«Αυτή η νύχτα μένει»: το βιβλίο, η παράσταση, η γέννηση και το τέλος των σκυλάδικων
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Ο Θάνος Αλεξανδρής γράφει για την καψούρα της νύχτας
Με αφορμή την παράσταση «Αυτή η νύχτα μένει», που ανεβαίνει στο ΚΘΒΕ, ο Θάνος Αλεξανδρής αποτυπώνει την εποχή των σκυλάδικων και τη θρυλική πορεία του βιβλίου του τις τελευταίες τρεις δεκαετίες
Όταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, Αστέρης Πελτέκης, τηλεφώνησε και μου ζήτησε το βιβλίο «Αυτή η νύχτα μένει» να γίνει θεατρική παράσταση για τη Θεσσαλονίκη, νομίζω, αυτή η πρόταση ήταν από τις πιο συγκινητικές της καλλιτεχνικής μου ζωής. Πάντα έλεγα πως αυτό το μαγικό ταξίδι των δέκα και πλέον χρόνων ήταν μια διαδρομή απ’ τον Καβάφη στον Καφάση, αλλά μ’ αυτή την αναπάντεχη πρόσκληση ένιωσα σαν να επιστρέφω και πάλι στον Καβάφη. Ήταν σαν μια θεϊκή συγκυρία να με έστελνε στα μέρη όπου, ως σπουδαστής του Θεάτρου Τέχνης, ονειρευόμουνα να υποδυθώ ρόλους, και οι χώροι αυτοί ήταν το Εθνικό, το Κρατικό Βορείου Ελλάδος, που το θεωρούσαμε πιο απρόσιτο, η Επίδαυρος και, φυσικά, όχι η Αλίκη και το εμπορικό θέατρο. Όταν την πρώτη φορά είδα ολόκληρο τον θίασο με όλους αυτούς τους καταπληκτικούς ηθοποιούς να κάνουν έναρξη με το τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη στην τεράστια σκηνή του Θεάτρου, ένιωσα ρίγη συγκίνησης, χαράς και μεγάλης ευτυχίας. Στον ιερό αυτό χώρο ο σκηνοθέτης μας, Αστέρης Πελτέκης, που έχει κάνει μια εκπληκτική διασκευή του βιβλίου και ο οποίος λατρεύει την παρακμή και τη γοητεία του ευτελούς, γιατί έτσι είναι οι αληθινοί διανοούμενοι, μεταφέρει αριστοτεχνικά όλα όσα έζησα εκείνη τη θρυλική δεκαετία του ’80.
Η ιστορία αρχίζει απ’ το χωριό μου, τη Νέα Αρτάκη, όπου ονειρεύομαι να γίνω αρχιμανδρίτης, με μια μάνα που προσπαθεί απεγνωσμένα να με αποτρέψει, γιατί το όνειρό της είναι να γίνω δικηγόρος. Μετά ακολουθεί το Θέατρο Τέχνης, ο Γιώργος Μαρίνος, και στη συνέχεια βλέπουμε όλη την καλλιτεχνική μου διαδρομή μέχρι να ανοίξουν οι πόρτες του παραδείσου, που θα με οδηγήσουν στον κόσμο της νύχτας. Τον ήρωα υποδύεται ο Παντελής Καναράκης, ο οποίος αποδίδει τον ρόλο συγκλονιστικά και κάθε φορά που τον βλέπω συγκινούμαι. Το αλμοδοβαρικό σκηνικό που ζήσαμε κυριαρχεί σε όλες τις πράξεις της παράστασης και οι ξεκαρδιστικές σκηνές με τα πανέμορφα κορίτσια μας να χορεύουν πάνω στα τραπέζια των πελατών και να κάνουν κονσομασιόν σε άτυχους αγρότες που ικετεύουν για ένα χαμόγελο, ξοδεύοντας όλη την επιδότηση, απογειώνουν την παράσταση. Κακά τα ψέματα, ο Αστέρης Πελτέκης κάνει φέτος τη μεγάλη υπέρβαση, και σ’ αυτόν τον εκπληκτικό χώρο, όπου για χρόνια ακούγεται μόνο ο λόγος κορυφαίων δημιουργών, από 18 Δεκεμβρίου η «Καψουρόσκονη», το «Θα φάμε γλάρο», το «Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;» το «Βρε μελαχρινάκι» και άλλα σουξέ του Καφάση και του Αντύπα, παρέα, φυσικά, με τα αριστουργηματικά του Κραουνάκη, θα μας συντροφεύσουν, θυμίζοντας στα σημερινά παιδιά με ποιον, παράξενο γι’ αυτά, τρόπο γλένταγαν οι παλαιότεροι, σ’ εκείνο το ξέφρενο πανηγύρι των αισθήσεων.
