Βιβλιο

Gillian Flynn: «Το κορίτσι που εξαφανίστηκε» μιλά στην A.V.

Δες το θρίλερ της σεζόν διαβασμένος

Δημήτρης Καραθάνος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Οκτώβριος μας φέρνει ένα από τα πλέον αναμενόμενα φιλμ της χρονιάς. Ντέιβιντ Φίντσερ στη σκηνοθεσία, Μπεν Άφλεκ και Ρόζαμουντ Πάικ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους του «Κοριτσιού που εξαφανίστηκε». Σινεφίλ και χρόνιοι αναγνώστες της Τζίλιαν Φλιν θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν την ταινία στο 20ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας», ενώ από τις 2 Οκτωβρίου το «Gone Girl» βγαίνει στις αίθουσες από την Twentieth Century Fox.

Ποια είναι όμως η συγγραφέας του ομώνυμου βιβλίου; Η πιο μεγάλη ανατριχίλα των τελευταίων δεκαετιών, σύμφωνα με τον Stephen King. Τρία βιβλία, τρία παγκόσμια μπεστ σέλερ, με πιο πρόσφατο το «Κορίτσι που εξαφανίστηκε», να κυκλοφορεί στα ελληνικά ταυτόχρονα με την αμερικάνικη έκδοση και τη συγγραφέα του να μιλά εδώ. Η συνέντευξη αναδημοσιεύεται από το SOUL, στο οποίο η Τζίλιαν Φλιν παραχώρησε την πρώτη συνέντευξή της σε ελληνικό περιοδικό.


«Κάποτε ήμουν δημοσιογράφος. Έγραφα για τηλεόραση και ταινίες και βιβλία. Τότε που οι άνθρωποι διάβαζαν ακόμη έντυπα, τότε που όλοι νοιάζονταν για τη γνώμη μου». Με αυτά τα λόγια ξεκινά το βιβλίο που πλασαρίστηκε απευθείας ψηλά στη λίστα μας για το καλύτερο θρίλερ της χρονιάς. Υπάρχει μεγάλη αλήθεια στα γραφόμενα της Τζίλιαν Φλιν, η οποία διέγραψε καριέρα στο «Entertainment Weekly», προτού αφοσιωθεί στη μυθιστοριογραφία. Το ντεμπούτο της, «Αιχμηρά αντικείμενα», εκδόθηκε το 2007, μπήκε στα μπεστ σέλερ των «New York Times» και άνοιξε τον δρόμο για τον «Σκοτεινό τόπο», καθώς και το πρόσφατο «Το κορίτσι που εξαφανίστηκε», ένα βιβλίο το οποίο θα μπορούσε να υποτιτλιστεί «ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα», βάσει του χιτσκοκικού τρόπου που μελετά τη σταδιακή αποσάθρωση του γαμήλιου δεσμού στο επίπεδο του λυσσαλέου πολέμου. Η συγγραφέας μας μίλησε από το Σικάγο, όπου ζει μόνιμα.

gone girl

Ο Νικ Νταν υπήρξε δημοσιογράφος στη Νέα Υόρκη, ώσπου ξόφλησε επαγγελματικά εξαιτίας του τοξικού συνδυασμού που βιώνουμε σήμερα και στην Ελλάδα: χρεοκοπημένη οικονομία και επικράτηση του ίντερνετ σε βάρος του γραπτού Τύπου. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο ταυτίζομαι με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα. Να υποθέσω πως είναι αυτοβιογραφική η ιστορία;

