Ο Δημήτρης Τάρλοου για πρώτη φορά στην Επίδαυρο
© Πάτροκλος Σκαφίδας
Θεατρο - Οπερα

Ο Δημήτρης Τάρλοου για πρώτη φορά στην Επίδαυρο

Ο γνωστός σκηνοθέτης μιλάει για την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή που θα δούμε στις 4 & 5 Ιουλίου
atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 960
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο Δημήτρης Τάρλοου καταθέτει την πρώτη σκηνοθεσία του στο αρχαίο δράμα με τη σοφόκλεια εκδοχή της Ηλέκτρας στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου

Ο Δημήτρης Τάρλοου, με πορεία που συνδυάζει την αφοσίωση στο κείμενο, τη σκηνική ενσυναίσθηση και το βάθος της μελέτης με την ανατρεπτική λιτότητα, στο θέατρο Πορεία, το οποίο διευθύνει από το 2000, έχει ανεβάσει με συνέπεια παραστάσεις που συζητήθηκαν, αγαπήθηκαν και κυρίως έμειναν. Αυτό το καλοκαίρι γράφεται ένα νέο κεφάλαιο. Ο Τάρλοου σκηνοθετεί για πρώτη φορά στην Επίδαυρο, και όχι οποιοδήποτε έργο, αλλά την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Μια τραγωδία για την εκδίκηση, τη σιωπή, την προσδοκία, τη μνήμη. Σε μια εποχή που η αλήθεια είναι ρευστή και η τιμωρία χωρίς κάθαρση, η Ηλέκτρα ίσως μας δίνει την πιο δύσκολη ερώτηση.

— Τι σημαίνει προσωπικά και θεατρικά να ανεβάζετε για πρώτη φορά παράσταση στην Επίδαυρο;
Αυτό το θέμα είναι μια πικρή ιστορία. Πάντα είχα την εντύπωση ότι η Επίδαυρος είναι κάπως συνυφασμένη με μια επαγγελματική αυτοπραγμάτωση. Η λέξη αυτοπραγμάτωση είναι πολύ της μόδας τελευταία. Όλοι για κάποιον λόγο αισθάνονται ότι πρέπει να αυτοπραγματωθούν, ασχέτως με το τι είναι το «περιεχόμενό» τους. Εγώ, λοιπόν, είχα σοβαρές επιφυλάξεις για το θέμα της Επιδαύρου, γιατί γνωρίζω τις δυσκολίες και του χώρου αλλά και του ίδιου του αρχαίου δράματος, γι’ αυτό και αντιδρούσα κάθε φορά που μου λέγανε «μα έχεις φτάσει σ’ αυτή την ηλικία» ή «σ’ αυτό το στάδιο της καριέρας σου» και «δοκίμασέ το, εδώ έχει πάει ο ένας, έχει πάει ο άλλος». Δεν μου έλεγε και τίποτα αυτό. Κι όσο μου τα λέγανε, τόσο αντιδρούσα. Η αλήθεια είναι ότι, εάν έχεις σώας τας φρένας ή αν τα έχεις τελείως χαμένα, που είναι το ίδιο, έχεις τις επιφυλάξεις σου. Γιατί θυμίζω ότι και ο Λευτέρης ο Βογιατζής, που για μένα ήταν ένας φάρος, ιδίως στον τρόπο που αντιμετώπιζε το επάγγελμα, διένυσε ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής του και της καριέρας του μέχρι να πάρει την απόφαση να κάνει κάτι στην Επίδαυρο. Έτσι κι εγώ. Τώρα, το πώς είναι η πρώτη φορά δεν το ξέρω. Για μένα η παράσταση, ξέρετε, είναι παράσταση. Δεν σκέφτομαι λοιπόν πολύ την Επίδαυρο. Οι άλλοι μού τη θυμίζουν. «Ναι, αλλά σκέψου την Επίδαυρο, που θα είναι έτσι, που θα είναι αλλιώς». Θα πάμε τώρα κι εκεί μια βόλτα, γιατί θέλω να δω πώς θα προσαρμοστεί το σκηνικό στον χώρο. Να ακούσουμε λίγο τις φωνές μας, να δούμε πού θα είναι η μουσική. Το ηχητικό κομμάτι, που είναι πάρα πολύ σημαντικό… Αλλά η αλήθεια είναι ότι μια παράσταση είναι παράσταση και πάντα πιστεύω ότι, εάν πραγματικά συγκινεί αυτούς που τη φτιάχνουν, θα συγκινήσει με κάποιον τρόπο και αυτούς που την παρακολουθούν.