Πολλοί αναρωτιούνται γιατί ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε από την Οδό Πανός πριν από τριάντα χρόνια και αφορά όσους έζησαν τα σκυλάδικα τη δοξασμένη εκείνη περίοδο συναντά μέχρι και τώρα την αποδοχή του ευρύτερου νεανικού κοινού; Γιατί ένα βιβλίο που έγινε ταινία, θεατρική παράσταση το 2016, σίριαλ, podcast, ακόμη και κόμικ, με τίτλο «Σκυλονουάρ», ανεβαίνει σ’ έναν τέτοιο ιερό χώρο όπως αυτός του Βασιλικού Θεάτρου; Είναι η νοσταλγία των eighties και ο μύθος που επικρατεί για ένα παρελθόν ονειρικό, όπου μουσική, σινεμά, κοινωνική ζωή και styling λειτουργούσαν καθ’ υπερβολήν;
Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον στη νυχτερινή ψυχαγωγία των Νεοελλήνων της δεκαετίας του ’80, οι σημερινοί λαμβάνουν πληροφορίες για τις καθημερινές εξορμήσεις των προγόνων τους, σε μια εποχή που σε κάθε γωνιά ήταν στημένο ένα πρόχειρο οίκημα, πολλές φορές παράπηγμα, με φωτεινές επιγραφές από νέον και που οι άνθρωποι έφευγαν από τα μαγαζιά, που τότε λειτουργούσαν επτά ημέρες την εβδομάδα, και πήγαιναν κατευθείαν για δουλειά, χωρίς τις έγνοιες της εφορίας, του ΕΝΦΙΑ και τον ζυγό των μνημονίων. Όταν ένα νέο παιδί διαβάζοντας το βιβλίο μαθαίνει ότι ο θαμώνας, που θα μπορούσε να είναι και ο πατέρας του, ήταν διατεθειμένος, για μια μεσόκοπη κυρία, να ξοδέψει σε μια βραδιά όλη την επιδότηση που πήρε από το κράτος ή να πουλήσει χωράφια και ακίνητα για μια γκόμενα δεύτερης κατηγορίας, ξαφνιάζεται.
Υπήρξαν φορές που αναγνώστες εκπρόσωποι της σημερινής γενιάς θεώρησαν μυθεύματα και υπερβολές όσα γράφω, γιατί σήμερα, με τα σόσιαλ, η ανεύρεση συντρόφου έχει περάσει πλέον σε άλλη διάσταση. Όλο αυτό το δαιμόνιο πάθος που συνάντησα στους ανθρώπους της νύχτας και η καύλα στην ατμόσφαιρα των μαγαζιών είναι συναισθήματα που ίσως δεν θα νιώσει ποτέ η δικηγόρος, τα στελέχη πολυεθνικών και οι διευθυντές τηλεοπτικών σταθμών, γιατί είναι όλοι αφιονισμένοι με ωράρια, μίτινγκ και υψηλές τηλεθεάσεις, που στο τέλος σού σκοτώνουν το συναίσθημα. Ίσως αυτό είναι ένας λόγος που οι σημερινοί νέοι γοητεύονται και θα επιθυμούσαν διακαώς να το βιώσουν, αλλά, όπως έχει πει ο Ηλίας Πετρόπουλος, αυτό μόνο το ζεις και το γεύεσαι, δεν το αποστηθίζεις σαν τα τσιτάτα του Μαρξ.
