- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE

Η «αναγέννηση» τnς σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας
Σε «άνθηση» η ελληνική δραματουργία; 5 άνθρωποι του θεάτρου απαντούν
Είναι εντυπωσιακό το πόσο συχνά βλέπουμε πια ελληνικά κείμενα στο θεατρικό σανίδι. Η ελληνική δραματουργία διανύει τελευταία μια περίοδο άνθησης. Η δυναμική που έχει αποκτήσει το ελληνικό θεατρικό κείμενο μέσω νέων συγγραφέων το τοποθετεί στο επίκεντρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, από τις μεγάλες μέχρι τις μικρότερες θεατρικές σκηνές, όλο και περισσότερες παραγωγές επιλέγουν ελληνικά έργα, δίνοντας φωνή στις σύγχρονες αγωνίες, τη συλλογική μνήμη και τις πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές της χώρας.
Αντί να ανακυκλώνονται τα μεγάλα κλασικά έργα, οι ελληνικές σκηνές δίνουν πλέον χώρο σε νέες φωνές, μετατρέποντας τη θεατρική γραφή σε ζωντανό πεδίο διαλόγου. Νέοι συγγραφείς, πλάι σε καταξιωμένους δραματουργούς, δημιουργούν έργα που αγγίζουν το παρόν και διαμορφώνουν το θεατρικό τοπίο.
Ενδεικτικά, η τρέχουσα θεατρική σεζόν περιλαμβάνει πάνω από 50 ελληνικά έργα που παρουσιάζονται στις σκηνές της χώρας. Μερικές από τις πιο αξιοσημείωτες παραστάσεις με ελληνικό κείμενο αποτελούν: το «Merde!» του Γιώργου Κουτλή, μια αιχμηρή σάτιρα για το ελληνικό θέατρο, και ο μονόλογος «Η πόρνη από πάνω» του Αντώνη Τσιπιανίτη, που συνεχίζει για 13η χρονιά. Το «Blue train» του Γεράσιμου Ευαγγελάτου πραγματεύεται τις ανασφάλειες ενός άντρα μέσα από φανταστικές συναντήσεις, ενώ το έργο «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα» του Κωσταντίνου Ντέλλα φωτίζει τη ζωή των γυναικών της Θεσσαλίας. Αντίστοιχα, τα «Αντικείμενα» των Γιάννη Αποσκίτη, Γιώργου Κατσή και Πάνου Παπαδόπουλου εξερευνούν τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ υπηρετριών και κυρίας, ενώ στο «Frankenstein & Eliza» της Έρις Κύργια βασισμένο στη γνωστή ιστορία, συνδέοντάς τη με τη Νέα Υόρκη του ’60. Το έργο «Η Καρυάτιδα!» του Γιώργου Καπουτζίδη σχολιάζει με χιούμορ και συγκίνηση την ελληνική ταυτότητα και τα εθνικά σύμβολα.
Επίσης, το Θέατρο Τέχνης επιστρέφει μετά το Πάσχα με τέσσερα νέα ελληνικά έργα σε πανελλήνια πρώτη, μια performance με θέμα τη σύγχρονη ελληνική σκηνή και την ίδρυση ενός νέου θεσμού της πρωτοβουλίας «Διασύνδεση Θεατρικών Δημιουργών»: «Το τέρας», με την Ηρώ Μπέζου να υπογράφει το κείμενο και τη σκηνοθεσία, το «Λίβινγκ ρουμ», σε κείμενο-σκηνοθεσία Εύας Οικονόμου-Βαμβακά, η «Σιωπή» του Γρηγόρη Λιακόπουλου σε σκηνοθεσία Θοδωρή Αμπαζή και το «Πλεκτά στην ντουλάπα» σε κείμενο-σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ευστρατίου.
Αξιόλογη και πρωτοποριακή προσπάθεια ήταν και η Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής που δημιούργησε ο Δημήτρης Τάρλοου στο Θεάτρο Πορεία. Τα μαθήματα συντόνισαν οι Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης και Θανάσης Τριαρίδης, ενώ την πενταετία 2019-2024, πέρασαν από τη Σχολή 94 σπουδαστές, που έγραψαν 228 έργα.
