Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
Λάκης Λαζόπουλος: «Δεν έχει μόνο το μυαλό μας τζι-πι-ες, έχει και το συναίσθημά μας»
O Λάκης Λαζόπουλος μας μίλησε για όλα με αφορμή την παράσταση «Ένας ήρωας με παντούφλες» στο θέατρο Βέμπο
Αν δεν ξέρετε πώς είναι να σε σταματάνε οι άνθρωποι κάθε πέντε λεπτά στον δρόμο και να σου δείχνουν αγάπη, θαυμασμό και λατρεία ακόμα ακόμα, δεν έχετε περπατήσει πλάι στον Λάκη Λαζόπουλο. Είναι κάτι το οποίο συμβαίνει, θα πείτε, με αρκετούς ηθοποιούς, ίσως (αλλά δεν παίρνω όρκο) και με λίγους πολιτικούς, με τηλεοπτικούς σταρ, μπορεί μέχρι και με ινφλουένσερς (που όμως δεν κυκλοφορούν στον δρόμο αμολητοί). Καμαρώνει η συνοδός του Λάκη – π.χ. εγώ, μια και το ’φερε η κουβέντα, γιατί είναι σαν να περνάει λίγη από τη λάμψη του και σ’ εσένα, που δεν έχεις ρίξει την ανάλογη σκληρή δουλειά, ούτε έχεις κατεβάσει ιδιοφυείς ιδέες επιπέδου Λάκη, ούτε είσαι περφόρμερ, καθόλου. Ούτε μπορείς να μιλάς με ουσία ΚΑΙ με πλάκα μπροστά στον φακό της τηλεόρασης. Γενικά, δεν είσαι ο Λάκης. Ο Λάκης είναι ένας και μοναδικός, ας το πάρουμε απόφαση. Δεν σε παρασέρνει, δεν σε κυριαρχεί, δεν σε κάνει να σωπαίνεις – μπορεί να σε κάνει να γελάσεις, αλλά κυρίως σε κάνει να τον ακούς όσο προσεκτικά σ’ ακούει αυτός… ή μάλλον, παραπάνω.
Το μυαλό δεν έχει παρόν, έχει μόνο παρελθόν και μέλλον», λέει μπαίνοντας κατευθείαν στο ψητό, στη συζήτηση-συνέντευξη. «Μόνο αυτά που φαντασιώνεσαι είναι – παρελθόν και μέλλον. Το παρόν ήδη, τώρα που μιλάμε, έχει γίνει παρελθόν. Ορίστε, πέρασε, πάει το παρόν!
Ωραία. Σε αυτό το ενδιάμεσο διάστημα που αποκαλούμε παρόν όμως, ο Λάκης Λαζόπουλος εξακολουθεί να τη βρίσκει μ’ αυτά που κάνει. «Ακόμα μου αρέσει αυτό που κάνω, αλλάζουν οι ώρες – τώρα μου αρέσει πιο πολύ να ζωγραφίζω, να γράφω… Το θέατρο με εξαντλεί, μου φαίνεται κουραστικό, να βγαίνεις το βράδυ και να παίζεις ζωντανά, τόση ώρα, αλλά κι αυτό, ναι, κι αυτό μου αρέσει. Γράφω, δηλαδή τώρα διορθώνω τα σενάρια για το “17βαλίτσες και μια μαύρη”, μια καινούργια κωμωδία χαρακτήρων – πώς η νεότητα αναγκάζει τους παλιότερους ν’ αλλάξουν, να πάρουν νέες αποφάσεις… Είναι η αποδόμηση της ελληνικής οικογένειας: ένα ζευγάρι Ελληνοαμερικανών που έχει δύο κόρες κι έναν γιο – τους συμβαίνουν διάφορα και αναγκάζονται να εγκατασταθούν στη Μυτιλήνη, αλλάζουν αναγκαστικά, και πρέπει να πάρουν θέση».
― Ο ήρωας της σειράς ποιος είναι, ο μπαμπάς;
Και οι δύο, η μαμά και ο μπαμπάς. Και η αδερφή, η μάνα του, όλοι. Έρχονται αντιμέτωποι με μια σειρά καθημερινών προβλημάτων.