— Άρα δεν έχετε κάνει ακόμα πρόβα στην Επίδαυρο;
Όχι βέβαια. Η Επίδαυρος, ξέρετε, είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο θέατρο και με την έννοια της διαθεσιμότητας. Η Επίδαυρος δίνεται τις τελευταίες τρεις, τέσσερις μέρες επί της ουσίας, όπου πρέπει το ήδη δοκιμασμένο και στημένο από εμάς σκηνικό να μπει και να κάνουμε δύο ή τρεις πρόβες στον χώρο.

«Ηλέκτρα» του Σοφοκλή στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου
© Πάτροκλος Σκαφίδας

© Πάτροκλος Σκαφίδας

— Ας πάμε τώρα στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Σ’ αυτό το μεγάλο δίλημμα, αν ήταν δίλημμα, ποια Ηλέκτρα να επιλέξετε από τις δύο ή τρεις που υπάρχουν. Τι σας έκανε να επιλέξετε αυτήν του Σοφοκλή;
Συνήθως οι επιλογές των έργων είναι κάπως ασυνείδητες. Αργότερα αποδεικνύεται ή μου φανερώνεται καλύτερα ο πραγματικός λόγος για τον οποίο τις επέλεξα. Εδώ νομίζω ότι αυτό που λειτούργησε περισσότερο ήταν η ίδια η ιδιοσυγκρασιακή κατάσταση αυτού του προσώπου, της Ηλέκτρας. Γιατί ο Σοφοκλής γράφει ένα έργο αρκετά διαφορετικό από τις άλλες Ηλέκτρες και δεν μοιάζει πολύ ούτε με την Ορέστεια ούτε με του Ευριπίδη. Δεν γνωρίζουμε αν γράφτηκε πριν ή μετά του Ευριπίδη και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Περισσότερη σημασία έχει για μένα ότι γράφτηκε κοντά στο τέλος της ζωής του και διαχειρίζεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο τα θέματα της εμμονής, της γονικής σχέσης και του πένθους. Είναι λοιπόν η καθήλωση, η τραγωδία της καθήλωσης. Νομίζω ότι ο χαρακτήρας της Ηλέκτρας σ’ αυτή τη σοφόκλεια τραγωδία αποκτά ένα ιδιαίτερο βάρος. Διότι όλη η τραγωδία στρέφεται γύρω από το πρόσωπό της, πράγμα που δεν συμβαίνει στα άλλα έργα. Οπότε τη βλέπουμε λίγο σαν case study. Είναι μια αρκετά ψυχαναλυτική έως και ψυχιατρική, λένε πολλοί, περίπτωση. Εγώ καταλαβαίνω την εμμονή ως πρόβλημα και αξία ταυτόχρονα.

— Και διαχρονικά, σωστά;
Διαχρονικά. Ναι. Κι επειδή είμαι σε μια φάση της ζωής μου δικού μου πένθους σε σχέση με τη μάνα μου, με ενδιέφερε να προσεγγίσω αυτό το έργο για να δούμε πώς λειτουργεί η μνήμη, πώς η καθήλωση, πώς το προχώρημα.  Είχα την ευτυχία να συναντηθώ με τη Λουκία Μιχαλοπούλου, που με έναν τρόπο αρκετά περίεργο ήρθε στη ζωή μου και ταυτίστηκε μ’ αυτή την αναζήτηση.

