Βιβλιο

«Μ’ αρέσει - Δεν μ’ αρέσει»

Αναμένεται με αδημονία και καθίσταται αντικείμενο συλλογής

Ερση Χατζηαργυρου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Κανένα έργο τέχνης, μέσα στην κοινωνική οργάνωση, δεν μπορεί να αποφύγει την υπαγωγή του στην κουλτούρα. Όμως δεν υπάρχει κανένα, αν είναι κάτι περισσότερο από καλλιτεχνική βιοτεχνία, που να μην κάνει στην κουλτούρα την απορριπτική χειρονομία: Ότι έγινε έργο τέχνης.» Teodor Adorno (Minima Moralia)

-Ήρθε η ATHENS VOICE!

-Να δω! Α, μ’ αρέσει!

-Εμένα όχι και τόσο.

Νυχτερινός διάλογος έξω από φαστφουντάδικο του Χολαργού, που εμπεριέχει τις δύο κομβικές φράσεις με τις οποίες αρχίζει η όποια σχέση με την τέχνη: «Μ’ αρέσει - Δεν μ’ αρέσει». Γιατί όταν αρθρωθεί γνώμη κρίσης, όσο πρωτολειακή κι αν είναι, οδηγεί νομοτελειακά στην πρόκληση της σύγκρισης, στην αποδοχή ή την απόρριψη, στην αιτιολόγηση ή την αδιαφορία και, τέλος, στο σχηματισμό άποψης. Άποψη η οποία αρχίζει να στοιχειοθετείται αφενός με τον ερεθισμό του ματιού από ποικίλες και διαφορετικές εικόνες, αφετέρου από το πολιτισμικό υπόβαθρο.

Στη χώρα που ζούμε, η πλειοψηφία των παιδιών και των ενηλίκων έρχεται σε επαφή με τη σύγχρονη τέχνη και την ιστορία της όχι άμεσα αλλά διαμεσολαβημένα από το γραπτό λόγο, ο οποίος, στην αγωνία του να υπερκαλύψει (και γιατί όχι, ως αυθεντία, να καθοδηγήσει) το «βλέπω», το παραφορτώνει, το διαστρεβλώνει, το ακυρώνει. Δεν είναι λίγες οι φορές που μέσα στις γκαλερί, μπροστά στο έργο τέχνης, θέλοντας να σου μιλήσουν, αρχίζουν με την εξόχως αυτοευνουχιστική πρόταση: «Εγώ, βέβαια, δεν ξέρω από τέχνη, αλλά…».

Αν παρατηρήσουμε τις εφημερίδες ή τα περιοδικά ποικίλης ύλης που αφιερώνουν χώρο στα εικαστικά δρώμενα, η φωτογραφία του έργου που παρουσιάζεται είναι αμελητέα απέναντι στο κείμενο – αρκετές φορές δεν υπάρχει καν. Έτσι, η ρηξικέλευθη απόφαση της εβδομαδιαίας ATHENS VOICE να διαθέτει ολόκληρο το εξώφυλλό της σε κάθε φύλλο όχι μόνο σε ένα διαφορετικό καλλιτέχνη αλλά και σε διαφορετικά είδη τέχνης, δεν είναι μόνο εντυπωσιακή αλλά και ουσιαστική.

Το να αιωρηθείς πάνω από το χάσμα που χωρίζει τη συγκεκριμένη κοινωνία από την τέχνη, τους καλλιτέχνες από το κοινό, τις γκαλερί από το πλήθος, και να προσγειωθείς στην αγκαλιά ολονών, δημιουργώντας καινούργιους διαύλους επικοινωνίας μεταξύ τους, είναι κατόρθωμα. Σ’ αυτό έχει συμβάλει ασφαλώς και ο τρόπος παρουσίασης των έργων και των δημιουργών τους. Την επιλογή των έργων διακρίνουν ο πλουραλισμός, η μη αναπαραγωγή του ίδιου ύφους, η αποφυγή συγκεκριμένης αξιοκρατίας.

Δεν υπάρχουν παρουσιάσεις ούτε αναλύσεις έργων σε ακατάληπτα σεντόνια επιδειξιομανούς γραφής. Το σχέδιο, το χρώμα, το υλικό, η φόρμα του κάθε έργου έρχονται αδιαμεσολάβητα σε επαφή και με το πιο «μουγγό» μάτι. Γιατί κανένας δεν προσπερνά αβλεπτί ένα εξώφυλλο εντύπου, πόσο μάλλον που εδώ πια αναμένεται με αδημονία και καθίσταται αντικείμενο συλλογής. Συλλογής που μπορεί να αποτελέσει γνωστικό υλικό για μια διαφορετική αισθητική νοοτροπία από αυτή που μας περικυκλώνει.

Το έργο κάθε εξωφύλλου, είτε έχει γίνει επί τούτου είτε προσαρμόζεται, δεν είναι το πρωτότυπο αλλά η αναπαραγωγή του, με όλες τις επιπλέον δυνατότητες της φωτογραφίας: διαφορετικός φωτισμός, πιθανή αλλοίωση των χρωμάτων, μεγέθυνση ή σμίκρυνση, τμηματική αναπαραγωγή κ.λπ. Επίσης, η απόσπαση του έργου από το «φυσικό» του περιβάλλον –ιδίως στην περίπτωση του γκράφιτι και των κατασκευών– του μειώνει την ένταση και ελαχιστοποιεί τις εννοιολογικές και αισθητικές του παραμέτρους, όταν αυτές είναι συνυφασμένες με τον περιβάλλοντα αρχικό χώρο.

Παρ’ όλα αυτά, και χωρίς να τα υποτιμώ καθόλου, θα σταθώ στην άποψη του Βάλτερ Μπέντζαμιν (ο οποίος ασχολήθηκε διεξοδικά και με το «εδώ και τώρα» του έργου και με την αίγλη του [aura], που χάνονται με την αναπαραγωγή του): «Η τεχνική της αναπαραγωγής αποσπά το προϊόν της αναπαραγωγής από το χώρο της παράδοσης. Πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό των αντιγράφων, βάζει στη θέση της μοναδιαίας παρουσίας του τη μαζική παρουσία του. Και, επιτρέποντας στο αντίγραφο να πάει να συναντήσει το άτομο στην εκάστοτε κατάστασή του, κάνει το προϊόν της αναπαραγωγής επίκαιρο»1.

Η επικαιρότητα της ATHENS VOICE άλλωστε δεν εξαντλείται μόνο στο εξώφυλλό της αλλά σε όλη της την ύλη, σεργιανώντας μας κάθε βδομάδα σε μια πόλη που, παρόλα τα μόνιμα αποφρακτικά της προβλήματα, παραμένει ζωντανή και ευρηματική. Όπως ευρηματική είναι και η έκθεση που γίνεται κάθε χρονιά στο Μουσείο Μπενάκη, μια έκθεση που, συγκεντρώνοντας τα πρωτότυπα έργα που φιλοξένησαν τα εξώφυλλα της εφημερίδας, ξεκινά αντίστροφα, από το αντίγραφο προς το πρωτότυπο, καταργώντας την απόσταση ανάμεσά τους και δίνοντας τη δυνατότητα ανακύκλωσης στη φαντασία, στη μνήμη, στη σύγκριση, ώστε να διαμορφωθεί τελική γνώμη. Μια έκθεση που, με τον κατάλογο που τη συνοδεύει, αποτυπώνει την παρέμβαση της ATHENS VOICE στην επικαιρότητα της σύγχρονης εικαστικής σκηνής.

1«Δοκίμια για την τέχνη», σ.15, Κάλβος, Αθήνα, 1978