρώπων της αλλοτινής στρατιάς. Ο ποιητής δεν ξεχωρίζει τον εαυτό του από την ακολουθία της στρατιάς, αλλά από την ραψωδία της˙ αν δεν κάνω λάθος αυτό σημαινει: από το πένθιμο εμβατήριο και τον μεγαλοφάνταστο μεσσιανισμό (τη «ραψωδία»).

*

Η εξορία, πραγματική και συμβολική, είναι η ιδιαίτερη πατρίδα αυτής της Ποιητικής. Η αναγνωρισμένη καταγωγή, η αποδοχή της κληρονομιάς («Ενύπνιον ’88») αποκλείουν την ουδετερότητα ή τη νεκρή ζώνη, το «ούτε θερμός ούτε ψυχρός», την άθλια ζήση [...] εκείνων που δίχως ατιμιά και δόξα εζήσαν, όπως κάποιοι «ακόλαστοι» της δαντικής Κόλασης (Γ΄38, μτφ Καζαντζάκη).

Θυμήθηκα τον δαντικό στίχο, γιατί ο Δάντης είναι το πρότυπο του εξορίστου και του πλάνητα στην ποιητική πινακοθήκη του Ρουμελιωτάκη.

Υποθέτω ότι αυτό οφείλεται στον συμβολισμό: ο Δάντης συντάσσει το πέρασμα από την Κόλαση στο Καθαρτήριο, πριν από τον αγγελικό παράδεισο της μνήμης: του έρωτα, της παιδικής αθωότητας και της Ποιήσεως ‒με κεφαλαίο, ήτοι χωρίς προσδιορισμό.

Ο μεγάλος Φλωρεντινός δρασκελίζει τις στροφές της ρουμελιωτάκειας ραψωδίας πιο εμφανώς από τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Βάρναλη, τον Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Πορφύρα...τον Κατσαρό. Ο λογος είναι, νομίζω, απλός: ο εξόριστος Δάντης και η τέχνη του συμβολίζουν το πέρασμα από το σκοτεινό μεσαίωνα στην ένδοξη Αναγέννηση / και έτσι έλαμψε η δόξα της ποιήσεως («Η δοξα του Δάντη», Δεν είναι τίποτα).

Υπογραμμίζω, μέσα στην τέχνη των αντηχήσεων και της αυτοαναφοράς, που χαρακτηρίζουν έντονα την ποίηση αυτή, το γεγονός ότι σε δύο συνεχόμενα ποιήματα της τελευταίας συλλογής, στο «Η δόξα του Δάντη» που μόλις μνημόνευσα και στο «Δάντης Αλιγκέρι 1265-1321», που προηγείται, η αναφορά στον Μεσαίωνα συνδέεται με την εξορία και τη δημιουργία, και η σύνδεση αυτή προτείνεται ταυτόσημα στον αναγνώστη στα δύο ποιήματα: Αναγνώστη, Μικρέ μου Πρίγκιπα. Ας διαβάσουμε μαζί:

Κλείσε ή άφησε ανοιχτή την πόρτα σου στην εξορία

Αναγνώστη, Μικρέ μου Πρίγκιπα

Μα να θυμάσαι

Απ’ τη δική του εξορία και τα δικά του βότανα

Και από της ποίησης τη μαγική απόσταξη

Βγήκανε και η Κόλαση και ο Παράδεισος

Και το δικό μας Καθαρτήριο

Και η παρηγόρηση.

«Δάντης Αλιγκέρι 1265-1321»,

Η αναφορά στον Δάντη δεν περιορίζεται στον παραλληλισμό που μόλις υπογράμμισα και στη διαφοροποίηση του, μέσα στο ίδιο του το κόμμα- τους Άσπρους Γούελφους- που είχε σιχαθεί τα καμώματα τους στην εξορία. Υπάρχουν και σχεδόν αυτούσιες απηχήσεις από το δαντικό κείμενο.

