Βιβλιο

Το Μεγάλο Ελληνικό Καλοκαίρι #24

Ένα διήγημα σε συνέχειες...

Ελένη Σταματούκου
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέχεια από το προηγούμενο


Η Μυρτώ έτσι όπως τρέχει μπροστά, του κλέβει τις ανάσες και εκείνος πίσω της πνίγεται από την ασφυξία. Του είπε να πάει μαζί της στη Χιλή. Θα διαβάζουν τις ιστορίες αγάπης του Νερούδα και θα κάνουν έρωτα στην έρημο Ατακάμα. «Κάπως έτσι θα περάσουμε την υπόλοιπη ζωή μας, αγάπη μου» είπε με μια βιασύνη στο στόμα της σαν τα νιάτα της, πριν προλάβει το κύμα και τον κρύψει και της πει ότι δεν την άκουσε.

Η Μυρτώ είναι ατίθαση το βλέπεις στα μάτια της, έχουν το νου τους στο μετά, το τώρα δεν τα χωρά. Μερικοί έρωτες κρατάνε όσο ένα σαββατοκύριακο, δυο εικοσιτετράωρα μόνο τόσο αντέχουν. Την άφησε με τη μηχανή κάτω από το σπίτι της στην Αβένα, μια Κυριακή που θα γινόταν σε λίγο Δευτέρα. Αντάλλαξαν ένα τυπικό «τα λέμε» και χωρίστηκαν χωρίς φιλιά λες και είχαν μόλις γνωριστεί. Το χελιδόνι στο λαιμό της τελικά δεν πέταξε ποτέ. Ακόμα όμως μύριζε καλοκαίρι. Ίσως φταίνε τα λυμένα σανδάλια που χτυπούσαν την άσφαλτο και το φαγωμένο από τον ήλιο δέρμα της.

Η Μυρτώ έφευγε και αυτός έμενε πίσω μαγκωμένος στο τώρα να ζηλεύει το δικό της μετά. Στο σπίτι της μάνας του κάτω από την πόρτα έχει γλιστρήσει μια καρποστάλ από εκείνες τις παλιές που έχουν στις άκρες τους μυτερά δοντάκια και απεικονίζουν τις ρέμπελες αδέσποτες γάτες των νησιών. Την παίρνει και την κολλά με ένα μαγνήτη πάνω στο ψυγείο. Ένα μπλε μαρκαδοράκι στο πίσω μέρος της γράφει με μεγάλα ορθογώνια γράμματα «είμαι στην Αστυπάλαια στόπ. Σε περιμένω στόπ. Πανδώρα στόπ».

Συνεχίζεται...


Φωτο: dimitriskarathanos.tumblr.com