Βιβλιο

Ο πατέρας ενός μεγάλου

Γεννήθηκε σαν σήμερα: ο Φίλιπ Ροθ αυτοπροσώπως

Σταυρούλα Παπασπύρου
ΤΕΥΧΟΣ 417
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ένας άντρας γύρω στα 55, σ’ ένα λουτρό πασαλειμμένο στα σκατά, οπλισμένος με σαπούνι, χαρτοπετσέτες και την... οδοντόβουρτσά του, τρίβει πόντο πόντο τα σανίδια, σαρώνει λεκάνη, νιπτήρα, περβάζι, φωτιστικά, κατεβάζει τις κουρτίνες και ραντίζει το χώρο με κολόνια σαν να έριχνε αγιασμό. Είναι ο Φίλιπ Ροθ αυτοπροσώπως, μέσα από τις  σελίδες της «Πατρικής κληρονομιάς» (μτφ. Τ. Κιρκής). Ο Ροθ που, λίγα λεπτά νωρίτερα, έχει τσακώσει τον άρρωστο πατέρα του να κλαίει ντροπιασμένος, μετά από μια ηρωική όσο και μάταιη μάχη να μαζέψει μόνος τις ακαθαρσίες του, στα κρυφά...

n

Φίλιπ Ροθ «Πατρική κληρονομιά» (Πόλις)

«Τώρα που έχουν τελειώσει όλα και ο Ροθ ο πρεσβύτερος κοιμάται βαθιά, σκέφτηκα πως δεν θα μπορούσα να είχα ζητήσει τίποτε περισσότερο για τον εαυτό μου πριν πεθάνει» γράφει ο γιος του. «Καθαρίζεις τα σκατά του πατέρα σου επειδή πρέπει να καθαριστούν, αλλά αφού τα καθαρίσεις, όλα όσα νιώθεις τα νιώθεις με τελείως άλλο τρόπο απ’ ό,τι πριν. Και δεν ήταν η πρώτη φορά που το συνειδητοποιούσα αυτό: από τη στιγμή που παρακάμπτεις την αηδία, αγνοείς τη ναυτία και ορμάς πέρα απ’ αυτές τις φοβίες που είναι ισχυρές σαν ταμπού, υπάρχει πολλή ζωή για να απολαύσεις».

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στην «Πατρική κληρονομιά» κι ας μιλάει για το θάνατο: υπάρχει μέσα της πολλή ζωή για να απολαύσεις. Πρωτοδημοσιευμένο το 1991 με τον ίδιο πάντα υπότιτλο, «Μια αληθινή ιστορία», είναι το βιβλίο που έγραψε ο Ροθ για τον πατέρα του, «σύμφωνα με την έλλειψη σεμνότητας που έχει το επάγγελμα...», ενώ τον συντρόφευε στην τελευταία φάση της διαδρομής του.

Σπαρταριστό χρονικό, ικανό να προκαλέσει και δάκρυα και γέλια, είχε κυκλοφορήσει το ’95 από τις εκδόσεις Χατζηνικολή. Και να το τώρα, στο ράφι Ροθ των εκδόσεων Πόλις, λίγο μετά τη δημόσια δήλωση του συγγραφέα  ότι εδώ και 3 χρόνια δεν έχει γράψει γραμμή. Με το που το ξανάπιασα στα χέρια μου, όλη η ευφορία που είχα νιώσει ανακαλύπτοντάς το επέστρεψε. Όμως, τα βιβλία είναι καθρέφτες. Κι αυτή τη φορά, ίσως επειδή στο μεσοδιάστημα είχα δει να σφάζεται από τα γηρατειά και ο δικός μου πατέρας, κι είχα επίσης αναμετρηθεί με ανάλογες, «ισχυρές σαν ταμπού» φοβίες, η αφήγηση του Ροθ με άγγιξε ακόμα πιο βαθιά.