Η πιο εμφανής είναι, στο ποίημα «Η δόξα του Δάντη», η απάντηση του ποιητή όταν οι νικητές Γιβελίνοι έδωσαν αμνηστεία και τον κάλεσαν να επιστρέψει...

Βάζοντας μετάνοια

στην πλήθουσα εκκλησιά του Άη Γιάννη [...]

Αν βρεθεί άλλος τρόπος

πιο ταιριαστός στη δόξα του Δάντη

έρχομαι αμέσως και με βήμα όχι αργό,

απάντησε,

ενώ η καρδιά του μάτωνε από τη νοσταλγία.

Υπάρχουν ακόμη και ιταλικές λέξεις από το δαντικό ποίημα˙ όπως το nesun maggior dolore, στο ποίημα «Πριν να σβύσουν τα φώτα», από την απάντηση που δίνει η Φραγκίσκα (Φρανζέσκα ντα Ρίμινι) στην ερώτηση του ποιητή για την αιτία του τόσου πόνου της: Πόνος πιο τρανός δεν είναι / παρά την ευτυχιά ν’ αναθυμάσαι / στη δυστυχιά. (Κόλαση V, 121-123).

*

Η δεύτερη θεματική κατηγορία είναι τα ερωτικά ποιήματα. Μπορουμε να πούμε, κάνοντας μια θεματική κατάταξη, λίγο πολύ αυθαίρετη, ότι στην πρώτη και στην δεύτερη συλλογή κυριαρχούν τα θέματα: έρωτας, εξορία-ξενοτητα, ήττα, ενώ στην τρίτη συλλογή φτερουγίζει ο άγγελος του Χρόνου, δοκιμάζεται η λειτουργία της μνήμης, της απώλειας και η διερώτηση της ύπαρξης, με την υπενθύμιση, πάλι, ότι στις δύο τελευταίες συλλογές, αυτά τα «θέματα» δεν διαχωρίζονται. Στα «ερωτικά» π.χ. η νοσταλγία, η μελαγχολία της ανάμνησης ειναι κυρίαρχη: «Θυμήσου», «Μάγδα», «Εσπέρα», «Ο ανεπίληπτος βίος...», «Σε βλέπω», «Ξέρω τα μάτια σου», «Η αχιβάδα».Αυτό το τελευταίο ποίημα συμπλέκει αριστουργηματικά την ερωτική ανάμνηση με την ποιητική ελεγεία: ...Και σκέφτομαι / αχ, έτσι γίνεται, Θεέ μου, πάντοτε, / η πιο μεγάλη θάλασσα / να καταλήγει σ’ενα ποίημα γλυφό.

Το lacrimae rerum του Ρουμελιωτάκη δεν είναι πένθιμο, αλλά απόσταγμα νηπενθούς. Στην αισθησιακή νότα και την αισθηματική απογείωση αντηχεί συχνά η αίσθηση της φθοράς, του πεπερασμένου και ανεπίστρεπτου: ...είναι που άφησα τα χρόνια μου να φύγουν / κι είναι μπροστά μου ασέληνος η νύχτα. (Μάγδα).

Σε ολότελα διαφορετική κατεύθυνση, ρεαλιστική και σατιρική, το ποίημα «Μόνο οι γυναίκες» περνάει , μέσα σε δώδεκα στίχους, απηχήσεις Βάρναλη και Θωμά Γκόρπα, το μελαγχολικά σαρκαστικό συμπέρασμά του:

...μόνο οι γυναίκες / α, οι γυναίκες, δύστυχε Θωμά / όσο περνούν τα χρόνια γίνονται πιο όμορφες / και πιο φασίστρες / και πράμα φυσικό / μας βασανίζουν περισσότερο.

Θα ήταν έλλειψη χιούμορ, αντάξιο πολιτικού, να δει κανείς σ’ αυτές τις λέξεις ποιητικό σεξισμό, ενώ ελεύθεροι είναι οι συνειρμοί της ερωτικής φαντασίωσης.

