Θεατρο - Οπερα

Ελένη Ευθυμίου: Ο Ντον Πασκουάλε είναι έργο μοναδικής συνθετικής μαεστρίας

Μιλήσαμε με τη σκηνοθέτρια για το ανέβασμα της όπερας του Ντονιτσέτι στο Ολύμπια

Νίκη - Μαρία Κοσκινά
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Ελένη Ευθυμίου έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία της όπερας «Ντον Πασκουάλε» του Γκαετάνο Ντονιτσέτι στο Ολύμπια

Η όπερα «Ντον Πασκουάλε» του Γκαετάνο Ντονιτσέτι επιστρέφει στον χώρο όπου πρωτοέκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα πριν από 50 χρόνια. Τότε, στον χώρο που βρίσκεται τώρα το Ολύμπια Δημοτικό Θέατρο Μαρία Κάλλας στεγαζόταν η Εθνική Λυρική Σκηνή, η οποία έχει μετακομίσει τα τελευταία χρόνια στις εγκαταστάσεις του ΚΠΙΣΝ. Το σύγχρονο ανέβασμα του έργου έχει επιμεληθεί η Ελένη Ευθυμίου, στην πρώτη της σκηνοθετική αναμέτρηση με ένα οπερατικό είδος. Η σκηνοθέτρια μοιράστηκε μαζί μας τις προκλήσεις και τις δυσκολίες του ανεβάσματος, τον τρόπο που το προσέγγισε και το σκηνικό σύμπαν που δημιούργησε, τη δεξιοτεχνία του Ντονιτσέτι, αλλά και τις θεματικές που θίγει η όπερα. 

Συνέντευξη με την Ελένη Ευθυμίου για τον «Ντον Πασκουάλε» στο θεάτρο Ολύμπια

O Ντον Πασκουάλε του Ντονιτσέτι είναι μια όπερα που δεν παρουσιάζεται πολύ συχνά στην Ελλάδα. Γιατί; Το γεγονός ότι δεν ανεβαίνει συχνά την καθιστά πιο ενδιαφέρουσα, πιο δελεαστική στο ανέβασμα;
Αναμφίβολα, το νέο ανέβασμα του Ντον Πασκουάλε στη σκηνή του Θεάτρου Ολύμπια αποτελεί μια ξεχωριστή στιγμή για το λυρικό θέατρο στη χώρα μας. Στην Ελλάδα, η όπερα δεν έχει την απήχηση που συναντάμε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι μέχρι πρόσφατα στην πρωτεύουσα λειτουργούσε μόλις μία σκηνή αφιερωμένη αποκλειστικά στο είδος. Από τότε που η Εθνική Λυρική Σκηνή μεταφέρθηκε στις εγκαταστάσεις του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, ο αριθμός των σκηνών αυξήθηκε σε τρεις, με την Εναλλακτική Σκηνή ωστόσο να επικεντρώνεται κυρίως σε νέα έργα και όχι στα κλασικά του ρεπερτορίου. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, παρά το γεγονός πως το Θέατρο Ολύμπια έχει σχεδιαστεί ειδικά για μουσικά θεάματα, λόγω της σοβαρής υποχρηματοδότησης που υφίσταται από χρονιά σε χρονιά φτάνει να παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια μόλις μία παραγωγή κλασικού οπερατικού ρεπερτορίου σε ολόκληρη τη σεζόν. Με τόσο περιορισμένο λοιπόν αριθμό παραστάσεων μέσα στη χρονιά ποια έργα να επιλεχθούν κάθε φορά για να καλύψουν ένα ρεπερτόριο που να καλύπτει και τις ανάγκες του κοινού για έργα γνωστά και «οικεία» – πιο εμπορικά, θα λέγαμε – όπως ο Κουρέας της Σεβίλλης ή όπερες δραματικές. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί και το ότι το συγκεκριμένο έργο, απαιτεί εξαιρετική φωνητική δεξιοτεχνία και υπάρχουν πολύ λίγοι διαθέσιμοι σολίστες με την απαραίτητη τεχνική και υποκριτική ευχέρεια για να υποστηρίξουν τόσο απαιτητικούς ρόλους.