Ο ευέξαπτος κι απότομος Χέρμαν Ροθ, πιστός σύζυγος, αφοσιωμένος υπάλληλος, καλός Αμερικανός, υπερήφανος Εβραίος, συνταξιούχος ασφαλιστής, ονομαστός για το σφρίγος, το πείσμα, την αυτοκυριαρχία, την εργατικότητά του, περιζήτητος χήρος μέχρι πρότινος κι αστείρευτη δεξαμενή πληροφοριών στα 86 του για την εβραϊκή κοινότητα του Νιούαρκ, πάσχει από καρκίνο. Ο εγκεφαλικός του ιστός, η πηγή όσων είχαν προβληματίσει και αποκαρδιώσει ως έφηβο το μετέπειτα διάσημο συγγραφέα, συμπιέζεται από έναν τεράστιο όγκο που παραμορφώνει το πρόσωπό του αλύπητα.

Οι μέρες του τελειώνουν κι ας μη θέλει να το πιστέψει. Νοσοκομεία, εξετάσεις, τα χούγια σε έξαρση, γραφειοκρατία, φρούδες ελπίδες, απανωτοί εξευτελισμοί. Κι ο γιος του, ο Φίλιπ, να τον φροντίζει, να του οργανώνει εξόδους, να τον ακούει υπομονετικά να αναμασάει τα περασμένα, να τον κάνει να αισθάνεται  ζωντανός και αξιοπρεπής. «Πρέπει να θυμάμαι με ακρίβεια» γράφει ο Ροθ, «πρέπει να θυμάμαι τα πάντα με ακρίβεια, έτσι ώστε όταν πεθάνει να μπορώ να ξαναπλάθω τον πατέρα που με έκανε». Δεν πρέπει να ξεχάσει τίποτε. Το εννοεί.

Σε πείσμα της φροϊδικής εικασίας ότι οι γιοι μισούν τους πατεράδες τους, ότι τους φοβούνται και ότι τους τιμούν, αφού πρώτα τους εκμηδενίσουν, ο Ροθ διαπιστώνει πως ανήκει στην ορδή που δεν μπορεί να δώσει ούτε μια γροθιά. Είναι από τους γιους που τους αποτροπιάζει η βία, που ορμάνε στον εχθρό με τα λόγια, το μυαλό, τη νοοτροπία τους. Αντιμέτωπος με όσα κάνουν έναν πατέρα και μισητό και πολυαγαπημένο, ανταποδίδει στο γέροντα όλη την «πρωτόγονη», «δουλική» αφοσίωση που είχε εισπράξει από εκείνον μικρός.

Ο Χέρμαν Ροθ, στα μάτια του Φίλιπ, έμοιαζε τρωτός ανέκαθεν. Σ’ αυτόν όμως το «χοντροπελεκημένο γιο εβραίο μεταναστών», τον αμόρφωτο ουσιαστικά και τόσο ευάλωτο στις κοινωνικές προκαταλήψεις, χρωστάει ο ίδιος την παιδεία και την αυτοπεποίθησή του, όσο εξοργιστικές κι αν του φαίνονταν κάποτε οι συμβουλές του, όση περιφρόνηση κι αν του επιφύλαξε νεότερος για να απαλλαγεί από την εξουσία του.

Ο Φίλιπ Ροθ σκαλίζει την ουσία της πατρικής κληρονομιάς του, εξερευνώντας ταυτόχρονα την ίδια του την ύπαρξη. Μιλάει για τις ρίζες του, για την ιστορία της οικογένειάς του, και το κάνει με χιούμορ, με συναίσθημα, με διαλόγους που πετάνε φωτιές, με μύχιες εξομολογήσεις που όμως λες και σε αφορούν προσωπικά, με αυτοσαρκασμό αλλά και συμπόνια, χωρίς οργή, χωρίς ίχνος αγκομαχητού. Εντάξει, ας μην ξαναγράψει. Ας ξαναδιαβάζουμε ό,τι έγραψε.