― Από αυτά που βλέπει γύρω του;
Τα βλέπεις – άμα δεν τα δεις, δεν μπορείς να τα γράψεις. Ουσιαστικά δεν γράφεις, αντιγράφεις, και συμπληρώνεις αυτό που έχεις φανταστεί. Ο παρόντας χρόνος είναι μια διαρκής σύγκρουση του παρελθόντος και του μέλλοντος, είναι ο σπινθήρας που δημιουργεί η σύγκρουση των δύο κόσμων. Το παρόν, σου είπα, δεν υπάρχει. Είναι δημιούργημα του παρελθόντος και της φαντασίας μας.
― Αλλά μερικές φορές στο ντιπ παρόν ακούς (ή νομίζεις ότι ακούς) τη φωνή αγαπημένου σου προσώπου που έχει φύγει από τη ζωή…
Ανακαλείς τη φωνή κι η φαντασία φέρνει κοντά σου το αγαπημένο πρόσωπο. Κι εγώ ακούω τη μάνα μου, τον πατέρα μου… Τους ακούμε γιατί μας έλεγαν τα ίδια πράγματα, γιατί έχουμε την ανάγκη να προσδιορίσουμε μια σταθερά. Αν ένα πρόσωπο μένει σταθερό, αρχίζεις να προσδιορίζεις τον χώρο. Αν δεν ανακαλέσεις το γνώριμο από μέσα σου, χάνεις την επαφή με το αληθινό. Προχθές οδηγούσα στην Κωνσταντινουπόλεως, είχε πολλή κίνηση, κι άκουσα τη φωνή της μάνας μου: «Μη νευριάζεις, παιδάκι μου, μην κάνεις έτσι, θα φτάσεις». Kοίταξα δίπλα, ήταν το γραφείο τελετών που την είχαμε φέρει. Δεν έχει μόνο το μυαλό μας τζι-πι-ες, έχει και το συναίσθημά μας. Εκείνη τη στιγμή έγινε πειρατεία των νευρώνων μου, γύρισα, είδα το γραφείο και το συναίσθημά μου, με το δικό του τζι-πι-ες, ταράχτηκε.
Ίσως καθώς περνούσε, η άκρη του ματιού του να πήρε το γραφείο, την περιοχή, και η φωνή της μαμάς ήρθε υποσυνείδητα στο προσκήνιο. Αλλά γενικά ο Λάκης προσέχει πολύ, είναι συντονισμένος συνέχεια με τους άλλους γύρω του: όλοι οι ήρωες, όλοι οι χαρακτήρες που έχει δημιουργήσει, με τοπ τους Μικρούς Μήτσους, είναι αποτέλεσμα παρατηρητικότητας.
«Ζω από την παρατήρηση, και το ξέρω από παιδί. Αυτός είναι ο ρόλος μου στη ζωή, γι’ αυτό θέλω να έχω τις αισθήσεις μου καθαρές. Δεν πίνω, δεν έχω πάρει ποτέ ντραγκς. Κι ένα χάπι που έπαιρνα για ένα διάστημα για να κοιμάμαι –υπναγωγό, όχι υπνωτικό–, το έχω κόψει. Σηκωνόμουν το πρωί κι είχα μια θολούρα, δεν μου άρεσε καθόλου. Περίμενα να φτάσει το μυαλό μου σ’ ένα σημείο, να φύγει η... αυτό το κάτι σαν κούραση».
Εκτός του ότι προσέχει τους άλλους ανθρώπους, τον ενδιαφέρουν κιόλας. Πράγμα λίγο σπάνιο για ηθοποιό, αν και απαραίτητο.