Η παράσταση «Σπυριδούλες» της Νεφέλης Μαϊστράλη, η οποία βασίζεται στην πραγματική ιστορία της Σπυριδούλας, ενός 12χρονου κοριτσιού που κακοποιήθηκε τη δεκαετία του ’50. Το έργο, βαθιά πολιτικό, διερευνά πώς ένα άτομο μετατρέπεται από θύμα σε «σκάνδαλο» και πώς η συλλογική μνήμη μεταχειρίζεται τα τραύματα. Από την άλλη, ο Τάσος Ιορδανίδης υπογράφει δύο παραγωγές αυτή τη σεζόν: το «Θέλω να σου κρατάω το χέρι», ένα τρυφερό και ουσιαστικό έργο για τη φθορά, τη μοναξιά και τον έρωτα στα όρια του χρόνου, και την «Τζούλια», εμπνευσμένη από τη «Δεσποινίδα Τζούλια» του Στρίντμπεργκ, που πραγματεύεται τις ταξικές συγκρούσεις και τις εξαρτητικές σχέσεις.
Στο Θέατρο Άνεσις παρουσιάζεται η παράσταση «Ο Άνθρωπος Ελέφαντας, έτσι τον είπαν», σε κείμενο Τζούλιας Διαμαντοπούλου. Το έργο είναι εμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία του Τζόζεφ Μέρικ, ενός άνδρα με έντονες σωματικές παραμορφώσεις που έζησε τον 19ο αιώνα. Στην ίδια λογική κινείται και ο Γιώργης Τσουρής, ο οποίος, μέσα από παραστάσεις όπως τα «170 τετραγωνικά» και το «Μακριά από παιδιά», μιλά για την ανάγκη δημιουργίας έργων που εκφράζουν το σήμερα, με ειλικρίνεια και προσωπικό ρίσκο. Τέλος, ο Άρης Άσπρούλης συνυπογράφει με την Ιόλη Ανδρεάδη το έργο «Manolis/ καρδιά σε τέσσερις χορδές», ένα πρωτότυπο θεατρικό έργο για τον Μανώλη Χιώτη που παρουσιάστηκε στο ΚΘΒΕ.
Αυτές οι παραστάσεις –και αμέτρητες άλλες– είναι χαρακτηριστικά δείγματα της άνθησης της ελληνικής δραματουργίας, αποδεικνύοντας πως οι Έλληνες συγγραφείς συνεχίζουν να εμπνέονται από το παρόν και το παρελθόν, συνδέοντας προσωπικές ιστορίες με συλλογικά τραύματα και ελπίδες. Τα έργα τους είναι παραδείγματα μιας δραματουργίας που αναγνωρίζει τις ρωγμές και τις ελπίδες του κόσμου μας και προσπαθεί να τις φωτίσει με ειλικρίνεια και καλλιτεχνική τόλμη.
5 Έλληνες συγγραφείς μιλούν για την άνθηση της ελληνικής δραματουργίας
— Πώς εξηγείτε τη δυναμική της ελληνικής δραματουργίας τα τελευταία χρόνια; Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος παράγοντας που την έχει ενισχύσει;
Γιώργης Τσουρής: Πιστεύω ότι οι άνθρωποι του θεάτρου στράφηκαν στη συγγραφή και στο ανέβασμα νέων ελληνικών έργων για πολλούς λόγους ο καθένας και η κάθε θεατρική ομάδα ή οργανισμός, με διαφορετική ίσως αφετηρία. Αυτό που μπορώ να καταθέσω είναι το δικό μου μικρό ταξίδι, που ξεκίνησε πριν καλά καλά ανθήσει –πολύ δε περισσότερο εδραιωθεί– μια τέτοια τάση. Αρχίσαμε να ανεβάζουμε δικά μας έργα γιατί νιώσαμε την ανάγκη να μιλήσουμε μέσα απ’ το σήμερα για το σήμερα. Χωρίς αναγωγές και αναλογίες. Με τον τρόπο που η ασφυξία ψάχνει ανάσα στην πλησιέστερη πηγή. Με τη γενναιότητα ότι, αν αποτύχουμε, θα αποτύχουμε ως «εμείς», αφιλτράριστοι και μοιραία ατελείς. Από κει και πέρα, το ότι τα έργα μας γνώρισαν αποδοχή και επιτυχία και φτάσαμε να βιοποριστούμε από αυτά, ακόμη το βιώνω ως μια γλυκιά, «ανεξήγητη» συγκυρία και επιθυμώ να συντηρήσω αυτή την αθωότητα.