— Η Λουκία Μιχαλοπούλου. Τι ζητήσατε από εκείνη και τι σας έφερε που δεν το περιμένατε;
Θα σας αφηγηθώ μόνο την πρώτη μας συνομιλία, γιατί έχει ένα ενδιαφέρον. Δεν ήταν η πρώτη μου επιλογή, δεν την είχα σκεφτεί για τον ρόλο αρχικά, κι όταν παρουσιάστηκε ως όνομα στο τραπέζι, της τηλεφώνησα για να της προτείνω να συναντηθούμε για τον ρόλο αυτό. Με το που της λέω «Λουκία, είμαι ο Δημήτρης ο Τάρλοου», μου λέει «Επιτέλους!» (γελάει) Μου έκανε τρομερή εντύπωση αυτό, γιατί δεν ήξερε καν για τι πράγμα την έπαιρνα. Λέω: «Επιτέλους τι;». Αλλά ήξερα από μέσα μου τι. Πάντα όταν υπάρχουν τέτοιου είδους ταυτίσεις και συνευρέσεις σημαίνει ότι κάπως συνευρίσκονται και οι επιθυμίες, κι έτσι ήταν πολύ εύκολη η πορεία προς τη συνεργασία. Γιατί προς τον ρόλο δεν είναι καθόλου εύκολη  η πορεία. Αλλά νομίζω ότι αυτό που την ενδιέφερε τη Λουκία και ενδιαφέρει πολύ κι εμένα είναι η ίδια η εμμονή για το επάγγελμα. Η εμμονή σε σχέση με το θέατρο. Φυσικά έχει κι εκείνη τα δικά της θέματα. Το θέμα του πατέρα της, τον οποίο έχασε σε μικρή ηλικία. Αλλά νομίζω ότι αυτό που κυρίως θέλουμε να αφηγηθούμε είναι η εμμονή μας για ένα είδος θεάτρου που πάει να σβήσει ή είναι σε κίνδυνο.

— Άρα αυτό είναι που ξεκλειδώνει και τη σκηνοθεσία αλλά και την ερμηνεία της.
Δεν είμαι σίγουρος αν τα ξεκλειδώνει, αλλά σίγουρα είναι ένα θέμα που μας απασχολεί και για το οποίο μιλάμε ασύνειδα ή συνειδητά μέσα στην παράσταση.

— Ο Σοφοκλής ξέρουμε ότι αρνείται τη θεϊκή παρέμβαση. Αυτό πώς επηρέασε τη σκηνοθετική σας ανάγνωση;
Η δικαιοσύνη έρχεται από τους ανθρώπους; Έχω την αίσθηση ότι ανάμεσα στα άλλα ζητήματα που θίγονται στο έργο είναι κι αυτή ακριβώς η μετάβαση από τον κόσμο της πίστης, τον ομηρικό κόσμο, στον κόσμο τον σύγχρονο, όπου το θείο αμφισβητείται ευθέως και ο άνθρωπος είναι σε υπαρξιακό αδιέξοδο. Οπότε αυτή η τομή και η ρωγμή είναι ακριβώς το μεσοδιάστημα στο οποίο συμβαίνει το έργο. Πράγματι, ο Σοφοκλής δεν βάζει καθόλου Ερινύες. Ενώ στα άλλα έργα του υπάρχει αυτή η αίσθηση: ότι ο Θεός όρισε. Εδώ υπάρχει ένα είδος καγχασμού για τον Θεό, με την έννοια τού ότι ούτε ο φόνος της Ιφιγένειας αλλά ούτε και αυτοί της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου επιβεβαιώνονται από τον Θεό. Ο Ορέστης λέει: πήγα στο μαντείο και μου είπε πώς να το κάνω. Ούτε καν αν πρέπει να το κάνει. Δεν ρώτησε αν πρέπει να γίνει φόνος, αλλά το πώς πρέπει να γίνει. Κατόπιν, λίγο πριν κάνει τους φόνους, αμφιβάλλει φωναχτά: «Ελπίζω ο Θεός να είχε δίκιο». Και μόνο αυτό νομίζω ότι μας κάνει να αναρωτιόμαστε πολύ σοβαρά για το αν ο Σοφοκλής προς το τέλος της ζωής του βρίσκεται αντιμέτωπος με τον θάνατο και την απελπισία ή αν πιστεύει σε κάτι. Εγώ θεωρώ ότι χάνει κάθε πίστη, κι αυτό είναι δραματικό και ταυτοχρόνως πολύ ανθρώπινο, και αποτελεί επίσης ένα θέμα που με απασχολεί πολύ σ’ αυτό το έργο.