«Με ενδιαφέρουν πολύ οι άλλοι, βέβαια, όλοι οι άνθρωποι. Ο (εσωτερικός) κόσμος του καθενός, ακόμα κι αυτού που νομίζεις ότι δεν έχει τίποτα να σου πει, αν αρχίσει να σου μιλάει, θα σου ανοίξει έναν άλλο κόσμο, που δεν φαντάζεσαι. Έτσι (δημιουργήθηκαν) οι Μήτσοι. Τους Μήτσους τους αγαπούσα όλους! Δεν έχω τρόπο να φτάσω με τις πρόβες σε έναν ρόλο, μόνο να βελτιώσω την τεχνική μου μπορώ. Ο ρόλος υπάρχει μέσα μου, αφού έχω πρώτα συμφιλιωθεί μαζί του. Στους Μήτσους το κατάλαβα αυτό. Όταν προσπάθησα να παίξω τον αστυνόμο με την αντίληψη που είχα εκείνη την εποχή για τους αστυνομικούς, και δεν έβγαινε, σκάλωναν τα λόγια μέσα μου. Άρχισα να γράφω πράγματα που μου έλεγε ο χαρακτήρας. Αν δεν έχεις αγαπήσει πραγματικά τον ήρωα, δεν μπορείς να τον ερμηνεύσεις, εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ. Έξω, στο εξωτερικό που λέμε, οι ξένοι ηθοποιοί παίζουν πιο καλά. Παίζουν πιο καλά γιατί οι ήρωες μπαίνουν μέσα τους. Εμείς έχουμε κολλήσει με το σχολικό θέατρο, τη σχολική προσέγγιση: “ο Τάδε παίζει τον ήρωα της επανάστασης!”». Παίρνει μια ηρωική στάση, με το ένα χέρι ψηλά, σαν ήρωας πάνω στο άλογο, με το ανάλογο βλέμμα, έπειτα κουνάει το κεφάλι. «Γι’ αυτό είμαι περήφανος που δεν έπαιξα ποτέ σε σχολική παράσταση. Είχα έναν φόβο, σε περίπτωση που θα με πίεζαν να παίξω κάτι· σαν να μην έπρεπε να πέσω στη χαράδρα! Έχεις κουραστεί πολύ με το “μη” έξι χρόνια στο σχολείο».
― Δεν είναι πια τόσο αυστηρό το σχολείο.
Το σχολείο σήμερα είναι ανίσχυρο, γι’ αυτό και οι γονείς δεν μπορούν να επιβληθούν στα παιδιά, και τα παιδιά απελευθερώνονται πιο γρήγορα, κι η απελευθέρωση είναι αυτή που τελικά θα βγάλει το παιδί στον σωστό δρόμο – το πιστεύω αυτό. Πιστεύω στους νέους, στο μέλλον, το μέλλον δημιουργεί χαρά! Χαίρομαι και γι’ αυτά που δεν θα είμαι εδώ για να τα δω!
Πάμε στη νέα τηλεοπτική σειρά, που τον άκουσα να τη συζητάει με τη Σίσσυ Χρηστίδου στην εκπομπή της. Πώς του ήρθε το θέμα με την οικογένεια Ελληνοαμερικανών; Πήγε στην Αμερική και παρατήρησε κάτι;
«Το ελληνικό άγχος είναι αν, όταν μεγαλώσουν τα παιδιά, θα συνεχίσουν την ιστορία του μπαμπά τους. Κι αν ο μπαμπάς στην Ελλάδα στεναχωριέται μια φορά, ο Έλληνας μπαμπάς στην Αμερική στεναχωριέται εκατό. Και σκεφτόμουν πώς, με ποιον τρόπο, ένας μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος μπορεί ν’ αλλάξει. Με τα χρόνια αποκτάς ένα σκληρό κέλυφος, σαν της χελώνας, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει πια – εκτός αν, τι να σου πω, αν η χελώνα σηκώσει κεφάλι, το βγάλει από το καβούκι της και δει έναν άλλο κόσμο. Έτσι τα παιδιά εξαναγκάζουν τους γονείς να αλλάξουν».
Μου λέει ότι έγινε ένα πείραμα με ποντίκια τη δεκαετία του ’70 σε τρεις χώρες: έβαζαν μια ποντικο-οικογένεια σε ένα κλουβί με νερό μέσα, με δύο εξόδους, μια αληθινή και μια ψεύτικη. Η ψεύτικη φωτιζόταν, οπότε οι ποντικο-γονείς κατευθύνονταν προς τα κει. Μετά από δέκα λεπτά, το μικρότερο ποντικάκι άρχισε να ψάχνει άλλον τρόπο και πήγαινε στην αληθινή έξοδο. Δύο μήνες αργότερα, που έγινε το ίδιο πείραμα στην Αμερική με άλλες ποντικο-φαμίλιες, τα μικρά ποντικάκια έτρεχαν στη σωστή έξοδο μέσα σε δύο μόνο λεπτά αντί για δέκα. Αυτό δείχνει πως μεταδίδεται η κοινωνική πληροφορία με ανεξήγητους τρόπους ακόμα κι από τη μία ήπειρο στην άλλη... αλλά και κάτι ακόμα: «Το μικρότερο ποντικάκι είναι πάντα αυτό που βρίσκει την έξοδο! Ό,τι αλλάζει είναι χάρη στον μικρότερο σε ηλικία και, για ν’ αλλάξει η κοινωνία, πρέπει να ακολουθήσει αυτόν, τον νεότερο», καταλήγει.