Τζούλια Διαμαντοπούλου: Ή αβεβαιότητα, θα έλεγα. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι συχνά γράφουμε με στόχο να κατανοήσουμε κάτι. Αναζητώντας τις κατάλληλες λέξεις για να εκφράσουμε μια ιδέα (ένα συναίσθημα, μια εμπειρία, μια πραγματικότητα) ανακαλύπτουμε ταυτόχρονα τι σκεφτόμαστε για την ιδέα αυτή. Με έναν τρόπο η γλώσσα –και η τέχνη– προηγείται της βαθύτερης κατανόησης ενός φαινομένου και συχνά αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση αυτή. Έτσι, όσο περισσότερα ερωτήματα και απορίες εγείρει μια εποχή, τόσο περισσότερο διεγείρει την καλλιτεχνική έκφραση. Όσο πιο ακατανόητος μας φαίνεται ο κόσμος, όσο πιο ευμετάβλητη και ασταθής η θέση μας σ’ αυτόν, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη που μας γεννιέται να στοχαστούμε, να δημιουργήσουμε και –κυρίως– να μοιραστούμε τα ερωτήματα αυτά με άλλους (είναι πάντα καλύτερο να μην αναρωτιέσαι μόνος σου για τα πράγματα). Και τα τελευταία χρόνια, με καταλύτη ίσως και την πανδημία, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, η εποχή μας μόνο με απορίες μας φέρνει αντιμέτωπους.
Νεφέλη Μαϊστράλη: Όλο και περισσότερα άτομα ασχολούνται ή θέλουν να ασχοληθούν με το θέατρο. Συνεπώς, η αναζήτηση νέων τρόπων έκφρασης της θεατρικής τέχνης βρίσκει όλο και περισσότερους υποστηρικτές καλλιτέχνες, οι οποίοι διερευνούν νέες φόρμες και πειραματίζονται πάνω στο τι εστί σύγχρονη ελληνική δραματουργία. Έτσι, ανοίγει χώρος για καινούργιες συγγραφικές φωνές.
Τάσος Ιορδανίδης: Είμαστε ούτως ή άλλως ένας δημιουργικός λαός και νομίζω ότι αυτή η δημιουργικότητα κατατίθεται πρόσφορα στη δραματουργία, επειδή τα κοινωνικά ερεθίσματα είναι πολλά. Ένταξη στην ευρωπαϊκή ένωση, νεοελληνισμός, νέα ήθη και έθιμα, μνημόνια, πανδημία, εγκλεισμοί... Γρήγορες μεταλλάξεις και συνεχείς επαναπροσδιορισμοί που εξάπτουν τον καλλιτεχνικό ψυχισμό.
Άρης Ασπρούλης: Σίγουρα διανύουμε τη χρυσή 10ετία της νέας ελληνικής δραματουργίας. Θεατρικοί συγγραφείς και κοινό έχουν αναπτύξει μια σχέση εμπιστοσύνης στην ελληνική θεατρική αγορά, και αυτή η εμπιστοσύνη είναι θεμελιώδης για να πούμε ότι μια τάση αποκτά δυναμική μορφή στο θέατρο. Από την άλλη πρόκειται για παγκόσμια στροφή προς το εγχώριο έργο, είτε με τη μορφή διασκευών κλασικών έργων είτε με την δημιουργία πρωτότυπων. Νομίζω ότι αυτή η ανάγκη για εγχώρια δραματουργία είναι πολύ έντονη -και όχι μόνο στην Ελλάδα- γιατί δημιουργεί έναν τρόπο να συνομιλήσει το "τοπικό" με το "παγκόσμιο", με όρους μοναδικότητας και όχι μαζικότητας.