Η περίπτωσή μου είναι όντως παρόμοια με του Νικ. Σπούδασα δημοσιογραφία με πρόθεση να βγάζω το ψωμί μου γράφοντας. Τη δεκαετία του ’90, η δημοσιογραφία έμοιαζε πολύ ασφαλής επαγγελματική επιλογή. Έσφαλα. Αποδεσμεύτηκα από το περιοδικό μου το διάστημα που κυκλοφόρησε ο «Σκοτεινός τόπος». Ήταν τρομακτική περίοδος, και καθώς οι περισσότεροι φίλοι μου ήταν επίσης δημοσιογράφοι, τα άσχημα νέα συσσωρεύονταν με κάθε χτύπο του τηλεφώνου. Μην έχοντας καμία πρακτική δεξιότητα πλην του γραψίματος, στεναχωριόμουν διπλά. Δούλεψα σερβιτόρα στο κολέγιο, αλλά ήμουν ανεπαρκής. Δεν έχω άλλα εφόδια. Είναι πολύ απογοητευτικό να αφιερώνεις τον εαυτό σου σε μια καριέρα, να αγαπήσεις αυτή την καριέρα και να σου τη στερήσουν, χωρίς να φταις στο παραμικρό. Όπως διαπίστωνε και ο Νικ: «Ήμασταν σαν τους πιλοποιούς. Ο καιρός μας είχε παρέλθει». Πλέον είμαι πιο αισιόδοξη. Πιστεύω ότι οι δημοσιογράφοι δε θα εκλείψουν και πως τα Μέσα θα βρουν έναν τρόπο να βιοπορίζονται, προκειμένου να μισθώνουν αξιόλογο προσωπικό. Όπως δεν περιμένω από έναν αναγνωρισμένο σεφ να μου μαγειρέψει τζάμπα, ομοίως δε βλέπω τον λόγο να ζητά το κοινό ενημέρωση δωρεάν.

Ο Νικ διέπεται από μια διττή στάση. Δηλώνει πως η χρεοκοπία του ταίριαξε. Χρειαζόταν έναν κλονισμό, υπήρξε «πολύ βαριεστημένος, για πολύ καιρό». Οπότε έφτιαξε ξανά τη ζωή του ως ιδιοκτήτης μπαρ. Από την άλλη, κρυβόταν τακτικά στην αποθήκη του για να ξεφυλλίζει περιοδικά, αναπολώντας τα παλιά. Ποιος είναι πραγματικά;

Ο Νικ ήθελα να είναι ένας χαρακτήρας μεταιχμιακός. Δεν ξέρει τι να κάνει με τη ζωή του. Είναι ακόμη νέος, του αρέσει να σερβίρει, νιώθει ασφάλεια και θαλπωρή στο μπαρ, όμως μπορεί να το κάνει αυτό για πάντα; Άπαξ και χτίσεις μια καριέρα που απαιτεί τόση αφοσίωση και δημιουργικότητα όσο η δημοσιογραφία, είναι δύσκολο να την ξεπεράσεις, οπότε έτσι εξηγείται το συνήθειο να έλκεται από τον παλιό του εαυτό. Είναι σαν να κοιτάζεις φωτογραφίες του κοριτσιού που έχασες. Ηδονίζεσαι μέσω της αυτομαστίγωσης. Έχω φίλους που εκμεταλλεύτηκαν την απόλυση σαν ευκαιρία να επαναξιολογήσουν τη ζωή τους και να επιδιώξουν την αλλαγή. Κάποιοι άλλοι έπιασαν την πρώτη δουλειά που βρέθηκε μπροστά τους. Εκτιμώ και τις δύο στάσεις. Και την ιδεαλιστική και την πραγματιστική. Η καθεμιά θέλει κότσια. Σε ό,τι όμως αφορά τον Νικ, ήθελα να είναι κάποιος που δίνει προς τα έξω την εντύπωση πως αγαπά τον τρόπο ζωής του, ενώ ενδόμυχα τη μισεί. Τέτοιοι τύποι είναι επικίνδυνοι.

Το να περιορίσουμε το «Κορίτσι που εξαφανίστηκε» στην υπαρξιακή κρίση του ενός θα ήταν περιοριστικό για ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται την κοινωνική αποσύνθεση σε όλα τα επίπεδα. Ερημωμένα εμπορικά κέντρα, υποθηκευμένα νοικοκυριά, εξαχρείωση του συστήματος υγείας. Σκιαγραφείτε μια Αμερική που σπεύδει προς την αναξιοπρέπεια. Αισθάνεστε έτσι για τη χώρα σας;

