Θεατρο - Οπερα

ΠΙΞΕΛ: Goodbye, Lindita - «Έθιμα Ταφής»

Το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας που ξεκινάει από τη γέννηση και καταλήγει στην απουσία

Οδυσσέας Γερονικολός
ΤΕΥΧΟΣ ok zoomer
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

OK ZOOMER: Η στήλη ΠίΞΕΛ σε σπρώχνει να δεις τι σημαντικό συμβαίνει στην πόλη και στην οθόνη

Στο Εθνικό Θέατρο ανέβηκε για δεύτερη χρονιά μία από τις πιο πολυσυζητημένες παραστάσεις της προηγούμενης σεζόν. Το «Goodbye, Lindita» είναι το δεύτερο μέρος της τριλογίας του Μάριο Μπανούσι (προηγήθηκε η «Ragada» και τέλος η «Taverna Miresia - Mario, Bella, Anastasia»). Mια τριλογία που ξεκινάει από τη γέννηση και καταλήγει στην απουσία. Μεσολαβεί το πένθος. Σωστότερα, τη γέννηση διαδέχεται το πένθος, τα στάδια και οι μέθοδοι διαχείρισής του. Είναι το σημείο που κάθεσαι παιδί και σηκώνεσαι ενήλικος, που ανεβαίνεις στη σκηνή για να πιάσεις το νεκρό σώμα ενός αγαπημένου προσώπου πριν καταρρεύσει(ς) ολοσχερώς, με τα ρούχα που φοράς εκείνη τη στιγμή και που μετά τα χαρίζεις ή τα φυλάς σε μία κούτα στο πατάρι ή τα καις. Η παράσταση είναι το σώμα, το σώμα εδώ γίνεται λόγος. Η σιωπή και ο θρήνος είναι γυμνά σώματα που δεν είναι υλικά αντικείμενα. Η σιωπή ακούγεται σαν μοιρολόι, τα σώματα επίσης. Άλλοτε ξαναβαφτίζονται ήσυχα και κουρασμένα στα νεκρά νερά και άλλοτε σφαδάζουν γυμνά θρηνώντας διπλά την απώλεια του οικείου προσώπου και την απώλεια της σχέσης τους μαζί του. Μία σχέση που τη νοηματοδοτεί ένας αγαπητικός ετεροκαθορισμός: είμαι αυτό που είμαι επειδή εσύ είσαι αυτό που είσαι, μια σχέση αλληλεξάρτησης που λύνει ο θάνατος και μένουμε μετέωροι.

Τι πνίγουμε διπλώνοντας φρεσκοπλυμένα ρούχα ή βάζοντας σκούπα ή στρώνοντας ένα κρεβάτι; Πώς επιβιώνουμε από το μονότονο βουητό μιας τηλεόρασης που ανοίγει για να σπάσει τη σιωπή αλλά συνηγορεί υπέρ της; Όταν την κλείνουμε, ανοίγει μια συρταρίερα-λαγουδότρυπα στην οποία γλιστράμε με φόρα στο πένθος. Τρώμε λίγο από το κέικ που μας κάνει μικρότερες για να χωρέσουμε στον πόνο, νιώθουμε ένα χέρι να μας χαϊδεύει τρυφερά στο πρόσωπο, που όμως χάνεται κι αυτό, αποκαθηλώνουμε την εικόνα για να δούμε πίσω ή μέσα από αυτή. Το σπίτι γίνεται κήπος, τα μαχαιροπήρουνα στο τραπέζι αγρυπνούν, η ξύλινη πόρτα γίνεται πάλι φύση, η μπανιέρα με τα νεκρά νερά είναι κολυμβήθρα και το νερό μύρο.

© Θεόφιλος Τσίμας

Τα πράγματα, πολύ περισσότερο τα σώματα, θυμούνται. Η μνήμη υπάρχει στο έργο ως πολιτικό πρόταγμα. Να μην ξεχάσουμε το σώμα, αυτό που κυνηγήθηκε στα σύνορα, χλευάστηκε, υποτιμήθηκε και αναγκάστηκε να μιλάει τη γλώσσα του χαμηλόφωνα, κρυφά, με την πλάτη γυρισμένη. Η αλβανική μετανάστευση και η ταξικότητα υπάρχουν ως στοιχεία ανθρωπογεωγραφίας και ανάδειξης των ιστοριών μιας κοινωνικής ομάδας αποκλεισμένης, μέχρι πρόσφατα, από τη δημόσια σφαίρα. Ο Μπανούσι μάς χαϊδεύει όταν χαϊδεύει τη Lindita του, μας τραντάζει όταν τραντάζονται τα σώματα των ηρώων του, μας ξυπνάει όσο σπάει τους τοίχους του σπιτιού για να δούμε πώς αντέχουμε μετά τον χαμό, πώς γυρίζουμε στην αρχή μπουσουλώντας σαν ενήλικα μωρά.

Ο Μάριο Μπανούσι γεννήθηκε το 1998. Η γενιά μας μπορεί ήδη.