Οι νέοι, και καθετί νέο, τραβάνε το ενδιαφέρον του πάντα: κάνει ΤikTok ο Λάκης, και μάλιστα με πολλή επιτυχία, τύφλα να ’χουν τα δεκαπεντάχρονα.
«Έχω σταματήσει πολλά χρόνια να βλέπω τηλεόραση. Όταν είμαι μόνος μου στο σπίτι, δεν υπάρχει περίπτωση να καθίσω να δω τηλεόραση. Το ΤikTokείναι άλλο καπέλο, το παρακολουθώ γιατί με ενημερώνει – αν είναι να ενημερωθώ, θα ενημερωθώ απ’ αυτό. Θα πεις, έχει μέσα και προβοκάτσια, έχει και εντεταλμένα σχόλια. Αλλά στην τηλεόραση δεν υπάρχουν πια δελτία ειδήσεων, υπάρχουν δελτία απόψεων. Ο δημοσιογράφος είναι ο σχολιαστής μιας είδησης την οποία δεν ξέρουμε. Είναι σταντ-απ-σίριους, όχι σταντ-απ-κόμικ, το ανάποδο. Η είδηση πια είναι ό,τι κατάλαβες. Το ΤikTok, από την άλλη, έχει νεανική δομή, συγκεκριμένες κατηγορίες, βλέπεις Έλληνες, ξένους, έχεις έναν έλεγχο».
― Παρακολουθείς ξένους στανταπάδες;
Κάποιοι μου αρέσουν πάρα πολύ, κάποιοι λιγότερο. Δυστυχώς δεν μπορώ να εκφραστώ σε άλλη γλώσσα. Έζησα σε μια εποχή που έμαθα ΟΛΑ τα ελληνικά, αρχαία, νέα, καθαρεύουσα, απλοποιημένη, δημοτική, και ΟΛΑ τα συντακτικά. Οπότε, αυτός ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας… Ναι, ονειρεύεσαι πάντα στα ελληνικά. Ονειρεύεσαι ό,τι έμαθες μέχρι που έγινες οκτώ χρονών». Έχει μελετήσει πολύ τους Έλληνες κωμικούς, τους νέους αλλά και τους παλιούς, που τους βγάζει το καπέλο. Ο Θανάσης Βέγγος, λέει, ήταν μπροστά από την εποχή του.
«Ήταν ο μόνος που είχε προβλέψει το άγχος που ερχόταν. Έτρεχε συνέχεια ο Βέγγος, “καλοί μου άνθρωποι!”, έτρεχε, ήταν συνέχεια σε κίνηση, σε μια εποχή που όλα κυλούσαν σε σλόου μόσιον. Κανείς δεν βιαζόταν, κανείς δεν ήταν αγχωμένος. Ο Βέγγος ήταν ένας σημερινός κωμικός σε έναν χθεσινό κόσμο, που τότε δεν είχε άγχος.
Δεν μιλάει για καριέρα, χρησιμοποιεί μόνο τη λέξη πορεία, μία φορά: «Όλη η πορεία μου έχει τις διαστάσεις ενός πιάνου, ξέρω πού είναι η κάθε νότα. Όλα τα αριστουργήματα έχουν την ίδια διάσταση. Αυτό που θέλω είναι να κάνω το κάθε πράγμα διαφορετικά κάθε φορά, με το ίδιο κλαβιέ. Το πιάνο είναι μπροστά μου, το δουλεύω. Τα ντραγκς σού φέρνουν ένα μη υπαρκτό πιάνο, καταλαβαίνεις, γι’ αυτό δεν τα θέλω καθόλου».