— Η μετάφραση του Χειμωνά τι ρόλο έπαιξε στη σκηνοθεσία σας; Σας δίνει μια ορμή; Σας καθοδηγεί πιο στέρεα;
Διάβασα αρκετά προσεκτικά τις υπάρχουσες μεταφράσεις, γιατί δεν προλάβαινα και δεν ήθελα να μπω στη διαδικασία μιας νέας μετάφρασης. Αλλά υπήρχε η πρόθεση να γίνει νέα μετάφραση – όχι από εμένα φυσικά. Δυστυχώς, δεν υπήρχε ο χρόνος για την επεξεργασία του κειμένου. Από τις υπάρχουσες, λοιπόν, μεταφράσεις αυτή που λειτουργεί καλύτερα σε ένα θεατρικό επίπεδο, γιατί, ξέρετε, η θεατρική γλώσσα πάντα –παρότι το έργο είναι ποιητικό, όπως όλες οι αρχαίες τραγωδίες– πρέπει να έχει μια άμεση απεύθυνση και ταυτοχρόνως μια νέα ποίηση. Η μετάφραση του Χειμωνά μού φάνηκε η πιο κοντινή σ’ αυτό που ήθελα. Έγιναν πολύ μικρές προσαρμογές –γιατί πάντα μια μετάφραση, αν έχουν περάσει τριάντα ή σαράντα χρόνια, αποδίδεται σε μια λίγο περασμένη προφορική γλώσσα–, αλλά πολύ λίγες και κάποια κοψίματα.

— Στην παράσταση αυτή υπάρχει κάποια σκηνή, κάποια στιγμή μάλλον, που νιώθετε ότι αυτό είναι η δική μου «Ηλέκτρα»; Και μπορείτε να τη μοιραστείτε μαζί μας ή είναι σπόιλερ;
Δεν θα έλεγα ότι υπάρχει μία στιγμή. Με ενδιαφέρει ο τρόπος με τον οποίο πρότεινα και επιλέξαμε η Ηλέκτρα να γλιστράει στη δράση. Κι αυτή η στιγμή που ανήκει σε μια γκρίζα ζώνη, η στιγμή ανάμεσα στην ύπαρξη του προσώπου Λουκία Μιχαλοπούλου και της περσόνας της Ηλέκτρας. Το γλίστρημα αυτό από το πρόσωπο Λουκία στον ρόλο είναι ένα πολύ ενδιαφέρον στάδιο στην αρχή του έργου, αλλά δεν θα ήθελα να αποκαλύψω περισσότερα. Αφήστε που είναι κάτι που δουλεύουμε ακόμα.

— Κάνατε κάποιες συνειδητές αποφυγές στη σκηνοθεσία; Υπήρξαν σκηνικές λύσεις από τις καθιερωμένες, ας πούμε, που δεν θέλατε να ακολουθήσετε, από σεβασμό στο έργο ή ακριβώς για να το αμφισβητήσετε ίσως;
Γενικά δεν μου αρέσει να κινούμαι σκηνοθετικά στις παρυφές της εξυπνάδας και των εκπλήξεων. Νομίζω ότι αυτό που κυρίως με ενδιαφέρει και ενδιαφέρει και το κοινό είναι να εκπλαγεί από το βαθύ αίσθημα. Δηλαδή, εάν, λόγου χάρη, το αρχοντικό των Ατρειδών θυμίζει στο κοινό κάτι από τη δική του ζωή, από τη δική του παιδική ηλικία, από τα δικά του χαμένα χρόνια ή από τη δική του σήψη και παρακμή, αυτό έχει ένα νόημα. Αλλά ίσως η μόνη ερμηνεία, με την έννοια της ερμηνείας της πραγματικής, είναι στο πρόσωπο του Πυλάδη, το οποίο στη συγκεκριμένη τραγωδία είναι ένα εντελώς βουβό πρόσωπο. Δεν λέει ούτε μία φράση. Και σε κάνει να αναρωτιέσαι. Εγώ τουλάχιστον αναρωτήθηκα: καλά, ο Σοφοκλής δεν ήθελε να μιλάει ο Πυλάδης; Δεν μπορούσε να του βάλει μια σκηνή; Δεν είχε κάτι να πει; Γιατί είναι τελείως βουβός; Εκεί πράγματι υπάρχει από μένα μια ερμηνεία, αλλά δεν θα ήθελα να το προδώσω.