— Ποιοι είναι, κατά τη γνώμη σας, οι θεματικοί άξονες που κυριαρχούν στα σύγχρονα ελληνικά θεατρικά έργα και γιατί;
Γιώργης Τσουρής: Θα πω –με μια μικρή επιφύλαξη, γιατί μου διαφεύγει το περιεχόμενο πολλών έργων που γράφτηκαν πρόσφατα– ότι η νεοελληνική δραματουργία αγαπά ιστορίες ανθρώπινες με κοινωνικές προεκτάσεις και ανησυχεί για την ταυτότητά μας ως συλλογικού υποκειμένου και για τα πάθη του πολιτικού μας βίου. Την απασχολεί η οικογένεια ως θεσμός στη σύγχρονη Ελλάδα και η έμφυλη βία. Αγαπά να φτιάχνει ρόλους για ανθρώπους του περιθωρίου. Εξερευνά επίσης τη σχέση του αστικού κέντρου με την επαρχία και φέρνει συχνά σε αντιδιαστολή ανθρώπους από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και αντίθετα ιδεολογικά background.
Τζούλια Διαμαντοπούλου: Πιστεύω ότι πάντα η θεματική στην τέχνη προσδιορίζεται από την αλληλεπίδραση ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο, από τις συγκρούσεις που δημιουργεί και τις αφορμές που γεννάει αυτή η συσχέτιση. Ο κάθε καλλιτέχνης, άλλωστε, είναι ταυτόχρονα τόσο ένα άτομο με συγκεκριμένη ιδιοσυγκρασία, ευαισθησίες και τον δικό του τρόπο θέασης του κόσμου όσο και ένας φορέας της κοινωνίας. Το έργο του αντανακλά την εποχή του, τις τάσεις, τις εντάσεις και τις αλλαγές της. Κι έτσι, από τη μία, στα σύγχρονα έργα συναντάμε όλους τους «δημόσιους» προβληματισμούς της εποχής μας: από την κλιματική αλλαγή και την τεχνολογική εξέλιξη έως τη συμπερίληψη, τον συνολικό επαναπροσδιορισμό της έννοιας της ταυτότητας, το πολιτικοοικονομικό σκηνικό, τη βία σε όλες τις μορφές της, την αποδόμηση της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας και των τυπικών ρόλων μέσα σ’ αυτήν, τη θέση της χώρας μας στον κόσμο, κι από την άλλη έχουμε το βαθιά προσωπικό, που εξαρτάται λιγότερο από την εποχή και τον τόπο και περισσότερο από την ανθρώπινη φύση μας: τον φόβο, την απώλεια, την αγάπη, το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, τη σχέση μας με τον εαυτό μας και τους άλλους. Στο μεταίχμιο αυτών των δύο κόσμων γεννιούνται κείμενα και ήρωες και ιστορίες. Έτσι, για παράδειγμα, φέτος στον «Καταραμένο Κόσμο», που γράψαμε με τον Βασίλη Μαυρογεωργίου για το Θέατρο Τέχνης, τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής και της τεχνητής νοημοσύνης λειτούργησαν ως καταλύτες της δράσης αλλά και ως καμβάς για να αναδειχθεί μια πληθώρα πιο προσωπικών προβληματισμών: σκέψεις γύρω από την υπαρξιακή αγωνία και την ανθρώπινη φθορά, τη φύση της γονεϊκότητας, την πάλη ανάμεσα στη λογική και στο συναίσθημα. Με τον ίδιο τρόπο, στο έργο «Ο άνθρωπος ελέφαντας, έτσι τον είπαν» που ανεβαίνει στο θέατρο Άνεσις, η αληθινή ιστορία ενός ανθρώπου που έζησε τον προηγούμενο αιώνα φωτίστηκε αναπόφευκτα για μένα από τους «σύγχρονους» προβολείς της συμπερίληψης, του εθισμού, της ευαλωτότητας της ψυχικής υγείας – ζητήματα που ανήκουν, θα λέγαμε, στη σφαίρα του δημοσίου. Ταυτόχρονα όμως «συνομίλησε» και με κάποιους πιο προσωπικούς προβληματισμούς: τη γοητεία που μου ασκεί το ερώτημα σχετικά με το αν τελικά ανθρώπινους μας κάνει η φύση μας ή η ανατροφή μας αλλά και την έννοια της μητέρας ως προσώπου, ως συμβόλου ή ακόμα και ως συναισθήματος.