Σαφώς και ναι, ιδιαίτερα για τον μεγάλο αριθμό πολιτών που χρωστάνε περισσότερα και από την αξία των σπιτιών τους εξαιτίας της κτηματομεσιτικής φούσκας και οι οποίοι απέχουν μόλις μία αρρώστια από την πτώχευση λόγω του συστήματος υγείας, για όλους αυτούς που ζούνε από μισθό σε μισθό χωρίς δυνατότητα αποταμίευσης. Είναι μια ζοφερή περίοδος για την Αμερική. Η γενιά μου, οι άνθρωποι από τα 30 στα 40, μεγαλώσαμε πλουσιοπάροχα, χωρίς κλυδωνισμούς. Αυτό επιτείνει το σοκ μας. Ατενίζουμε ένα μέλλον κατά το οποίο θα αποτελούμε την πρώτη γενιά που είναι φτωχότερη από τους γονείς της. Είναι συντριπτικό. Η μέση τάξη εξαφανίζεται ραγδαία.

Η αντίληψή μας για τις ΗΠΑ διαμορφώνεται κυρίως μέσω μυθιστορημάτων που εκτυλίσσονται στη Νέα Υόρκη και την Καλιφόρνια. Εσείς, αντίθετα, δίνετε ζωή σε χαρακτήρες που κινούνται στην περιφέρεια της αμερικάνικης δημογραφίας. Έχει να κάνει με την καταγωγή σας από τα μεσοδυτικά;

Ανέκαθεν έβρισκα μεγάλη αφηγηματική προοπτική στους χαρακτήρες της ενδοχώρας. Ενώ είναι δύσκολο να ρίξεις νέο φως στις κορεσμένες μητροπόλεις, τα μεσοδυτικά παραμένουν πολυεπίπεδα και ανεξερεύνητα. Δυστυχώς, η συμβατική θεώρησή τους εξαντλείται σε ένα μέρος που στεγάζει μέσους, βαρετούς κομφορμιστές. Πρόκειται περί άδικης και αναληθούς απεικόνισης.

Το κοινωνικό σχόλιο και η σπουδή χαρακτήρων δεσπόζει στα βιβλία σας. Σας ενδιαφέρει εξίσου να επικοινωνήσετε ιδέες με το να αφηγηθείτε μια δυνατή ιστορία;

Τείνω να ξεκινάω από μια ιδέα που θέλω να υποδηλώσω, από μια προσωπικότητα που με ενδιαφέρει να εξερευνήσω, και πορεύομαι αναλόγως. Στα «Αιχμηρά αντικείμενα», ζητούμενο ήταν η τοξικότητα των γυναικείων διαπροσωπικών σχέσεων και η γυναικεία βία. Στον «Σκοτεινό τόπο», οι ουλές που μας συνοδεύουν από την παιδική ηλικία, τα σημάδια τους στην κατοπινή ζωή και η αμφιταλάντευση μεταξύ της επώδυνης αλήθειας και του βολικού ψέματος. Ενώ στο «Κορίτσι που εξαφανίζεται», το θέμα είναι ο γάμος, το τι πάει στραβά, γιατί πάει στραβά, η αδυναμία μας να γνωρίσουμε πραγματικά τον άλλον, ακόμα και αυτόν που μοιράζεται τη ζωή μας, όλα αυτά πολλαπλασιασμένα επί τοις χιλίοις, ώστε αυτό που συντελείται να οδηγεί στην ολοκληρωτική κατάρρευση.

«Ήμασταν οι πρώτοι άνθρωποι που δε θα βλέπαμε τίποτα για πρώτη φορά», διαπιστώνει ο Νικ. «Ατενίζουμε τα θαύματα του κόσμου, ανέκφραστοι, αδιάφοροι… Δεν μπορώ να θυμηθώ ένα εκπληκτικό πράγμα που να είδα και να μη μου θύμισε αμέσως μια ταινία ή μια εκπομπή. Ή κάποια γαμημένη διαφήμιση… Και το χειρότερο, αυτό που με κάνει να θέλω να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα είναι ότι η εξ αντανακλάσεως εμπειρία είναι πάντα καλύτερη. Η εικόνα είναι πιο ευκρινής, η θέα καλύτερη, η γωνία της κάμερας και η μουσική υπόκρουση κατευθύνουν τα συναισθήματά μου με τρόπο που η πραγματικότητα δεν μπορεί πια… Θα έκανα τα πάντα για να νιώσω ξανά αληθινός». Μοιράζεστε την άποψή του; Βρίσκετε κίβδηλη τη σύγχρονη κουλτούρα;