Η πρώτη του παρουσίαση στην Ελλάδα έγινε 50 χρόνια πριν στον ίδιο χώρο που τότε στεγαζόταν η Εθνική Λυρική Σκηνή. Πώς αισθάνεστε για αυτό; Έχετε στοιχεία από αυτό το ανέβασμα;
Είναι πραγματικά συγκινητικό να σκεφτεί κανείς ότι ένα έργο επιστρέφει, ύστερα από μισό αιώνα, στον ίδιο χώρο όπου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά. Υπάρχει μια αίσθηση συνέχειας, σχεδόν μια αόρατη συνομιλία ανάμεσα στις γενιές των καλλιτεχνών, που έχουν υπηρετήσει αυτό το ρεπερτόριο από την ίδια σκηνή. Δυστυχώς, αν και αναζήτησα, δεν βρήκα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με εκείνη την ιστορική παράσταση. Παράλληλα, η δική μου αγωνία και δημιουργική εστίαση ήταν στην αναζήτηση μιας γλώσσας που να φέρει το έργο σε διάλογο με το σήμερα. Καθώς πρόκειται για την πρώτη μου αναμέτρηση με το είδος της κλασικής όπερας, με ενδιέφερε πρωτίστως να ανακαλύψω τον τρόπο με τον οποίο η κωμωδία, οι χαρακτήρες και το πνεύμα του Ντονιτσέτι θα μπορούσαν να αποκτήσουν φρεσκάδα και στοιχεία σημερινά. Έτσι εστίασα τη μελέτη μου κυρίως σε σύγχρονες σκηνοθετικές προσεγγίσεις του έργου, ενώ για τη μουσική μου καθοδήγηση κατέφυγα στην ιστορική ηχογράφηση υπό τη διεύθυνση του Riccardo Muti, η οποία λειτούργησε για μένα σαν ένας μουσικός φάρος έμπνευσης.

Υπάρχουν κάποια σημεία στην όπερα που ξεχωρίζετε είτε μουσικά είτε λόγω του λιμπρέτου και των μηνυμάτων που θέλουν να περάσουν στον θεατή;
Βρίσκω ότι ο Ντονιτσέτι, στο Ντον Πασκουάλε — έργο που σηματοδοτεί και την ωριμότερη φάση της εποχής του bel canto — επιδεικνύει μια συνθετική μαεστρία πραγματικά εντυπωσιακή. Είναι απίστευτο πόσο δεξιοτεχνικά καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στην κωμωδία και στη λεπτή ψυχογραφία των χαρακτήρων. Ξεχωρίζω ιδιαίτερα το φινάλε του ντουέτου ανάμεσα στον Ντον Πασκουάλε και τον Ντοτόρε Μαλατέστα στην τρίτη πράξη. Πρόκειται για ένα σημείο με έντονη ρυθμικότητα και τεράστια τεχνική δυσκολία, όπου ο Ντονιτσέτι αποκαλύπτει έναν συνθέτη όχι απλώς δεξιοτέχνη, αλλά πρωτοποριακό για την εποχή του. Είναι ένα μουσικό «παιχνίδι ευφυΐας» που φανερώνει πόσο βαθιά κατανοούσε τη θεατρικότητα της όπερας. Όσο για το λιμπρέτο, με εντυπωσιάζει ο τρόπος που παρουσιάζει τη γυναικεία φιγούρα. Η ηρωίδα του είναι αναπάντεχα χειραφετημένη, δυναμική, με πλήρη συνείδηση της θέσης και της δύναμής της μέσα στην ιστορία. Θα έλεγα πως ο Ντονιτσέτι, ίσως χωρίς να το επιδιώκει συνειδητά, υπήρξε με έναν τρόπο «φεμινιστής» κάτι που φανερώνεται και από τις υπόλοιπες ηρωίδες του στις όπερες που συνέθεσε. Μέσα από το έργο του υπερασπίζεται την εξυπνάδα, την αυτενέργεια και την ανεξαρτησία της γυναίκας — στοιχεία σπάνια για την εποχή του.

