Θεατρο - Οπερα

Πώς παίζεις τολμηρά «Δύο χέστηδες»;

O Θέμης Πάνου και ο Γιώργος Γλάστρας μας μιλούν για τους ήρωες του Λαμπίς που ενσαρκώνουν, για την τόλμη και τη δειλία

Ιωάννα Γκομούζα
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Οι δύο χέστηδες» στο Θέατρο Τέχνης: συνέντευξη με τον Θέμη Πάνου και τον Γιώργο Γλάστρα για την παράσταση που σκηνοθετεί ο Βασίλης Παπαβασιλείου

Βάζα με λουλούδια, πορσελάνινα μπιμπλό κι ένας λαβύρινθος από υφασμάτινα πετάσματα, πάνω στα οποία ζωντανεύουν σκιές, έχουν ξεφυτρώσει στη σκηνή της Φρυνίχου στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν. Είναι το μικροαστικό σπίτι, κάπου στη γαλλική επαρχία, όπου η Καικιλία (Κλέλια Ανδριολάτου) βλέπει το μέλλον της να κρέμεται από «Δύο χέστηδες».

Γιατί από τη μια έχει να κάνει με τον πατέρα της Τιμποντιέ (Θέμης Πάνου), ο οποίος δεν μπορεί να αρνηθεί το χέρι της σε έναν δόλιο προικοθήρα που έχει επιβάλλει την παρουσία του στο σπίτι τους, ούτε καν να πει όχι σε έναν πλασιέ κρασιών. Κι από την άλλη, είναι ο ερωτευμένος μαζί της, αλλά και τόσο δειλός, νεαρός δικηγόρος Φρεμισέν (Γιώργος Γλάστρας), που δεν τολμά να τη ζητήσει σε γάμο.

"Οι δύο χέστηδες" στο Θέατρο Τέχνης: Η Κλέλια Ανδριολάτου στον ρόλο της Καικιλίας © Ελευθερία Νικολαϊδου

Ο Θέμης Πάνου και ο Γιώργος Γλάστρας για τους «Δύο χέστηδες»

«Είναι δυο χαρακτήρες πάρα πολύ ανθρώπινοι, δηλαδή πάρα πολύ φοβισμένοι, ευάλωτοι, αδύναμοι. Δεν μπορούν να επιλέξουν. Βρίσκονται σε μειονεκτική θέση διαρκώς και οτιδήποτε έρχεται από την πραγματικότητα τους απειλεί. Αυτό από μόνο του έχει μεγάλο ενδιαφέρον: να παρουσιάσεις επί σκηνής έναν άνθρωπο ο οποίος είναι τόσο αμυνόμενος και ταυτόχρονα, βεβαίως, έχει μέσα του και δυνάμεις τις οποίες αγνοεί» μου συστήνει ο Θέμης Πάνου τους ήρωες που γέννησε η πένα του Ευγένιου Λαμπίς –και του συνεργάτη του Μαρκ Μισέλ.

Γραμμένη το 1860, «σαν ένα σύντομο σχόλιο σε έναν Ταρτούφο», αυτή η ευφρόσυνη φαρσοκωμωδία είναι η δεύτερη σκηνοθετική πρόσκληση που μας στέλνει τη φετινή σεζόν ο μεγάλος μας θεατράνθρωπος Βασίλης Παπαβασιλείου –μετά τον «Ιμπρεσάριο από τη Σμύρνη» στο Εθνικό Θέατρο. Ένα μονόπρακτο κωμειδύλλιο με επίκεντρο τις ανθρώπινες αδυναμίες και τα κοινωνικά ήθη της εποχής, που μας συστήνει, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, τους ήρωες του τίτλου αλλά και μια νεαρή γυναίκα, η οποία αναγκάζεται να πάρει την κατάσταση –αλλά και τη ζωή της– στα χέρια της.

Οι δυο γνωστοί πρωταγωνιστές δεν αποδίδουν, πάντως, στον περίφημο Γάλλο κωμωδιογράφο του 19ου αιώνα φεμινιστικές προθέσεις. «Κάνει ένα διασκεδαστικό σκετσάκι, που όμως είναι τόσο ανθρώπινο, και ως τέτοιο γεννά οπωσδήποτε ερωτήματα», αναφέρουν.