Νεφέλη Μαϊστράλη: Η παραγωγή νέου δραματουργικού υλικού τείνει να συμβαδίζει με τις κοινωνικές και πολιτικές προβληματικές του ελληνικού κοινού. Ζούμε σε μια εποχή όπου ευτυχώς συζητείται πια έξω απ’ τα δόντια το ζήτημα της έμφυλης ταυτότητας, η άνοδος ενός σκληρού νεοφασισμού, η ασυδοσία και η αδιαφάνεια στην πολιτική σκηνή. Γι’ αυτό και πολλά έργα αντλούν έμπνευση από τέτοιες θεματικές. Σκοπός είναι να δημιουργείται μια ουσιαστική σχέση ανάμεσα σ’ αυτά που απασχολούν την κοινωνία και σ’ αυτά που διαπραγματεύεται η τέχνη.
Τάσος Ιορδανίδης: Έχω την αίσθηση ότι η θεματική βεντάλια ανοίγει διάπλατα και δεν περιορίζεται. Η κεντρομόλος δύναμη που κινεί τους άξονες είναι οι κοινωνικές παθογένειες. Είτε οι διαχρονικές είτε οι πιο επίκαιρες.
Άρης Ασπρούλης: Υπάρχει μια γενικότερη τάση προς το νέο ελληνικό ρεαλισμό και την ανάδειξη της ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας. Θεωρώ ότι αυτό αιτιολογείται, αφενός γιατί προϋπήρξε ως τάση στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο, αλλά κυρίως γιατί συνομιλεί με την κοινωνική επικαιρότητα.
— Ποια είναι η σχέση του ελληνικού θεατρικού κειμένου με τις σύγχρονες σκηνοθετικές τάσεις; Υπάρχει αλληλοϋποστήριξη μεταξύ συγγραφέων και σκηνοθετών;
Γιώργης Τσουρής: Νιώθω ότι η συνάντηση των καινούργιων έργων με τον σκηνοθέτη που τα βγάζει στο φως υπόκειται στους ίδιους κανόνες που ισχύουν για κάθε σκηνοθέτη απέναντι σε κάθε έργο που δεν έχει ανέβει ξανά, είτε είναι νεοελληνικό είτε μεταφρασμένο. Είναι μεγάλη η ευθύνη να ανεβάζει ένας σκηνοθέτης –και άρα τρόπον τινά να καλείται και να δικαιώσει– ένα έργο που δεν έχει ξαναπαιχτεί. Στο νεοελληνικό ρεπερτόριο έχουμε βέβαια και το φαινόμενο πολλοί θεατρικοί συγγραφείς –όπως και ο υποφαινόμενος– να επωμίζονται τον πρωταγωνιστικό ρόλο ή τη σκηνοθεσία του έργου τους ή και τα δύο. Σε αυτή την περίπτωση η λειτουργία της σκηνοθεσίας και της συγγραφής μπορεί να συγκεράζονται, αφού ο γράφων έχει ενδεχομένως στο μυαλό του τον τρόπο του ανεβάσματος. Πάντως υπάρχει σίγουρα αυξανόμενη εμπιστοσύνη σκηνοθετών στο νεοελληνικό κείμενο.
Τζούλια Διαμαντοπούλου: Στη δική μου εμπειρία υπάρχει απόλυτη αλληλοϋποστήριξη έως και αλληλοσυμπλήρωση, θα έλεγα. Φυσικά ο κάθε δημιουργός βλέπει από τη δική του σκοπιά το έργο –αλλιώς το αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας και αλλιώς ο σκηνοθέτης–, αλλά αυτό είναι απαραίτητο ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι πολυεπίπεδο και πυκνό. Αν όμως πρέπει να μιλήσω γενικά, θα έλεγα πως η θεατρική πραγματικότητα στην Ελλάδα εξακολουθεί να δίνει έμφαση στη σκηνοθετική προσέγγιση έναντι της δραματουργικής ανάπτυξης, γεγονός που οδηγεί σε μια σχετική υποβάθμιση του θεατρικού κειμένου. Αν θέλουμε να ενισχύσουμε την ελληνική δραματουργία, είναι σημαντικό να δημιουργηθούν περισσότεροι χώροι συνδιαμόρφωσης, όπου οι συγγραφείς και οι σκηνοθέτες θα δουλεύουν από κοινού από την αρχή της δημιουργικής διαδικασίας.