Μιλήστε μου λίγο για τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης, για να έχουμε μια μικρή εικόνα για το τι θα δούμε επί σκηνής. Θα έχουμε μια κλασική προσέγγιση ή πιο σύγχρονη;
Μαζί με την αγαπημένη μου συνεργάτιδα, Ευαγγελία Κιρκινέ, δημιουργήσαμε ένα σύμπαν που αντικατοπτρίζει τον κόσμο του Ντον Πασκουάλε: έναν κόσμο συμμετρικό, «αντρικό», αποστειρωμένο και χρυσό, ο οποίος ανατρέπεται πλήρως από την εισβολή της Νορίνας και μεταμορφώνεται σε έναν άτακτο, γυναικείο, θερμό (ροζ) και ζωντανό χώρο. Η προσέγγισή μας παραπέμπει στη σύγχρονη εποχή, με αισθητική που εμπνέεται από τον Wes Anderson. Το σκηνικό οργανώνεται γύρω από έναν κυκλικό χώρο, που φαινομενικά μοιάζει με σαλόνι, αλλά ταυτόχρονα θυμίζει λαβύρινθο και παγίδα, μέσα στην οποία παγιδεύεται ο ίδιος ο Πασκουάλε. Στον περιμετρικό διάδρομο του κύκλου, που λειτουργεί και ως «προσκήνιο», παρατηρούμε συχνά τους χαρακτήρες να «παίζουν» τους ρόλους τους μέσα στο έργο. Όταν αλλάζουμε χώρους — όπως το καφέ, όπου η Νορίνα εμφανίζεται ως σύγχρονη σερβιτόρα, ή ο κήπος της τρίτης πράξης — τα «βαγόνια» του σκηνικού κινούνται πάνω στον κύκλο, αποκαλύπτοντας την πίσω πλευρά του κόσμου που μέχρι τότε παρακολουθούσαμε.

Στο έργο τίθενται ζητήματα όπως η φιλαργυρία, η κοροϊδία, αλλά και η ψευδαίσθηση νεότητας. Πιστεύετε ότι μεγάλοι άνθρωποι οφείλουν να αποσύρονται κάποια στιγμή και να δίνουν τόπο στα νιάτα;
Πιστεύω ότι οι μεγαλύτεροι άνθρωποι οφείλουν να αποσύρονται και να δίνουν χώρο στις νεότερες γενιές όταν πρόκειται για θέσεις εξουσίας ή για ζητήματα διοίκησης και διαχείρισης, είτε σε οργανισμούς είτε σε πολιτικά αξιώματα. Δεν θεωρώ όμως ότι η απόσυρση πρέπει να αφορά τη συμμετοχή τους στα κοινά ή στην προσωπική και κοινωνική ζωή. Ο έρωτας, η αγάπη και οι σχέσεις δεν έχουν ηλικία (ούτε φύλο) και ούτε πρέπει να περιορίζονται από αυτή. Σε αυτό το κομμάτι, τάσσομαι ιδεολογικά αντίθετη από τον αγαπημένο κατά τ' άλλα Ντονιτσέτι· γι’ αυτό και το φινάλε της παράστασής μας περιλαμβάνει ένα διακριτικό σχόλιο για τη μελαγχολία της μοναξιάς της τρίτης ηλικίας. Γίνεται με τρόπο μαλακό αλλά που δεν αφήνει τον θεατή να νιώσει απλώς χαρά για το «αίσιο τέλος», αλλά να συνειδητοποιήσει και την αθέατη πλευρά του ηλικιωμένου ήρωα.

Τελικά στο τέλος νικά ο έρωτας και η νεότητα. Πώς αντιμετωπίζετε αυτό το μήνυμα του Ντονιτσέτι στην προσέγγισή σας;
Κυριολεκτικά και ειρωνικά την ίδια στιγμή. Ναι μεν οι ερωτευμένοι ενώνονται. Πίσω όμως μένει ένας άνθρωπος μονάχος και -αν και χαρούμενος και απελευθερωμένος από την τυραννία της Νορίνα- ματαιωμένος.