Πρόσφατα κουβέντιαζα με μια φίλη. Προσπαθούσαμε να θυμηθούμε ένα περιστατικό, ένα αστείο ανέκδοτο που θεωρούσαμε συντελεσμένο, ώσπου συνειδητοποιήσαμε ότι παπαγαλίζαμε ένα επεισόδιο παλιάς τηλεοπτικής σειράς. Πιστεύω ότι γίνεται ολοένα δυσκολότερο να βιώσουμε κάτι αληθινό. Ζούμε μέσω του απόηχου της ζωής των άλλων. Καταναλώνω άφθονη ποπ κουλτούρα και η ίδια, μπορώ να ισχυριστώ ότι ξέρω όλα τα σενάρια για οποιαδήποτε ανθρώπινη κατάσταση. Αναμασούμε δανεικούς διαλόγους, οικειοποιούμαστε τηλεοπτικές - κινηματογραφικές αναφορές για να κόψουμε δρόμο, αντί να επικοινωνήσουμε ουσιαστικά. Μας είναι ευκολότερο. Και εδώ εγείρεται το ερώτημα του εάν, έστω, πιστεύουμε αυτά που λέμε ή απλώς τα αναπαράγουμε αταβιστικά εξαιτίας ενός εξαρτημένου αντανακλαστικού. Είναι σημαντικό να επενδύουμε χρόνο σε συζητήσεις, να εντρυφούμε στους συλλογισμούς μας, γιατί οι πραγματικές σκέψεις μας συνήθως βρίσκονται θαμμένες κάτω από αλλεπάλληλα στρώματα ποπ κουλτούρας.

Ένα κοινό μοτίβο όλης της βιβλιογραφίας σας: σκοτεινοί γυναικείοι χαρακτήρες. Τους έχει παραμελήσει η λογοτεχνία;

Η γυναίκα στη λογοτεχνία σκιαγραφείται με τρόπο γκροτέσκο, είτε ως παράφρων είτε ως σαπουνοπερατική σκύλα. Πιστεύω ότι είμαστε πολύ πιο ενδιαφέρουσες και ανατριχιαστικές από αυτό. Το γυναικείο μίσος περιθάλπεται χρόνια, ωριμάζει σταδιακά. Είμαστε εξίσου μνησίκακες, φιλέκδικες, ακόμη σκληρότερες από τους άντρες.

Σας έχει βοηθήσει το δημοσιογραφικό σας υπόβαθρο να γίνετε καλύτερη συγγραφέας;

Σαφώς. Είναι σημαντικό να γράφεις καθημερινά για βιοποριστικούς σκοπούς. Απομυθοποιεί την όλη διαδικασία. Η μυθιστοριογραφία δεν είναι καμιά γκλάμορους ενασχόληση. Αντιθέτως, το μεγαλύτερο μέρος της είναι σκέτη ψυχοφθορά. Προσπαθείς να διακρίνεις τον δρόμο σου μέσα από ένα πρώτο προσχέδιο και σκοντάφτεις σε εκατομμύρια εμπόδια. Όταν είσαι επαγγελματίας συντάκτης, δεν έχεις την πολυτέλεια να λες: δεν έχω κέφι για γράψιμο σήμερα. Στρώνεσαι και γράφεις. Πρόκειται για ανεκτίμητο αξίωμα.

Ποιους συγγραφείς απολαμβάνετε να διαβάζετε;

Τζόις Κάρολ Όουτς, Μάργκαρετ Άτγουντ, Χίλαρι Μάντελ, Μάρτιν Έιμις, Τζέφρι Ευγενίδης, Λάιονελ Σράιβερ. Αυτοί βρίσκονται στο προσκεφάλι μου τώρα.

Τα βιβλία της Τζίλιαν Φλιν, «Αιχμηρά αντικείμενα», «Σκοτεινός τόπος» και «Το κορίτσι που εξαφανίστηκε», κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.