"Οι δύο χέστηδες", σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου: ο Γιώργος Γλάστρας υποδύεται τον δειλό Φρεμισέν που είναι ερωτευμένος με την Καικιλία

«Ο πυρήνας του έργου είναι ο μεγάλος φόβος του ανθρώπου απέναντι στη δράση, στο άγνωστο, απέναντι στον άλλο. Ο κόσμος, η πραγματικότητα, οι σχέσεις είναι ρευστές. Αυτή τη διαρκή μετακίνηση φοβόμαστε, αλλά έτσι δημιουργούμε και εστίες, πυρήνες, όπως είναι η οικογένεια. Δεν είναι εύκολο να βρίσκεσαι στη δίνη του χρόνου και της ζωής. Τα πράγματα αλλάζουν γύρω μας, πλέον με ταχύτητες εξωφρενικές. Φαντάζομαι, όμως, ότι και τότε, την εποχή της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας, οι άνθρωποι στην πόλη του Φωτός θα βίωναν ως φοβερές μετακινήσεις τις τεχνολογικές εξελίξεις (τους σιδηροδρόμους, τη φωτογραφία, την ηλεκτρική επανάσταση)» δηλώνει ο Γιώργος Γλάστρας.

Τον αντιλαμβάνονται αυτόν τον φόβο και στις μέρες μας. Σε μια εποχή κατακλυσμιαίων αλλαγών, βλέπουν να γινόμαστε ακόμη πιο συνεσταλμένοι, πιο άτολμοι και μαζεμένοι. Ναι, είμαστε κι εμείς χέστηδες σήμερα, υποστηρίζουν. «Η τεχνητή νοημοσύνη θα αλλάξει τη σχέση του ανθρώπου με την ύπαρξή του. Μια νέα πανδημία δεν είναι απίθανη απ’ ότι φαίνεται, ενώ και οι συγκρούσεις είναι παγκόσμιες. Η Ουκρανία και η Γάζα βρίσκονται πολύ κοντά μας. Να μη φοβηθούμε; Πόσα αποθέματα τόλμης έχει ο άνθρωπος απέναντι στον θάνατο, τα μεγάλα τολμήματα, το άγνωστο; Αυτό οδηγεί κάποιους να στρέφονται σε λύσεις που δηλώνουν “γενναιότητα”, “καθαρότητα” προς άλλες υπάρξεις. Η άνοδος των νέων φασιστικών κινημάτων αυτό δηλώνει, φοβισμένοι άνθρωποι πηγαίνουν σ’ αυτές τις απόψεις» υπογραμμίζει ο Θέμης Πάνου.

"Οι δύο χέστηδες" ανεβαίνουν για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ο θίασος της παράστασης © Ελευθερία Νικολαϊδου

Οι αλλαγές που έφερε ο 19ος αιώνας, από την τεχνολογία έως τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, απασχόλησαν και τον σκηνοθέτη. «Η σκιά και η φωτοσκίαση παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στην εποχή και αποτελούν κατεξοχήν στίγμα της λογοτεχνίας του τρόμου. Όλα αυτά είναι στοιχεία της παράστασης και συνομιλούν μεταξύ τους» με προϊδεάζουν. «Ο λαβύρινθος έχει να κάνει με την καθυστέρηση επίτευξης κάποιου στόχου. Ταυτόχρονα, ανάλογα με τον φωτισμό σ’ αυτές τις επιφάνειες, οι σκιές που εμφανίζονται δημιουργούν μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και τρόμου». Εξ ου, λοιπόν, και τα πανέλα-οθόνες στη σκηνογραφία που δημιούργησε ο Άγγελος Μέντης.

Ο Θέμης Πάνου και ο Γιώργος Γλάστρας για τον Βασίλη Παπαβασιλείου

Δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζονται με τον Βασίλη Παπαβασιλείου. Κι αν ο Θέμης Πάνου δηλώνει τρίτη φορά παρών σε ισάριθμες, διαδοχικές σκηνοθεσίες του, ο Γιώργος Γλάστρας δεν ξεχνά τον «Αρχοντοχωριάτη» του Μολιέρου που υπήρξε αφετηρία της δικής τους συνάντησης.