Νεφέλη Μαϊστράλη: Τα έργα και οι σκηνοθέτες συχνά λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Ειδικά, οι νεότεροι είτε γράφουν οι ίδιοι είτε ψάχνουν να βρουν νέες δραματουργίες που μπορούν να τους εμπνεύσουν, ώστε να προτείνουν μια νέα θεατρική γλώσσα. Σε κάθε περίπτωση, είναι ζητούμενο της δουλειάς μας η παραγωγή πρωτότυπου υλικού που συνομιλεί με το τώρα, είτε σε επίπεδο γραφής, είτε σε επίπεδο σκηνοθετικής οπτικής. Αν και είθισται να θεωρούμε ότι οι σκηνοθέτες κρίνονται από τα ανεβάσματα «κλασικών» έργων, έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος η ανάδειξη του δραματουργικού περιεχομένου σε βάρος της επίδειξης σκηνοθετικών δεξιοτήτων.
Τάσος Ιορδανίδης: Παρατηρώ ότι το σημερινό συγγραφικό πόνημα «κουμπώνει» στις περισσότερες των περιπτώσεων με τις νέες σκηνοθετικές τάσεις. Συγκοινωνούν τα δοχεία και δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν πολλές αποκλειστικότητες στις συνεργασίες της θεατρικής μας πραγματικότητας.
— Υπάρχουν αρκετές υποστηρικτικές δομές (κρατικές ή ιδιωτικές) για τη συγγραφή και προώθηση νέων ελληνικών θεατρικών έργων, ή θεωρείτε ότι υπάρχει ακόμα έλλειμμα σε αυτό το πεδίο;
Γιώργης Τσουρής: Δεν μπορώ να κρίνω με εγκυρότητα την επάρκεια της υποστήριξης των προσπαθειών για νέα ελληνικά έργα, διότι ο θεατρικός οργανισμός (Ma Non Troppo) που διευθύνω δεν απευθύνθηκε, με εξαίρεση μια συνεργασία με το Φεστιβάλ Αθηνών, σε κάποιον φορέα. Αντιλαμβάνομαι με την «περιφερειακή μου όραση» ότι υπάρχει στήριξη. Η μεγαλύτερη στήριξη που προσωπικά απόλαυσα ήρθε κατευθείαν απ’ το κοινό, που αγκάλιασε τα έργα μας και τα κράτησε για πολύ καιρό στη σκηνή, με αποτέλεσμα να μου δώσουν την ενθάρρυνση αλλά και τους οικονομικούς πόρους να συνεχίσω την καλλιτεχνική μου πορεία ως συγγραφέας και ηθοποιός.
Τζούλια Διαμαντοπούλου: Μάλλον θα έλεγα πως υπάρχει μεγάλο έλλειμμα. Υπάρχουν ευρωπαϊκές χώρες όπου ένας καλλιτέχνης που έχει εργαστεί για δύο συνεχόμενα χρόνια μπορεί να επιδοτηθεί από το κράτος για έναν χρόνο, λαμβάνοντας σταθερό μισθό, ακόμα κι αν δεν «εργαστεί» με την παραδοσιακή έννοια εκείνη τη χρονιά. Στην πραγματικότητα, όμως, εργάζεται: σκέφτεται, γράφει, πειραματίζεται. Τέτοιου είδους πολιτικές αναγνωρίζουν πως η δημιουργική διαδικασία δεν μπορεί να είναι συνεχώς παραγωγική με την κλασική έννοια. Ο καλλιτέχνης χρειάζεται χρόνο να επεξεργαστεί τις ιδέες του και να ωριμάσει, κάτι που είναι εξίσου σημαντικό για την ουσιαστική του δημιουργία. Σκεφτείτε πόσο μακριά είναι μια τέτοια σκέψη από την ελληνική πραγματικότητα… Στην Ελλάδα, οι συγγραφείς –και γενικότερα οι δημιουργοί– συχνά βρίσκονται σε έναν διαρκή αγώνα, χωρίς τον απαραίτητο χρόνο και την οικονομική στήριξη για να αφιερωθούν απερίσπαστοι στο έργο τους. Το αποτέλεσμα είναι πως πολλά έργα δημιουργούνται υπό συνθήκες πίεσης, χωρίς τη δυνατότητα βαθύτερης επεξεργασίας και εξέλιξης. Ο θεσμός των καλλιτεχνικών residencies (είτε από το κράτος, είτε από μεμονωμένους θεατρικούς φορείς) είναι το επόμενο βήμα που θα δώσει ώθηση στην ελληνική δραματουργία. Πρόκειται για μια δοκιμασμένη πρακτική, που υποστηρίζει τους καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο και τους παρέχει τον χρόνο και τον χώρο να επικεντρωθούν στη δημιουργική τους διαδικασία, να αναπτύξουν τις ιδέες τους, να συνεργαστούν με άλλους καλλιτέχνες και να πειραματιστούν με νέες μορφές και προσεγγίσεις.