«Ηλέκτρα» του Σοφοκλή στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου
© Πάτροκλος Σκαφίδας

© Πάτροκλος Σκαφίδας

— Μιλήστε μου και για τους άλλους συνεργάτες σας. Τη σκηνογραφία...
Η συνεργασία με τους συν-δημιουργούς είναι κομβική και πάρα πολύ σημαντικό κομμάτι της δημιουργίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ακόμα περισσότερο, γιατί, για να βρεθεί ο σκηνικός χώρος, προηγήθηκαν πολλές και αρκετά βασανιστικές συζητήσεις, αλλά και κάποιες που μας φούντωσαν τη φαντασία, τις εικόνες. Με τον Πάρι Μέξη κάναμε μια αρκετά μακρά διαδρομή μέχρι να καταλήξουμε στον σκηνικό χώρο, ο οποίος, μαζί με τα κοστούμια, έχει αναφορές σε όλο τον 20ό αιώνα της ελληνικής ζωγραφικής. Αυτό είναι κάτι το οποίο πρότεινα στον Πάρη και τον ενθουσίασε. Δουλέψαμε αρκετά πάνω σ’ αυτό, όπως και στο θέατρο σκιών αλλά και στα φαγιούμ όσον αφορά  το μακιγιάζ και τα κοστούμια. Αρκεί να σας πω ότι επιλέξαμε τον δρόμο της ζωγραφικής και στα κοστούμια – δηλαδή τα υφάσματα, οι πτυχώσεις τους, θα ζωγραφιστούν στο χέρι από τον ίδιο τον Πάρι Μέξη, γιατί θα ήθελα να υπάρχει μια ζωγραφικότητα στο οπτικό κομμάτι. Το ίδιο το σκηνικό είναι τόσο απλό όσο και σύνθετο και ογκώδες. Παρουσιάζει ένα ψυχαναλυτικό παντζούρι με γαλλικά παραθυρόφυλλα, το οποίο έχει γείρει, και μια σκάλα, σαν όλο αυτό να είναι το παλάτι των Ατρειδών και ταυτοχρόνως μια ψυχαναλυτική περιοχή μέσα από το φως της οποίας εμφανίζονται τα πρόσωπα και λειτουργούν περισσότερο σαν ένας εφιάλτης παρά σαν μια απόλυτα ρεαλιστική συνθήκη.

— Αυθόρµητα, µου ήρθε να πω ότι το σκηνικό θα µπορούσε να θυµίζει ένα οποιοδήποτε ελληνικό σπίτι. Ορµώµενος από κάτι που µου είπε ο δικός µου ψυχαναλυτής, ότι όλα τα προβλήµατα των Ελλήνων ανάγονται στον οίκο των Ατρειδών. Όλα. Εκεί υπάρχει το κουκούτσι.
Έχετε πολύ καλό ψυχαναλυτή. Συμφωνώ απόλυτα. Γιατί το να βλέπει κανείς το παλάτι των Ατρειδών σαν ένα σπίτι όπου οι ευγενείς, οι αφεντικά της χώρας, έχουν τα προβλήματά τους το υποβιβάζει το θέμα. Νομίζω ότι στην πραγματικότητα ο Σοφοκλής μιλάει για όλα τα προβλήματα των οικογενειών, των ελληνικών και γενικότερα. Τη σχέση με τις μανάδες, με τους πατεράδες, τις αδελφές. Τα βάζει όλα μέσα. Και όσον αφορά το ηχητικό κομμάτι, είναι εξίσου σημαντικό, διότι ο Φώτης Σιώτας, ο οποίος γράφει την εξαιρετική, κατά τη γνώμη μου, μουσική, θα παίζει επί σκηνής μαζί με τον Τάσο Μισιρλή, με τη συνδρομή και του ίδιου του  Πυλάδη, ο οποίος είναι οργανίστας.