Πόσο βοηθάει στη σκηνοθεσία μιας όπερας το γεγονός ότι είστε και μουσικός;
Πιστεύω βοηθάει πολύ καθώς στη σκηνοθεσία μίας όπερας η μουσική είναι ο βασικός οδηγός για κάθε επιλογή. Αν δεν μελετήσεις την παρτιτούρα και την ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο συνθέτης σε κάθε σκηνή είναι πιο δύσκολο να επέμβεις είτε κυριολεκτικά είτε αντιστικτικά και να καθοδηγήσεις τους σολίστες στο να δημιουργήσουν τους ήρωες του έργου. Δεν πρέπει να λέμε όμως ότι είναι και προαπαιτούμενο καθώς πολλοί συνάδελφοι και συναδέλφισσες σκηνοθέτες έχουν κάνει εξαιρετικές δουλειές με λιγότερες μουσικές γνώσεις. Προσωπικά, σε αυτή την παραγωγή είχα τη χαρά να συνεργαστώ με την εξαιρετική πιανίστρια και φίλη Μαρία Μίρτσεβα (ήταν Α’ Βοηθός σκηνοθέτριας), η οποία με βοήθησε κι εκείνη στην μουσική μου προετοιμασία και με στήριξε καθώς οργάνωνα τη σκηνοθετική μου προσέγγιση.

Έχετε ξανασυνεργαστεί με τον Γιώργο Ζιάβρα; Πώς είναι η μεταξύ σας συνεργασία;
Ήταν η πρώτη μας συνεργασία και πήγε εξαιρετικά. Ο Γιώργος Ζιάβρας αγαπά τη δουλειά του και υπήρξε απόλυτα υποστηρικτικός και διαθέσιμος από την πρώτη στιγμή της καλλιτεχνικής συνάντησής μας. Είναι μελετημένος σε βάθος, γνωρίζει κάθε λεπτομέρεια του έργου και εργάζεται με όραμα, επαγγελματισμό και πάθος. Η συνεργασία μας κύλησε πολύ ομαλά και ο ένας ενέπνευσε τον άλλο. Εξίσου εξαιρετική υπήρξε και η συνεργασία μου με την μαέστρο Κάτια Μολφέση η οποία θα διευθύνει την όπερα στις 18 Νοεμβρίου. Μία ήρεμη δύναμη, προσηλωμένη και υποστηρικτική στη δουλειά της, εξίσου διαθέσιμη και παρούσα.

Είστε γεννημένη στην Αγγλία. Ποια η επαφή σας με το αγγλικό θέατρο και όλη την παράδοσή του; Πώς έχει επηρεάσει τη δική σας πορεία;
Ναι, είμαι γεννημένη στην Αγγλία, στο Έξετερ. Εκεί η μητέρα μου σπούδαζε το αγγλικό θέατρο όταν ήμουν ακόμη στην κοιλιά της — έδωσε τις εξετάσεις δύο μέρες πριν με γεννήσει και, αν δεν κάνω λάθος, ήταν η μόνη που πέρασε με άριστα στην τάξη της εκείνη τη χρονιά. (Δεν ξέρω αν εγώ την επηρέασα ή εκείνη εμένα!) Όταν ήμουν μικρή μου διάβαζε Σαίξπηρ και με πήγαινε πολύ συχνά να δω θεατρικές παραστάσεις. Λοιπόν, το πιστεύετε; Δεν έχω ανεβάσει ποτέ αγγλικό έργο! Ε, καιρός είναι…!