Νεφέλη Μαϊστράλη: Σαφέστατα υπάρχει έλλειμμα σε αυτό το πεδίο, δεδομένου ότι δεν υφίστανται ανταγωνιστικές σχολές συγγραφής θεατρικών έργων ή σκηνοθεσίας, ανάλογες με τις αντίστοιχες δραματικές. Το ευτυχές θα ήταν κάθε σχολή υποκριτικής να προάγει εξίσου τη δραματουργία και τη σκηνοθεσία, ως αυτόνομα τμήματα, τα οποία συνομιλούν και ενημερώνονται από τα αντίστοιχα της υποκριτικής, ώστε στο μέλλον να μη μιλάμε μόνο για πολλούς νέους ηθοποιούς αλλά και για πολλά νέα έργα και νέους σκηνοθέτες.
Τάσος Ιορδανίδης: Έχουν γίνει σημαντικά βήματα, αλλά έχουμε δρόμο ακόμα μπροστά μας.
Άρης Ασπρούλης: Υπάρχει μια γενικότερη ανάγκη να χαρτογραφηθεί το τοπίο. Και αρκετά ισχυρές προσπάθειες να ενισχυθεί, κυρίως διαμέσου πρωτοβουλιών και όχι, απαραιτητα, μιας ενιαίας πολιτιστικής πολιτικής. Για παράδειγμα, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και το Θέατρο Τέχνης τα τελευταία χρόνια έχουν εστιάσει στα ρεπερτόριά τους στη νέα ελληνική δραματουργία και τους νέους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς. Αυτό προϋποθέτει μια τόλμη. Και σίγουρα πρόκειται για μια διαδικασία εν εξελίξει.
— Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ένας σύγχρονος Έλληνας δραματουργός σήμερα και πώς προσπαθείτε να τις ξεπεράσετε;
Γιώργης Τσουρής: Υπάρχει μια σειρά από προκλήσεις: Η εμπιστοσύνη και η επαρκής στήριξη από τους θεατρικούς παραγωγούς δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Ειδικά όταν κάποια έργα δεν πρωτοπαρουσιάζονται με ηθοποιούς καθιερωμένους και καταξιωμένους, που αποτελούν πόλο έλξης για το κοινό, αλλά με ένα πιο νεανικό σχήμα. Η προσπάθεια να ξεχωρίσει ένα νέο έργο και να πάρει τη θέση του στην προσοχή του κοινού αλλά και στο ρεπερτόριό μας δυσκολεύει και από την υπερπληθώρα των θεατρικών επιλογών με τετραψήφιο αριθμό παραστάσεων κάθε χρόνο. Το να δώσεις το σήμα σου είναι εξίσου συχνή εξέλιξη με το να «χαθεί το σήμα», που λέμε. Το πιο δύσκολο όμως είναι η αφοσίωση που απαιτεί το σπορ της θεατρικής συγγραφής, πράγμα που προϋποθέτει να μπορούν οι συγγραφείς μας να συντηρηθούν από αυτή την εργασία. Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσαμε στα πρώτα βήματα ήταν οι πολλές κλειστές θεατρικές πόρτες. Όποιος αναζητά ένα ξεκίνημα, να δει δηλαδή κάποιο έργο του για πρώτη φορά τα φώτα της σκηνής, ας οπλιστεί με υπομονή. Θυμάμαι ότι προ δεκαετίας, όταν παρέα με τη Βάλια Παπακωνσταντίνου, τον Βαγγέλη Ρωμνιό και τον Γιώργο Παλούμπη ψάχναμε θεατρική στέγη για το έργο που έμελλε να είναι η πρώτη μας επιτυχία, τον «Χαρτοπόλεμο», είχαμε εισπράξει απανωτές απορρίψεις, μέχρι που τελικά –σαν μια τελευταία, ανορθόδοξη λύση– το ανεβάσαμε με ίδια μέσα, με ελάχιστα χρήματα και για ελάχιστες αρχικά παραστάσεις.