Παίζει για δεύτερη χρονιά στο θέατρο, στο «Ένας ήρωας με παντούφλες», σκηνοθετημένος από τον Γιάννη Μπέζο. Βγαίνει ξανά με το «Αλ τσαντίρι νιουζ» στο Mega, μετά από απαίτηση του κοινού. Ετοιμάζει τη νέα κωμική σειρά του, «17 βαλίτσες και μία μαύρη». Σήμερα, σε αυτό το ήδη περασμένο παρόν, τον έχω πετύχει πριν από γύρισμα, ανάμεσα σε δύο διαφορετικές δουλειές, σε μια ωρίτσα σχετικής ησυχίας. Με έχει ρωτήσει, σε αυτό το σύντομο διάστημα, τι κάνω, πόσο χρονών είναι τα παιδιά μου. Δεν το παρατραβάω, δεν πάω να του δείξω φωτογραφίες τους στο κινητό – αλλά ξέρω ότι ενδιαφέρεται. Γιατί τον ξέρω πολλά χρόνια. Και δεν έχει αλλάξει, δηλαδή έχει αλλάξει όπως αλλάζουμε όλοι μεγαλώνοντας, τον χτύπησαν απώλειες και καταστροφές μέσα στα τελευταία σαράντα χρόνια – σε αλλάζουν αυτά τα πράγματα. Απλώς τον άλλαξαν προς την καλή μεριά, προς εκείνη τη μεριά που γίνεσαι πιο ανθρώπινος. Ο Λάκης σήμερα αστειεύεται πότε πότε με σοβαρό ύφος («Θα έδινα μια ευκαιρία στον Τσίπρα, αν είχε το σωστό μπαλέτο»), αλλά είναι ήρεμος, πιο χαμηλών τόνων απ’ ό,τι ήταν και, με έναν λίγο στεναχωρητικό για εμένα τρόπο, πιο σοφός. Γιατί δεν γίνεται αλλιώς, έτσι σε σερβίρει η ζωή, αφού σ’ έχει κοπανήσει σαράντα χρόνια στο μίξερ της.
― Τελευταία ερώτηση: είναι σαν να βγαίνεις προς τα έξω για ένα διάστημα κι έπειτα να μαζεύεσαι, όχι;
Έτσι είναι… είμαι έξω κι έπειτα γυρνάω μέσα μου, και… δεν θέλω να κουνήσω.
Δεν είναι πάντα ευχάριστο να προσέχεις τα πάντα όλα ενώ είσαι εκεί έξω. Αλλά είναι πολύ χρήσιμο, και σημαντικό τόσο για τον ίδιο τον Λάκη όσο και για εμάς, και για την –χωρίς να θέλω να το σοβαροφανέψω– για την κοινωνία. Με κερνάει ένα σοκολατάκι από ένα ωραίο κουτί που το κυαλάρω από την ώρα που μπήκα, δεν ξέρω αν το κάνει τυχαία ή αν πρόσεξε ότι πρόσεξα το κουτί. Διαλέγω το πιο μικρό, διακριτικό σοκολατάκι, επειδή τα άλλα δύο που έχουν μείνει είναι γκράντε, σημαιοστολισμένα, και λυπάμαι να του τα φάω έτσι στην ψύχρα. Είναι σούπερ σοκολατάκι, δώρο από τις Βρυξέλλες. Και, ξέρετε, έχω πάρει τρεις ή τέσσερις φορές συνέντευξη από τον Λάκη Λαζόπουλο στα πολλά χρόνια που διαπρέπει. Και πάντα φεύγω με την αίσθηση ότι θα ήθελα λίγο ακόμα: λίγο ακόμα χρόνο, λίγες ακόμα κουβέντες, λίγο ακόμα αιωρούμενο διάστημα ανάμεσα στις δουλειές του (και στις δικές μου), με λίγα ακόμα σοκολατάκια. Ή και χωρίς αυτά.
Δειτε περισσοτερα
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Με το νέο του άλμπουμ «Ανάμεσα» ανανεώνει το ελληνικό τραγούδι. Πριν βρεθεί «Ανάμεσα σε φίλους» στο Παλλάς, ταξιδέψαμε μαζί του ακούγοντας και μιλώντας
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση
Οι Κώστας Μηλιαράς και Γιώργος Παπακώστας μιλούν για το ντεμπούτο των The Dionysians «Να Κάψουμε το Χθες»