Βιβλιο

Tα βιβλία που αγαπώ

Τα βιβλία που αγαπώ με βρίσκουνε τυχαία.

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 370
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γράφει η Bασιλική Πέτσα, Συγγραφέας

Τα βιβλία που αγαπώ με βρίσκουνε τυχαία. Σε έναν περίπατο, λόγου χάρη, στέκονται μπροστά μου σε ένα ράφι προσφορών, είναι βιβλία που αγοράζω με τα ρέστα του καφέ, να τα διαβάσω στο μετρό της επιστροφής, περπατάω για το σπίτι και ακόμα δεν έχω καταφέρει να τα κλείσω, να περπατήσω σωστά, είναι βιβλία λίγων σελίδων και μικρών αξιώσεων, μιλάνε για μια γειτονιά, για μια παρέα, για μια εποχή που έχω χάσει, για ένα περιθώριο που δεν μπορώ και που δεν μου επιτρέπεται να ζήσω· και ντρέπομαι που έχω πάει για τους τυπικούς μου καφέδες, και ντρέπομαι που νομίζω ότι επειδή περπάτησα σε δρόμους μού ανήκουν ή ανήκω εγώ σε αυτούς. Δεν ανήκω· ας γράφουν άλλοι για αυτά. Εγώ, μπορώ μόνο να τα διαβάζω.

● Θανάσης Σκρουμπέλος, «Τα φίδια. Το δείπνο. Στον Κολωνό», εκδόσεις Ανδρομέδα, 1981


Τα βιβλία που αγαπώ με βρήκανε στην εφηβεία. Στην εποχή των ρευστών ταυτοτήτων, των μεγάλων προσδοκιών, των υπερβολικών συναισθημάτων, και ήρθαν να με περιχαρακώσουν, να μου δώσουν βεβαιότητες, να μου δείχνουν πώς να μετατρέπω τη ματαίωση σε μελαγχολία, την αδυναμία σε ευαισθησία, τον ανθρωπισμό σε πολιτική θέση. «Κι άλλοτε “θα χιονίζει στη Σιβηρία” σκέφτομαι, αλλά θα μου πείτε τι μ’ ένοιαζε – λάθος, γιατί εγώ είμαι διεθνιστής και κρυώνω». Γι’ αυτό, και για άλλα πολλά.

● Τάσος Λειβαδίτης, «Βιολέτες για μια εποχή», εκδόσεις Κέδρος, 1985


Τα βιβλία που αγαπώ δεν με βρήκανε τυχαία. Χρειάστηκε να τα ψάξω, είναι εξαντλημένα ή οι εκδοτικοί τους οίκοι έχουν κλείσει από καιρό, γιατί δεν τα πρόσεξαν όταν εκδοθήκανε, γιατί περάσανε στα ψιλά γράμματα των κριτικών, γιατί οι συγγραφείς τους προτιμήσανε την αφάνεια, γράφανε μόνο και μετά χαθήκανε, ό,τι είχαν να πουν το είχαν ήδη πει και η φλυαρία δεν τους ταιριάζει. Είναι βιβλία της ειλικρίνειας, αδόκιμος όρος, και όμως, το μόνο μέτρο.

● Θόδωρος Θεοδωρόπουλος, «Άγγελοι από τον Νοέμβρη», εκδόσεις Κάλβος, 1989


Τα βιβλία που αγαπώ δεν με βρήκανε στην εφηβεία, ευτυχώς, τα διάβασα πιο μετά, όταν η μελαγχολία όφειλε να έχει και αντικείμενο, όταν η ευαισθησία χρειάσθηκε να κάνει λεπτές διακρίσεις, όταν η πολιτική θέση απαιτούσε να γίνει και στάση ζωής. Μιλούσαν για συμβιβασμούς που προσποιούμουν ότι δεν χρειάζονται να γίνουν, για πολιτικές φύλου τη στιγμή των παραδομένων και όχι ακόμα προδομένων ερώτων. Με τα βιβλία που αγαπάς, δεν μπορείς να κάνεις ότι δεν βλέπεις· βλέπεις ήδη αλλιώς.

● Μάρω Δούκα, «Η αρχαία σκουριά», εκδόσεις Πατάκη (αναθεωρημένη 2008)


Τα βιβλία που αγαπώ μεγενθύνουν τη στιγμή, φορτώνουν μια χειρονομία με το βάρος ενός σκοπού ή μιας ένδειξης, φορτίζουν μια τυχαία λέξη με ένα τελεσίδικο νόημα, ενώ την ίδια στιγμή αποκαλύπτουν την αμφισημία μιας φαινομενικά αντικειμενικής πραγματικότητας. Τα βιβλία που αγαπώ δεν τα ερμηνεύω πάντα σωστά, μου αφήνουν μια αίσθηση παρά μια διδαχή, μια κοσμοθεωρία, παρά το πόρισμά της, την αγωνία ενός γρίφου, παρά την αυτάρεσκη ικανοποίηση της λύσης του.

● Νένη Ευθυμιάδη, «Αθόρυβες μέρες», εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1983 


Τα υπόλοιπα βιβλία που αγαπώ, θα με συγχωρήσουν που δεν τα αναφέρω. Γιατί κι εγώ, τους συγχωρώ τις όποιες αδυναμίες. Όχι ότι η αγάπη είναι ποτέ θέμα δικαιοσύνης, όχι. Ας προσποιηθούμε όμως ότι είναι.