«Είναι σπουδαίος, μοναδικός στον χώρο του θεάτρου. Ένας πνευματικός άνθρωπος, βαθιά ευγενής, βαθιά καλλιεργημένος. Λυτρώνει τον ηθοποιό, όσο μπορεί τον απελευθερώνει και του ανοίγει δρόμους για να προχωρήσει παραπέρα προς διάφορες κατευθύνσεις» συμφωνούν και οι δύο.

Η δουλειά μαζί του τους συντροφεύει και μετά τη λήξη μιας συνεργασίας γιατί το απόσταγμα της υποκριτικής εμπειρίας που μοιράζεται, η σκηνοθετική κατεύθυνση που δίνει ουσιαστικά έχει ένα αίτημα: «συναντήσου με τον εαυτό σου, με το μέσα σου. Όταν το καταφέρνει κανείς, σε στιγμές, είναι μια εμπειρία από την οποία δεν μπορεί να απαλλαγεί. Συμβαίνει, την κατανοείς, δεν ξέρεις αν μπορείς να την επαναλάβεις και σε ποιες συνθήκες, όμως ξέρεις ότι είναι εκεί. Και αυτό είναι πάρα πολύ γοητευτικό, είναι μία ανταμοιβή. Γιατί δίνει ένα βαθύ νόημα στη δουλειά μας, σε κάνει να σκέφτεσαι το πώς και το γιατί της».

"Οι δύο χέστηδες" του Ευγένιου Λαμπίς: η Σμαράγμα Κακκίνου ως υπηρέτρια Αννέτα © Ελευθερία Νικολαϊδου

Μιλούν για τον σκηνοθέτη τους με απέραντο σεβασμό, με θαυμασμό, θα έλεγες με τρυφερότητα. Στέκονται στην ολότητα της προσέγγισής του, στο πώς το πιο ευτελές χαρακτηριστικό μας μπορεί να το μετατρέψει στο πιο υψηλό και τούμπαλιν. «Ίσως γι’ αυτό ν’ ασχολείται τόσο πολύ και με την κωμωδία. Γιατί ένα αίτημά της είναι να συνδυάσει τα άκρα της συμπεριφοράς μας. Ο άνθρωπος δεν μονοδιάστατο ον, αλλά αντιφατικό. Είναι και πονηρός και έξυπνος, και δειλός και θαρραλέος, και τσιγκούνης και γενναιόδωρος. Αν κάτι τέτοιο κατορθώνει ο ηθοποιός να το αναγνωρίσει στον εαυτό του και να το εμφανίσει, τότε έχει ενδιαφέρον η σκηνική ύπαρξη και συνάντηση».

Όλη η (δια)μάχη στην υποκριτική είναι το να γίνεις πιο τολμηρός, μου λένε. Τι θα πει αυτό το «κάντο πιο τολμηρά», ακόμα το ψάχνουν. Γι’ αυτό υπήρξε πολύ γοητευτική και η πρόταση των «Χέστηδων», παραδέχονται. «Γιατί καλείσαι να είσαι πιο τολμηρός στην ατολμία σου, στη δειλία σου. Πώς να παίξεις τολμηρά έναν δειλό; Έλα ντε… Όταν το να ανέβεις στη σκηνή, είναι ήδη ένα τόλμημα, μία κίνηση παλαβή. Γιατί φεύγεις από το σπίτι σου και πας και “ξεγυμνώνεσαι” μπροστά στους άλλους; Τι ζόρι τραβάς; Αυτό, όμως, έρχεται να δει ο θεατής: πώς ένας συνάνθρωπός του τολμάει να βγει εκεί και να είναι αληθινός».

"Οι δύο χέστηδες": Ο Γιώργος Γλάστρας (Φρεμισέν) και ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος (στον ρόλο του προικοθήρα Γκαραντού) © Ελευθερία Νικολαϊδου

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο City Guide της ATHENS VOICE