Τζούλια Διαμαντοπούλου: Η έλλειψη θεσμικής στήριξης και χρηματοδότησης, οι περιορισμένες ευκαιρίες ανάδειξης νέων έργων και οι οικονομικές δυσκολίες στις παραγωγές. Σε σχέση με το τελευταίο, σκεφτείτε το εξής απλό: ποιος Έλληνας συγγραφέας τολμά σήμερα να γράψει ένα έργο με περισσότερους από τέσσερεις ή πέντε χαρακτήρες; Όσο για το πώς ξεπερνιούνται οι δυσκολίες, πιστεύω πως ο μοναδικός τρόπος είναι να τις αντιμετωπίσει κανείς καταπρόσωπο: να μην το βάλει κάτω, να αναμετρηθεί με τα εμπόδια, να αναζητήσει συμμάχους και να παραμείνει ευέλικτος, αισιόδοξος και δημιουργικός.
Νεφέλη Μαϊστράλη: Να βρει τους πόρους και τα μέσα ώστε να καταφέρει να ανεβάσει το έργο του. Ένα θεατρικό κείμενο προορίζεται να παρασταθεί και όχι να αναγνωστεί, και η θεατρική παραγωγή είναι ένα σύνθετο και πολύ δαπανηρό σπορ. Επίσης, η συγγραφή απαιτεί χρόνο, εργατοώρες που δεν μετριούνται και δεν αμείβονται. Συνεπώς, το να καταφέρει ένας δραματουργούς να βρει τον απαιτούμενο χρόνο να γράψει, ενώ η ζωή και οι ανάγκες τρέχουν, είναι μια πολύ απαιτητική διαδικασία. Προσωπικά, είχα την τύχη να ανήκω στη θεατρική ομάδα 4Frontal, που μετρά πάνω από μία δεκαετία, και μέσα από τους μηχανισμούς που είχαμε ήδη αναπτύξει με τους συναδέλφους-φίλους-συνοδοιπόρους, έγινε εφικτό το ανέβασμα του πρώτου μου έργου.
Τάσος Ιορδανίδης: Η μεγαλύτερη πρόκληση –για μένα τουλάχιστον– είναι η αναζήτηση της ταύτισης και της αλήθειας και η ανάγκη της μετατόπισης. Προκλήσεις με έντονη δυναμική που δεν θέλω να τις αποφύγω. Είναι τα ζητούμενά μου.
Άρης Ασπρούλης: Είναι η πρόκληση που έχει κάθε καλλιτεχνικό επάγγελμα στον 21ο αιώνα, το να μπορέσεις να βρεις την χωροχρονική πολυτέλεια της ουσιαστικής ψυχικής και πνευματικής συγκέντρωσης για να δημιουργήσεις.
Τελικά η επιλογή να ανεβαίνουν περισσότερες παραστάσεις με ελληνικό κείμενο δεν αποτελεί απλώς καλλιτεχνική τάση, αλλά συνειδητή πολιτιστική στρατηγική. Η προώθηση έργων Ελλήνων συγγραφέων είναι σίγουρα ζωτικής σημασίας για την πολιτιστική ταυτότητα της χώρας και συμβάλλει στην καλλιέργεια θεατρικής κουλτούρας που δεν βασίζεται αποκλειστικά σε ξένα έργα. Η στήριξη των νέων δημιουργών, η ενίσχυση της ελληνικής παραγωγής και η διεθνής προβολή του ελληνικού έργου είναι καίριας σημασίας. Σε έναν κόσμο που αλλάζει, η ελληνική δραματουργία μπορεί και πρέπει να αποτελεί πεδίο καλλιτεχνικού διαλόγου, αμφισβήτησης και πολιτιστικής ταυτότητας. Το στοίχημα πλέον δεν είναι η επιβίωσή της, αλλά η διαρκής της εξέλιξη.
Αυτό που προκύπτει από τις φωνές των δημιουργών είναι πως η ελληνική δραματουργία δεν είναι πια παρεξηγημένη ή περιθωριακή· είναι ζωντανή, ανήσυχη και πιο επίκαιρη από ποτέ. Και το σημαντικότερο: έχει φωνή. Πολλές φωνές, όμορφες.