— Επιτέλους, κάτι θα κάνει και ο Πυλάδης (γέλια).
Και πολλά ακόμα θα κάνει, αλλά θα έχουμε τρία όργανα επί σκηνής. Από πλήκτρα μέχρι βιολοντσέλο και τύμπανα. Θα είναι μια ολόκληρη εγκατάσταση.

—Το κοινό της Επιδαύρου πολλές φορές παίζει και τον έξτρα ρόλο σε διάφορες παραστάσεις και θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι και κάπως συγκεκριμένο. Σκηνοθετεί κανείς διαφορετικά όταν ξέρει ότι βρίσκεται σ’ αυτόν το χώρο; Το κοινό επιβάλλεται στον σκηνοθέτη;
Εάν ρωτάτε τη δική μου γνώμη, όχι. Διότι το θέατρο είναι μια τέχνη ανοιχτής απεύθυνσης και, είτε απευθύνεται σε έναν είτε σε δέκα χιλιάδες, δεν έχει καμία διαφορά. Άρα όλο το ζήτημα είναι τεχνικό, έτσι ώστε ο ήχος να φτάνει σωστά και στον τελευταίο θεατή. Πράγμα όχι εύκολο σ’ ένα πολύ μεγάλο θέατρο δέκα χιλιάδων και βάλε θέσεων. Άρα χρειάζεται μια πάρα πολύ προσεκτική και ιδιαίτερη μεταχείριση ο ήχος. Το να μην καλύπτουν τα όργανα τις φωνές, το εάν θα χρησιμοποιηθούν μικρόφωνα και πού, έτσι ώστε να μη φαίνονται και να μη δημιουργούν την αίσθηση της τεχνητής φωνής. Πράγμα που πολύ συχνά συμβαίνει από κακή, θα πρέπει να πω, προεργασία. Διότι υπάρχουν τρόποι και να μη φαίνονται τα μικρόφωνα και να ενισχύουν τόσο-όσο τις φωνές των ηθοποιών. Η εντύπωση και η άποψη ότι δεν πρέπει να υπάρχει τεχνική υποβοήθηση είναι απλώς εκτός τόπου και χρόνου. Διότι με τα σύγχρονα μέσα και με τον σύγχρονο τρόπο αφήγησης δεν είναι δυνατό κάτι τέτοιο. Δεν είμαστε στο 1955, που ο Μινωτής στεκόταν ακίνητος, χωρίς να υπάρχει μουσική την ώρα που μιλάει και πάει λέγοντας. Άλλο θέατρο. Η απεύθυνση στο κοινό για μένα όμως είναι μία και οι ηθοποιοί πρέπει να απευθυνθούν σ’ αυτό το κοινό σαν να είναι ένα σώμα, σαν να βρίσκονται σε οποιοδήποτε θέατρο, είτε είναι το Πορεία είτε οποιοδήποτε άλλο.

«Ηλέκτρα» του Σοφοκλή στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου
© Πάτροκλος Σκαφίδας

© Πάτροκλος Σκαφίδας

— Είστε και ηθοποιός και σκηνοθέτης. Ποια από τις δύο ιδιότητες υπερισχύει όταν δουλεύετε στο Πορεία ή σε έργα όπως η «Ηλέκτρα»;
Όταν είμαι σκηνοθέτης, είμαι σκηνοθέτης. Παρ’ όλα αυτά, δεν αρνούμαι να κάνω διάφορα καραγκιοζιλίκια μαζί τους. Να αφηγούμαι πολύ ζουμερές, συγκινητικές και αστείες ιστορίες από τη ζωή μου, να τους κάνω φωνές άλλων ηθοποιών, άλλων σκηνοθετών και τα λοιπά. Έτσι ώστε να χαλαρώνουν και να καταλάβουν ότι το θέατρο είναι κυρίως χαρά, είναι απόλαυση.