Στην πρώτη πρόβα με την ορχήστρα του Κρατικού συνάντησα έναν μουσικό, τον Παύλο Παφρανίδη, μόνιμο συνεργάτη του ΚΘΒΕ, ένα από τα καλύτερα μπουζούκια της χώρας, ο οποίος συμμετέχει σε μεγάλες ορχήστρες και σε θεατρικά δρώμενα. Παλιός γνώριμος από εκείνα τα χρόνια. Δουλέψαμε μαζί στο Μοκάμπο, στη Λάρισα – πιτσιρίκος αυτός, δεν ήταν ούτε δεκαέξι χρονών. Αγκαλιαστήκαμε μετά από τόσα χρόνια και με συγκίνησε με την ατάκα: «Βρε Θάνο, περίμενες, όταν δουλεύαμε στη Λάρισα σ’ εκείνο το σκυλάδικο, εγώ πρωτάρης με το μπουζουκάκι κι εσύ με τα σουξέ του Καφάση, ότι θα ερχόταν μια μέρα που θα συναντιόμασταν στη σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου;». Πιστεύω ακράδαντα, όπως είχα γράψει πριν από 25 και πλέον χρόνια, ότι τον 21ο αιώνα, όπως και με το ρεμπέτικο, που ήταν παρεξηγημένο, το σκυλάδικο θα αποτελέσει αντικείμενο μελέτης των ειδικών και οι φοιτητές θα προσεγγίζουν με ευλάβεια αυτό το πολιτιστικό κομμάτι της ιστορίας μας. Φοιτήτρια κοινωνιολογίας στο Παρίσι για την εργασία στο μεταπτυχιακό της χρησιμοποίησε ως υλικό το «Αυτή η νύχτα μένει», ξαφνιάζοντας τους Γάλλους με τα τεκταινόμενα της θρυλικής εκείνης περιόδου και την ανεπανάληπτη καψούρα των Νεοελλήνων. Στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ως εργασία για το πτυχίο διασκεύασαν το βιβλίο και μετά η θεατρική παράσταση μεταφέρθηκε σε κεντρικό θέατρο της συμπρωτεύουσας.
Το σκυλάδικο που ζήσαμε, γι’ αυτό και πάντα θα υπάρχει στις μνήμες όλων, δεν ήταν απλά μια τραγελαφική κατάσταση, όπως διατείνονται σήμερα, ούτε ένα ευτελές είδος διασκέδασης, όπως ισχυρίζονται με πάθος ορισμένοι αγάμητοι «ειδικοί», που τα μόνα τραγούδια που τους συγκίνησαν ήταν τα βραβευμένα της Γιουροβίζιον. Ο Έλληνας το αγάπησε και, όσο κι αν μας λείπει πλέον σαν είδος, είναι καταγεγραμμένο στη συνείδηση όλων σαν πολιτιστικό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας. Τη δεκαετία του ’80 άνθησαν οι μεγάλοι λαϊκοί συνθέτες Μουσαφίρης, Σούκας και άλλοι σπουδαίοι, οι οποίοι δημιούργησαν τραγούδια της νύχτας με τεράστιο λαϊκό έρεισμα και διαμόρφωσαν μια καινούργια, εκρηκτική κατάσταση, που ανέτρεψε τα προηγούμενα. Κάθε νότα και λέξη ήταν δομημένη ώστε να εξιτάρει τον πελάτη και να απογειώσει την καψούρα του, με αντικειμενικό σκοπό ο πελάτης να πληρώσει πρωτόγνωρους λογαριασμούς. Όλο αυτό με μεγάλες φωνές όπως η Πίτσα, η Στανίση, ο Χριστοδουλόπουλος μαζί με μια στρατιά ερμηνευτών της πίστας δημιουργούν στους χώρους αυτούς πολεμικές συρράξεις και ερωτικές αψιμαχίες, σ’ έναν κόσμο που ξαφνικά αναγεννιέται και δημιουργεί ατέλειωτες θέσεις εργασίας.
Όπως συνέβη στον τόπο μας, όταν οι άνθρωποι, κουρασμένοι από πολέμους και εμφύλιες διαμάχες, παραδόθηκαν στο όνειρο του σινεμά, έτσι και τη συγκεκριμένη δεκαετία, μετά τη δικτατορία και μια καταιγιστική περίοδο πολιτικών τραγουδιών, οι άνθρωποι, απενοχοποιημένοι από «Θητείες» και μελοποιημένους Καβάφηδες, μπαίνουν σ’ έναν καινούργιο, θαυμαστό κόσμο. Ενθουσιάζονται από το καλτ των χώρων και την ερωτική διάθεση που αποπνέουν και εντελώς ανώδυνα περνάνε χωρίς τύψεις από το «Καπνισμένο τσουκάλι» του Ρίτσου στο «Όλα τα μωρά στην πίστα»… Δεν υπάρχει ακόμη η ιδιωτική τηλεόραση και η παραμεθόριος δεν έχει πληροφορίες για θεάματα, σόου και έξαλλα πράγματα. Να σκεφτείτε, ένας ατζέντης τηλεφωνεί να κλείσει το μπαλέτο μου σε ακριτικό νομό και ο επιχειρηματίας τον ρωτάει: «Τι είναι μπαλέτο;» «Μπαλέτο», απαντά ο πονηρός, «είναι ένας που έχει τέσσερις γυναίκες, οι οποίες ανεβαίνουν στην πίστα σχεδόν ξεβράκωτες και χορεύουν πάνω στα τραπέζια τσιφτετέλι». Η απάντηση; «Πόσες προκαταβολές να στείλω;».
Η αποδόμηση και η σταδιακή εξαφάνιση αυτών των χώρων αρχίζει δειλά δειλά από τις αρχές του ’90 και τότε είναι που αισθάνομαι πως η γιορτή τελειώνει και ήρθε η ώρα να κατεβάσω ρολά. Είναι η δεκαετία που γεννιέται και αποθεώνεται το λάιφσταϊλ στην πρωτεύουσα και με τη βοήθεια της ιδιωτικής TV αναπαράγεται και στην ξεχασμένη επαρχία. Με την επέλαση των δίμετρων καλλονών μετά την διάλυση των βαλκανικών χωρών τα πάντα ανατρέπονται και ο δυστυχής επαρχιώτης, που μέχρι τότε ξεροστάλιαζε για τη μέτρια αρτίστα, τώρα πια πηγαίνει στο μπαράκι-παράπηγμα που χτίστηκε αυθαίρετα μέσα σ’ ένα βράδυ έξω απ’ το χωριό και με λίγα χιλιάρικα παραγγέλνει την καλύτερη. Στα τέλη της δεκαετίας αλλάζει και η ανθρωπογεωγραφία των πελατών και πλέον τα πρώτα τραπέζια καταλαμβάνει η νεολαία, η οποία δεν συγκινείται με τις συνήθειες των προγόνων, αλλά αναζητά πιο τρέντι προγράμματα, ισάξια της Αθήνας. Είναι πια ολοφάνερο ότι η χρυσή περίοδος έχει περάσει ανεπιστρεπτί και τίποτε, εκτός από τις διηγήσεις όσων έζησαν την εμπειρία και τις φωτογραφίες στα άλμπουμ, δεν θα υπάρξει ξανά που να μας θυμίζει αυτή την πολιτιστική έκρηξη των περασμένων δεκαετιών. Η παγκοσμιοποίηση, που μας προέκυψε ξαφνικά, ανέτρεψε εκ βάθρων το σκηνικό και τώρα πια πελάτης και καλλιτέχνης συναγωνίζονται ποιος είναι πιο Φουρέιρα από τον άλλο.
Στα χρόνια της άνθησης οι πελάτες είχαν τη δική τους ταυτότητα, ενώ τώρα και ο πλούσιος και ο Νώντας ο Μπαγάσας από το Κερατσίνι αλλά και ο φοιτητής θα εμπνευστούν από το ίδιο εντιτόριαλ μόδας, θα κάνουν το ίδιο μαλλί, την ίδια βαφή, θα φορέσουν το ίδιο κι απαράλλαχτο στενό παντελόνι που φορούσε η Νίτσα Μαρούδα στις ταινίες του ’60 και όλοι πια θα θέλουν να δείχνουν αντικείμενα πόθου, όταν παλιότερα αυτό το προνόμιο το είχαν οι αρτίστες της πίστας. Στα σκυλάδικα έβγαινε ο λαϊκός τραγουδιστής με ντύσιμο ιδιαίτερα προσεγμένο, άρχοντας δηλαδή, ενώ τα σημερινά ξεπατικώνουν γένι τριών ημερών, ντύσιμο, στιλ και βρακί Κωνσταντίνου Αργυρού και πορεύονται σε ένα αλαλούμ.
Ένας επίσης σημαντικός λόγος που συντέλεσε στον αφανισμό είναι το ότι εισχώρησαν λάθρα διάφοροι τύποι, ξένα σώματα, και τον διέβρωσαν. Γιατί, όπως έχω πει πολλές φορές, το σκυλάδικο δεν είναι γκέτο που εμπεριέχει ομαδοποιημένους ανθρώπους, αλλά ένας χώρος που αποκλείει παντελώς τους άσχετους. Όρμησαν λοιπόν με λύσσα και τον άλωσαν διάφοροι ψευτοδιανοούμενοι, για να αρπάξουν τη λεία και να γίνουν κυρίαρχοι του παιχνιδιού με μαφιόζικες μεθόδους, όπως συμβαίνει σε καθετί που τυγχάνει ευρείας αποδοχής. Εκδίδουν βιβλία για τη νύχτα, κάνουν διαλέξεις για το σκυλάδικο και προσπαθούν να πείσουν ένα μεγάλο κοινό τύποι που, όταν εμείς κάναμε Αργοναυτική Εκστρατεία στη νύχτα, οι ίδιοι σημειολογούσαν με ζήλο Θωμά Μπακαλάκο. Όχι, ρε μάγκα, η ζωή και το ταξίδι είναι δικό μας και των φίλων μας, που πορευτήκαμε παρέα στη νύχτα, και δεν σ’ το χαρίζουμε. Αν θες να το γευτείς, ράψε παγέτα και ξεκίνα από την αφετηρία κι από τα ΚΤΕΛ Κηφισού.
Παλιά πριν την καθολική αποδοχή, αν εξέφραζες αγάπη για τέτοιους χώρους, θα ήταν ένας σοβαρός λόγος για να σε απομονώσουν – ίσως και να σ’ έριχναν στην πυρά, γιατί θα προσέβαλλες την αισθητική τους. Πού είναι το άσπλαχνο χέρι της πολιτείας, την ώρα που ξοδεύει εκατομμύρια για τα πολιτιστικά των δήμων, να δώσει ένα χέρι βοηθείας σε όλους τους καλλιτέχνες που ξόμειναν από κείνα τα δοξασμένα χρόνια; Τώρα όλοι ψάχνεστε με ζήλο και μου τηλεφωνείτε ρωτώντας αν υπάρχει κανένα κρυμμένο μαγαζί σαν τα παλιά. Σε ζωντανή συνέντευξη στην ΕΡΤ, όταν έκανα έκκληση στον τότε υπουργό Πολιτισμού Ευάγγελο Βενιζέλο να επιδοτήσει τα μαγαζιά, γιατί εγώ το ’βλεπα από τότε πως θα εξαφανιστούν, εσείς με περιγελούσατε. Θυμάμαι και τη γλυκύτατη κυρία Δήμητρα Γκουντούνα, παρουσιάστρια της πρωινής εκπομπής· κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό στον αέρα. Τζάμπα θα τη χάναμε τη γυναίκα.
Μερικοί που ανακάλυψαν τώρα στα γεράματα τη μαγεία της νύχτας προσπαθούν να αναβιώσουν όλο εκείνο που παλιά λοιδορούσαν, διά της μιμήσεως, υποδυόμενοι αταίριαστους ρόλους. Στο τέλος, όμως, ανεπιτυχώς θα παραμείνουν στη μίμηση, γιατί το εξαίσιο σκηνικό εκείνων των χρόνων, πολύ απλά, δεν επαναλαμβάνεται. Οι τίτλοι τέλους έχουν πέσει προ πολλού, και σε μερικούς από μας που τα αξιωθήκαμε απομένει να τα διηγούμαστε σαν παραμύθι στους νεώτερους. Μια ευχή που θα έκανα μετά τη θεατρική παράσταση του ΚΘΒΕ; Να το κάνει ο Κωνσταντίνος Ρήγος, που θαυμάζω, χοροθέατρο κι έτσι να κλείσει μια για πάντα η καριέρα του βιβλίου μου.
Κυρίες και κύριοι, υπέροχοι πελάτες μας, σας περιμένουμε σ’ ένα λαϊκό μιούζικαλ διά χειρός Αστέρη Πελτέκη, να γλεντήσετε, να τραγουδήσετε και να απολαύσετε ένα ποικίλο πρόγραμμα με εκλεκτούς καλλιτέχνες. Η αίθουσα κλιματίζεται, κλείστε έγκαιρα τραπέζι, γιατί τηλεφωνεί όλη η Μακεδονία και ο θεσσαλικός κάμπος και τα reserve είναι ήδη πολλά. Δεν θα γυρίσω ποτέ σ’ εκείνα τα μαγαζιά, αλλά το όνειρο που έζησα αυτά τα χρόνια έγινε ένα φωτεινό κομμάτι του εαυτού μου. Φίλοι που ταξιδέψατε μαζί μου, να μάθετε να μη φοβάστε τις νεράιδες της νύχτας – τα σκυλάδικα θα είναι πάντα παρόντα, αθώα και αμαρτωλά. Μαέστρο, πάμε! Καλή σας διασκέδαση!
INFO
ΚΘΒΕ, «Αυτή η νύχτα μένει» στο Βασιλικό Θέατρο. Μουσικοθεατρική παραγωγή βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή.
Θεατρική απόδοση – Σκηνοθεσία: Αστέριος Πελτέκης, Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης. Εικαστική σύνθεση και εγκατάσταση: Φρόσω Λύτρα. Κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης. Χορογραφίες: Δημήτρης Παπάζογλου. Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος. Συνεργάτιδα σκηνογράφος - ενδυματολόγος: Δανάη Πανά. Βοηθός σκηνοθέτη: Εύη Σαρμή. Οργάνωση παραγωγής: Αλέξης Τζίμας.
Διανομή: Αντώνης Αντωνάκος, Nίνα Ακτύπη, Θάνος Αλεξανδρής, Εύα Βάρσου, Νίκος Γεωργάκης, Θανάσης Δισλής, Ζωή Ευθυμίου, Χριστίνα Ζαχάρωφ, Στέλιος Καλαϊτζής, Σοφία Καλεμκερίδου, Παντελής Καναράκης, Γιάννης Καραμφίλης, Θάνος Κοντογιώργης, Χριστίνα Κωνσταντινίδου, Χρήστος Μαστρογιαννίδης, Ιωάννης Μόχλας, Κατερίνα Μπουλούμη, Δημήτρης Παπάζογλου, Βασιλική Ρέινα, Κώστας Σαντάς, Εύη Σαρμή, Πηνελόπη Σεργουνιώτη, Γιάννης Τσάτσαρης. Χορηγός Επικοινωνίας: ATHENS VOICE. Πρεμιέρα Πέμπτη 18/12/25 στις 21:00
Δειτε περισσοτερα
Εγχειρίδια, λογοτεχνία και ιστορία, σε εκδόσεις που ξεκινούν από τον 19ο αιώνα
Το bonus day της σταρ της ποπ που θα ήθελε να ζήσει κάθε εργαζόμενος.
Τι είδαμε στη μεγάλη αναδρομική έκθεση του σπουδαίου καλλιτέχνη στην Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων
Ένα σπίτι του αθηναϊκού Μεσοπολέμου μετατρέπεται σε εφαλτήριο πολιτισμού