Παράλληλα έχετε παρουσιάσει δουλειές σας αρκετές φορές εκτός συνόρων, στη Γκρενόμπλ, στη Δρέσδη, στο Μόναχο… Πώς έχουν διαμορφώσει τον τρόπο που δουλεύετε αυτές οι εμπειρίες στο εξωτερικό;
Κάποιες από αυτές τις εμπειρίες - όπως η συνεργασία μου με τη Μπιενάλε Νέου Μουσικού Θεάτρου του Μονάχου ή η εμπειρία μου με το Κρατικό Θέατρο της Καρλσρούης - με κάνουν να σκέφτομαι πόσο δυσκίνητα είναι πολλές φορές τα πράγματα στη χώρα μας. Είναι εμπειρίες που με έχουν πλουτίσει και μου έχουν ανοίξει τη σκέψη σε διαφορετικά μοντέλα συνεργασίας και προετοιμασίας μίας παραγωγής. Με έχουν κάνει να θέλω να επιστρέφω σε αυτά τα μοντέλα, να προσπαθώ να είμαι όλο και καλύτερη. Ωστόσο η πραγματικότητα που επικρατεί στη χώρα μας - αν και τραγική τις περισσότερες φορές σε πολλά επίπεδα - με έχει κάνει ατρόμητη, εφευρετική, ευέλικτη και ευπροσάρμοστη. Αν με ρωτάτε τι θα διάλεγα… Σε αυτή τη φάση -έχοντας πραγματικά πληγωθεί από τα εγχώρια- στο Βορρά αδερφές μου, στο Βορρά…

Έχετε σπουδάσει και θέατρο και τραγούδι αλλά και χορό. Θεωρείτε ότι για να είναι κάποιος επιτυχημένος ηθοποιός ή σκηνοθέτης πρέπει να έχει αποκτήσει όλα αυτά τα skills ώστε να διαχειρίζεται το σώμα του και τη φωνή του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο; Και να μπορεί και να το διδάξει και στους άλλους;
Δεν θεωρώ ότι υπάρχει κάποιος κανόνας για το «καλύτερο δυνατό». Θεωρώ ότι όσο περισσότερα εργαλεία έχει κανείς τόσο μεγαλύτερη η βεντάλια των δυνατοτήτων και των πιθανοτήτων. Προσωπικά με έχουν βοηθήσει πάρα πολύ οι μουσικές σπουδές μου (χορό έχω διδαχθεί περιστασιακά και σεμιναριακά…) σε όλες τις θέσεις που έχω υποστηρίξει επαγγελματικά μέχρι τώρα.

Πέρα από ηθοποιός και σκηνοθέτης, είστε και θεατρική συγγραφέας. Πώς είναι να παρουσιάζετε επί σκηνής μια ιδέα που είναι δική σας σύλληψη από το μηδέν;
Αχ, είναι πολύ απελευθερωτικό αλλά είναι και «επικίνδυνο», με την καλή κυρίως έννοια. Υπάρχει κάποιας μορφής «καθολική »έκθεση όταν και η σκηνοθεσία αλλά και ο ίδιος ο λόγος που διατυπώνεται απέναντι σε κοινό στηρίζεται και σε προσωπικές επιλογές. Ταυτόχρονα είναι εξαιρετικά γοητευτικό και λυτρωτικό σαν εμπειρία. Ένα «ξεγύμνωμα» όπου όμως αυτός που εκτίθεται είναι ταυτόχρονα δυνατός κι όχι ευάλωτος. Ας το πούμε κάπως έτσι: ένα «ξεγύμνωμα» βράδυ καλοκαιριού δίπλα στη θάλασσα - κάτι σαν απόλυτη ευχαρίστηση με υπαρκτούς όμως πολλούς κινδύνους: τα κουνούπια, το κύμα και ίσως και τους καρχαρίες…

INFO
Ντον Πασκουάλε του Γκαετάνο Ντονιτσέττι στο Ολύμπια Όπερα
Διάρκεια: '

  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ελένη Ευθυμίου
  • ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ντον Πασκουάλε: Χριστόφορος Σταμπόγλης, Δόκτορ Μαλατέστα: Αντώνης Κορδοπάτης (11,13/11) Χάρης Ανδριανός (15,18/11), Ερνέστο: Βασίλης Καβάγιας, Νορίνα: Δήμητρα Κωτίδου, Συμβολαιογράφος: Νίκος Μασουράκης, Υπηρετικό προσωπικό: Βασίλης Πέτρου, Αριάδνη Μερσινιά-Ψηµίτη, Πόλυ Νικολοπούλου Θαµώνες στο καφέ: Αριάδνη Μερσινιά-Ψηµίτη, Πόλυ Νικολοπούλου, ∆ιονύσιος Μελογιαννίδης, Σταμάτης Πακάκης
  • ΘΕΑΤΡΟ: Ολύμπια, Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας
Δες αναλυτικά