— Μιμείστε κι άλλους σκηνοθέτες; Είναι πολύ ενδιαφέρον! Δεν θα ζητήσω να μιμηθείτε κάποιον… 
Ε, όχι. Αυτό γίνεται επί πληρωμή. Πρέπει να με πληρώσετε. (γελάει)

— Σωστό. Αλλά πείτε μου ένα όνομα που μιμείστε. Τον Κουν, ας πούμε;
Όχι, όχι. Δεν θέλω να πω ποιους, εννοείται. Έλληνες πάντως. Έχω μερικούς στο ρεπερτόριό μου. Φαντάζομαι, κι εμένα με μιμούνται. Το έχω ακούσει.

— Σωστό κι αυτό. Τις περασμένες σεζόν είχατε παραστάσεις με έντονο αποτύπωμα, όπως το «Ευχαριστημένο», ο «Γιούγκερμαν». Απ’ αυτή τη διαδρομή, που είναι αρκετά προσωπική, τι κρατάτε περισσότερο;
Α, τώρα αναφέρατε δύο παραστάσεις που αγαπώ. Και ο «Γιούγκερμαν» μου ήταν πάρα πολύ αγαπητή παράσταση, αλλά και το «Ευχαριστημένο», που, αν και ήταν μια πιο μικρής κλίμακας δουλειά, είχε βρεθεί κάτι πάρα πολύ ενδιαφέρον και συγκινητικό σε σχέση με το πώς το αφηγηθήκαμε. Η σεζόν όμως φέτος ήταν το «Frankenstein & Eliza», το οποίο μου άφησε μια ανάμεικτη γεύση, γιατί μάλλον και το ίδιο το θέμα του –η τεχνητή νοημοσύνη και η επιβολή των μηχανών– είναι πολύ δυσάρεστο και πολύ πραγματικό. Συζητώντας με εξαιρετικούς επιστήμονες της τεχνητής νοημοσύνης, κατάλαβα ότι είναι ένα θέμα υπαρκτό. Δεν είναι φαντασίωση. Και το θέμα της υπερνοημοσύνης, ότι υπάρχει ο φόβος ενδεχομένως να μη χρειάζονται πια τη δική μας διαμεσολάβηση οι μηχανές και ν’ αρχίσουν να αυτοβελτιώνονται, είναι και το τέλος του δρόμου. Πολύ δυσάρεστο μου ήταν αυτό σαν σκέψη.

— Πάμε και σε κάτι αισιόδοξο. Στη νέα γενιά της ελληνικής θεατρικής σκηνής σάς δίνει κάτι ελπίδα ή σας προβληματίζει κάτι;
Η νέα γενιά ηθοποιών, έτσι όπως τη βλέπω, μου δίνει ελπίδα. Κι αυτό γιατί βλέπω ηθοποιούς, άντρες και γυναίκες, που είναι απόλυτα αφοσιωμένοι σ’ αυτό που κάνουν και επίσης έχουν τεχνική αρτιότητα και ψυχικές δεξιότητες. Δηλαδή βλέπω αρκετά ασκημένους ψυχισμούς σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές. Αυτό μου δίνει μια ελπίδα. Εκείνο που νομίζω ότι πρέπει να προσεχθεί είναι η τάση των νέων ηθοποιών για –πώς να το πούμε τώρα– μια ριζοσπαστικοποίηση, η οποία, ενώ έχουν δύναμη, έχουν ισχύ οι ερμηνείες τους, έχουν απεύθυνση και ειλικρίνεια, τους απαγορεύει να εισέλθουν σε περιοχές ευαισθησίας πάρα πολύ χρήσιμες.

