Βιβλιο

Βιομηχανία κοριτσιών

 Τράφικινγκ και κατάχρηση εξουσίας μπαίνουν στο στόχαστρο του βιβλίου «Η θυρίδα», που έγινε διεθνές best seller και μεταφράστηκε σε 19 γλώσσες. 

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 345
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Δύο επεισόδια λαμβάνουν χώρα σχεδόν ταυτόχρονα στη Στοκχόλμη. Η Λιθουανή Λυδία Γκραγιάουσκας, θύμα του τράφικινγκ, μεταφέρεται σε νοσοκομείο φριχτά κακοποιημένη. Σε άλλο όροφο του νοσοκομείου ο ναρκομανής Χίλντινγκ Ολντέους βρίσκεται νεκρός. Η αδελφή του και γιατρός του νοσοκομείου Λίσα Έρστρεμ θα δείξει ως υπαίτιο τον εκτελεστή της μαφίας Γιόχουμ Λανγκ. Ο τελευταίος ευθύνεται για την κατάσταση φυτού στην οποία έχει περιέλθει εδώ και είκοσι πέντε χρόνια μια αστυνομικός – ο μοναδικός έρωτας στη ζωή του επιθεωρητή. Κι ενώ ο Έβερτ Γκρενς πιστεύει πως βρήκε την ευκαιρία να τον κλείσει στη φυλακή, η Λυδία πιάνει ομήρους γιατρούς και απειλεί να ανατινάξει το νοσοκομείο, απαιτώντας να συνδιαλλαγεί με τον καλύτερο φίλο του Γκρενς, τον αστυνομικό Μπενγκτ Νουρντβάλ, γνώστη των λιθουανικών…

Ένα είναι σίγουρο. Οι δύο συγγραφείς Άντερς Ρούσλουντ και Μπούριε Χέλστρεμ είναι μάστορες του σασπένς. Μέχρι το μέσο του βιβλίου, όπου και λαμβάνει τέλος το επεισόδιο με τη Λυδία (ευνόητο πως δεν μπορούμε να το αποκαλύψουμε), διαβάζουμε ένα καλοσχεδιασμένο θρίλερ – λες και το δίδυμο των συγγραφέων «λειτούργησε» σαν μοντέρ που διακρίνεται για τα κοφτά του πλάνα. Καθόλου φλυαρίες, άσκοπες περιγραφές, διάλογοι και σκέψεις που δεν εξυπηρετούν τη δράση.

Στο υπόλοιπο μισό του βιβλίου η δράση χαλαρώνει και αρχίζει το μπαράζ των εκπλήξεων. Στο κέντρο του ενδιαφέροντος έρχεται ο επιθεωρητής Γκρενς – ή μάλλον οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί για να διαλευκάνει τις δύο υποθέσεις. Ο τρόπος που δουλεύει θα μπορούσαμε να πούμε πως ταλαντεύεται μεταξύ δύο θέσεων για την ηθική: «Ποτέ μην επιτρέπεις στα ηθικά σου “πιστεύω” να σε εμποδίζουν να κάνεις το σωστό» (Ισαάκ Ασίμοφ) και «Αυτές είναι οι αρχές μου. Αν δεν σου αρέσουν… εντάξει, έχω κι άλλες» (Γκρούτσο Μαρξ). Αυτή η ελαστικότητα είναι που τον κάνει τρομακτικά ενδιαφέρων ως χαρακτήρα αστυνομικού μυθιστορήματος, αλλά και αρχετυπικό ήρωα. 

Επειδή οι συγγραφείς δεν είναι καθόλου τυχαίοι (ο Α.Ρ. είναι δημοσιογράφος και έχει δουλέψει ως ρεπόρτερ με ειδίκευση στα αστυνομικά και κοινωνικά θέματα αλλά και ως διευθυντής σύνταξης κεντρικών δελτίων ειδήσεων της σουηδικής τηλεόρασης, ενώ ο Μ.Χ., πρώην κατάδικος, ίδρυσε τη μη κυβερνητική οργάνωση KRIS για την επανένταξη των αποφυλακισμένων και δουλεύει εθελοντικά με ανθρώπους του περιθωρίου), δεν λοιδορούν. Το σχόλιό τους για την κατάχρηση εξουσίας είναι έμμεσο και το γεγονός πως μοιράζονται την τελευταία έκπληξη μόνο με τους αναγνώστες –και όχι με τους αστυνομικούς– το κάνει πιο δυνατό. Σ’ αυτό όμως, που είναι αμείλικτοι είναι στην περιγραφή της βιομηχανίας του τράφικινγκ. Τα κείμενά τους, στο τέλος της ιστορίας, για τη «βιομηχανία κοριτσιών» στη Σουηδία, έρχονται σαν επιβεβαίωση της σκέψης που μας γεννήθηκε διαβάζοντας το βιβλίο: κάτι πολύ σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Σουηδίας.