*

O Captain! My Captain!

Το φοβερό μας σύντομο ταξίδι έχει τελείωσει.

Οι λέξειες του Ουίτμαν, τοποθετημένες ως έμβλημα στην τρίτη συλλογή, υπογραμμίζουν τον ελεγειακό χαρακτήρα της ποιητικής δημιουργίας του Ρουμελιωτάκη. Η οποία βρίσκεται στους αντίποδες σε σχέση με την πανθεϊστική σύλληψη, τις ανθρωπολογικές, εθνικές και δημοκρατικές βεβαιότητες και προπάντων με τον εμβατηριακό βηματισμό και την ισόθεη αυτοπεποίθηση του μεγάλου Αμερικανού, ως ιδρυτού του αμερικανισμού. Ολότελα διαφορετική είναι και η Ποιητική τους, η δομή πρώτιστα: από το ποίημα-ποταμό εκείνου, που συγκέντωσε σε ενιαίο έργο εκατοντάδες μεγάλα ποιήματα – όλο του το έργο‒ στην ολιγογραφία του Ρουμελιωτάκη, (που μόνο δύο ποιήματά του ξεπέρασαν τα όρια της σελίδας: το «Βαρούτην χανόμεθα» και το «Ο ανεπίληπτος βίος...» - Ξένος ειμί). Από την άποψη αυτή ο δικός μας είναι πολύ πλησιέστερος στον άλλο κορυφαίο Αμερικανό, στον Ε.Α.Πόου και στην ποιητική του Αρχή, που νομοθετούσε ότι το λυρικό ποίημα δεν πρέπει να είναι μεγάλο, διότι η συγκίνηση δεν μπορεί να είναι αδιάπτωτη για πολύ. Διευκρίνιζε όμως ο Πόου: «όχι υπερβολικά μικρό». Κατά τούτο παραβαίνει και αυτή την ποσοτική αρχή ο ποιητής μας.

Για την ολιγογραφία του Ρουμελιωτάκη, ο βιβλιογράφος του Λάμπης Καψετάκης, επισημαίνει ότι η λυρικότητα στην ποίηση αυτή «δεν είναι προϊόν μιας λεκτικής ευφορίας, αλλά μιας ακραίας λεκτικής οικονομίας [...] και εκδηλώνεται ακριβώς στη μετατροπή της ακραίας αφηγηματικής και δραματικής πύκνωσης σε λυρική πολυσημία και νοηματική πρισματικότητα6». ( Με αυτή την έννοια είναι «ακραίος λόγος»). Σημασία έχει η πολύ απλή και κοινή διαπίστωσή του, ότι η ποίηση Ρουμελιωτάκη «έχει μια βαρύτητα αντιστρόφως ανάλογη προς τη μικρή της έκταση».

Εδώ έχουμε πραγματικά φύλλα χλόης˙ ταπινά και καταπράσινα στον ήλιο.

image


Υποσημειώσεις: 

1. «Για την ποίηση του Χρίστου Ρουμελιωτάκη», περ. Μανδραγόρας, τχ. 40, Άνοιξη - Καλοκαίρι 2009, σ. 49-51.

2. Διάλεξη του 1830, μεταθανάτια έκδοση.

3. Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, 1789

4. Jacgues Rancière. La Parole muette, Essai sur les contradictioνs de la litératture, Hachette, 1998, Fayard, 2011,σ. 55

5. Paul Valéry, “Flactuations sur la liberté”, στο Regards sur le monde actuel et autres essays, Gallimard, 1945, σ. 55

6. Λάμπης Καψετάκης,Η τρυφερή μορφή ‒ Κείμενα για τον Χρίστο Ρουμελιωτάκη, Ο ακραίος λόγος στην ποίηση του Χρίστου Ρουμελιωτάκη, Gutenberg 2012, σ.26 και σ. 23


*Αναδημοσίευση από το περιοδικό Οροπέδιο