— Υπάρχει δηλαδή κάτι που τους σκληραίνει;
Υπάρχει. Κι αυτό είναι η ίδια η εποχή, ο τρόπος με τον οποίο κατόρθωσαν να κάνουν μια δουλειά μέσα από χίλια βάσανα, η εχθρική αντιμετώπιση του κράτους, η ζούγκλα που επικρατεί, η εμπορική ζούγκλα. Έτσι, όταν έρχονται στο Πορεία, πολλές φορές μένουν άναυδοι. Γιατί, όταν έχεις συνηθίσει να «τρως ξύλο», δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί ένα θέατρο σου συμπεριφέρεται με αξιοπρέπεια, με σεβασμό, με εκτίμηση. Κοιτάζεις να νιώθεις καλά στο καμαρίνι σου. Αυτό είναι το πρόβλημα. Ότι τα παιδιά αυτά μεγάλωσαν μέσα στην κρίση, την πανδημία και όλα αυτά, κι αυτό τους έχει σκληρύνει και τους έχει κάνει να μην πιστεύουν πια ότι υπάρχει πραγματική δημιουργία. Εν μέρει έχουν δίκιο. Διότι το σύστημα, έτσι όπως λειτουργεί, είναι ομολογουμένως πάρα πολύ απογοητευτικό και σκληρό, ακόμα και για μένα που έχω τη σιγουριά ενός δικού μου θεάτρου. Είναι εξαιρετικά δύσκολη η ύπαρξη μέσα σ’ ένα τόσο εχθρικό περιβάλλον.

 — Κλείνοντας, να πούμε τι να περιμένουμε μετά την Επίδαυρο;
Εγώ συνήθως έπειτα από κάτι μεγάλης κλίμακας, όπως είναι η Επίδαυρος, στρέφομαι σε κάτι πολύ πιο προσωπικό και πολύ πιο μικρής κλίμακας, έτσι ώστε να απομονωθώ και να μπορέσω να δουλέψω όπως θέλω. Η μεγάλη επιθυμία της Λουκίας Μιχαλοπούλου ήταν να κάνει τις «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ. Ήταν και δική μου, διότι υπάρχει μια ιστορία από πίσω, την οποία δεν ξέρω αν έχουμε τον χρόνο να την πούμε.

 — Ναι, ναι, παρακαλώ.
Κάποτε υπήρχε μια ηθοποιός ονόματι Χριστίνα Τσίγκου. Είχε παντρευτεί τον Θάνο Τσίγκο, εικαστικό, και ζούσε στο Παρίσι. Έκανε θέατρο εκεί, σε ένα από τα πιο αβαν-γκαρντ θέατρα της γαλλικής πρωτεύουσας και υπήρξε η μούσα του Μπέκετ σε σχέση με το συγκεκριμένο έργο. Το δίδαξε πρώτη δηλαδή. Και ο Μπέκετ ήρθε στην Ελλάδα. Τα σκηνικά τα είχε κάνει ο Τσαρούχης, κι όταν ήρθε ο Μπέκετ τον υποδέχτηκε στο αεροδρόμιο ο πατέρας μου, διότι ήταν φίλοι με τον Τσαρούχη, και τον μετέφερε με το αυτοκίνητό του στο σπίτι του ζωγράφου στο Μαρούσι. Εκτός των άλλων, η Τσίγκου ήταν οικογενειακή μας φίλη και συνέβη το εξής φοβερό. Ένα φθινόπωρο, τέλος καλοκαιριού, πήγε στη μάνα μου το βαλιτσάκι της, το οποίο περιείχε την περούκα της και όλα τα φροντιστηριακά αντικείμενα του ρόλου. Της το άφησε και της λέει: «Μαρίνα, πάω για τρεις μέρες στις Σπέτσες να ξεκουραστώ, γιατί νιώθω πολύ κουρασμένη».  Άφησε τη βαλίτσα, πήγε στις Σπέτσες και… εκεί πέθανε. Έπαθε, νομίζω, ένα αναπνευστικό επεισόδιο και πέθανε στο ξενοδοχείο ενός φίλου. Επέστρεψε λοιπόν η σορός της και την υποδέχτηκαν στο λιμάνι του Πειραιά ο Παντελής Βούλγαρης, η μάνα μου κι ένας αστυνομικός. Το βαλιτσάκι έμεινε στη μάνα μου και κατόπιν πέρασε σ’ εμένα. Αυτή τη στιγμή, λοιπόν, έχω το βαλιτσάκι της Χριστίνας. Έτσι ξεκινάει αυτή η ιστορία.

Δημήτρης Τάρλοου
© Πάτροκλος Σκαφίδας

© Πάτροκλος Σκαφίδας

Δειτε περισσοτερα

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση