Βιβλιο

Το Μεγάλο Ελληνικό Καλοκαίρι #9

Ένα διήγημα σε συνέχειες...

Ελένη Σταματούκου
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέχεια από το προηγούμενο


Τον Μηνά τον μελαγχολούν οι Σμιθς και όμως τους ακούει το πρωί πριν πάει στη δουλειά, αργά το βράδυ όταν γυρίζει και τη νύκτα όταν η Πανδώρα λείπει. Εκείνη τώρα λείπει, πάντα λείπει, μα και αυτός δεν ήταν παρόν σχεδόν ποτέ. Αφηρημένος φοράει μια πράσινη κάλτσα και μια γαλανή, και πίνει βυσσινάδα κοιτώντας κατάματα το τώρα.

Ο ήλιος φανερώνει τα σωματίδια της σκόνης που έχουν χάσει την αίσθηση της βαρύτητας και χορεύουν στον αέρα. Οι μικρόσωμες κουκίδες που σχηματίζουν τα χρώματα αποκαλύπτονται ξαφνικά και σου δημιουργούν ένα μικρό μπλακ άουτ. «Μάλλον όλα είναι ψευδαισθήσεις» σκέφτεται και νοσταλγεί τα μεγάλα στήθη της Καίτης, που είναι ζεστά και μαλακά. Νιώθει ασφαλής όταν γέρνει το κεφάλι του ανάμεσα τους και όταν φιλά τις ρώγες της, να όπως τότε που ήταν παιδί και ρούφαγε το γάλα από τα στήθη της μάνας του.

Η Καίτη τον ερωτεύεται, αλλά εκείνος όταν κάνει έρωτα μαζί της σκέφτεται μόνο την Πανδώρα. Της το είπε μια φορά απότομα, όταν τελείωσε μέσα της και εκείνη μετά του φώναξε ηδονισμένη πως τον αγαπά. Θέλει να ερωτευτεί ξανά και οι στοίχοι του Μόρισει ακούγονται πιο δυνατά στο μπαλκόνι.

Τους Σμιθς τους ακούνε μόνο τα κορίτσια τον είχε κοροϊδέψει κάποτε ο φίλος του ο Μίλτος. Θέλει να νιώσει τον πόνο στο στομάχι, τις κράμπες στα πόδια, την αφυδάτωση στο στόμα, τον πόνο στο κεφάλι και να είναι αμοιβαίο, όπως τότε που ερωτεύτηκαν με την Πανδώρα. Ψάχνει το ρολόι στον τοίχο,” η ώρα είναι ακριβώς εννιά, λες να είναι πια αργά;”, αναρωτιέται.

Συνεχίζεται...