Θεατρο - Οπερα

Χειροκροτούμε ως πλήθος, μουντζώνουμε ως άτομα

Ποιοι είναι οι λόγοι που οδηγούν τους θεατές να χειροκροτούν θεάματα τα οποία στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις απορρίπτουν ή δεν ομολογούν καν ότι πήγαν και τα είδαν (λες και ντρέπονται);

Σάββας Πατσαλίδης
ΤΕΥΧΟΣ 868
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Θεατρικό κοινό: Τι χειροκροτεί το πλήθος και τι κατακρίνει ή ακυρώνει η μονάδα. Φιλοσοφική προσέγγιση των αντιδράσεων του κοινού, χειροκροτητές/γιουχαϊστές και like

Στο θέατρο υπάρχει ένας αστάθμητος όμως πολύ σοβαρός παράγοντας για να τον αγνοήσουμε: το κοινό. Ποιο είναι; Ποιος είναι ο ρόλος του; Ποιος τον καθορίζει ή τον επηρεάζει; Το κοινό μπορεί να μη βρίσκεται επάνω στη σκηνή, όμως με τον τρόπο του επιτελεί, δίνει παράσταση. Ενώ στη σκηνή ο ηθοποιός υποδύεται κάποιον άλλο, στην πλατεία ο θεατής υποδύεται τον εαυτό του και, υποδυόμενος τον εαυτό του, μετατρέπεται σε κοινό, οι αντιδράσεις του οποίου προδίδουν και κάποιες ποιότητες ή αναδεικνύουν κάποια χαρακτηριστικά του ευρύτερου κοινωνικού σώματος, ανάμεσα τους πολλές και βασικές αντιφάσεις.

Εν αρχή ένα παράδειγμα:

Στέκομαι τελείως ενδεικτικά στην περίπτωση του Μάρκου Σεφερλή, το έργο του οποίου μολονότι εισπράττει αρνητικά σχόλια (κυρίως ένεκα της συχνά κακοποιητικής ποιότητας του χιούμορ του), δεν παύει να ελκύει τα πλήθη. Αρκεί να αναφέρω ότι κάθε φορά που φιλοξενείται παράστασή του στη Θεσσαλονίκη (συνήθως στο Ράδιο Σίτυ) καλείται η τροχαία για να ρυθμίσει το κυκλοφοριακό μποτιλιάρισμα που δημιουργείται στη γωνία Βασιλίσσης Όλγας και Παρασκευοπούλου. Και στην ενδεχόμενη ερώτηση, μήπως αυτό το πλήθος το αποτελούν μόνο οι «άσχετοι» ή οι «πολιτικά μη ορθοί», η απάντησή μου είναι ένα απόλυτο όχι. Στο πλήθος αυτό είναι και το Πανόραμα και οι δυτικές συνοικίες και οι ανατολικές, δεξιοί και αριστεροί, διανοούμενοι και λούμπεν, όλοι στον ίδιο χώρο γελάνε με τα ίδια αστεία, τις ίδιες σατιρικές ατάκες, αυτά ακριβώς που πρώτοι, αμέσως μετά, πολύ πιθανόν, θα σπεύσουν να (κατα)κρίνουν.

Απορίες και αντιφάσεις 

Και το ερώτημα που χρήζει απάντησης, όχι μόνο γι’ αυτή την περίπτωση, αλλά και εκατοντάδες άλλες (εμπορικές και μη, mainstream και πειραματικές), έχει να κάνει με τους λόγους που οδηγούν τους θεατές να χειροκροτούν θεάματα τα οποία στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις απορρίπτουν ή δεν ομολογούν καν ότι πήγαν και τα είδαν (λες και ντρέπονται). Τι προκαλεί αυτή την απόλυτα αντιφατική συμπεριφορά, αυτή την εντυπωσιακή κωλοτούμπα που οδηγεί από το χειροκρότημα ξαφνικά στη μούντζα της απόρριψης;

Γιατί ο άνθρωπος χειροκροτεί ως πλήθος και κατακρίνει ή ακυρώνει μετά βδελυγμίας ακριβώς το ίδιο πράγμα ως μονάδα; Μήπως, τελικά, όταν κάποιος παραδίδει εαυτόν στο πλήθος, παραδίδει και την ταυτότητά του, άρα δεν φέρει την ευθύνη γι’ αυτό που κάνει ή επικροτεί, άρα, μπορεί να κάνει ή να επικροτήσει οτιδήποτε; Οπότε, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι με τις επιλογές και τις τοποθετήσεις του είναι συνυπεύθυνος και για τον ορισμό του ποιοτικού πήχη της κοινωνίας και των καλλιτεχνικών της επιτευγμάτων; Συνεπώς, δεν φταίνε μόνο οι άλλοι (κι ας φωνάζει μονίμως ότι πάντα φταίνε οι άλλοι);

Ορισμός του πλήθους

Γενικά, ο ορισμός όπως και η κατηγοριοποίηση του κόσμου που συρρέει μαζικά σε κάθε μορφή θεάματος, είναι πολύ δύσκολη υπόθεση, ιδίως στις μέρες μας με τις διασπορικές τάσεις και μετακινήσεις των πληθυσμών. Κάθε είδος κοινού, με τον τρόπο του, αντανακλά και κάποια κοινωνική κατάσταση (ή ομάδα) που επηρεάζει και τις σχέσεις του με τις τέχνες. Υπ’ αυτήν την έννοια, σε κάθε εποχή είναι λογικό να βλέπουμε να διαφοροποιούνται τα στάνταρ αυτού του πλήθους, οι προσδοκίες του, οι κόκκινες γραμμές του, τα όριά του και η ανεκτικότητά του.

Βέβαια εδώ, αμέσως-αμέσως τίθεται και το ερώτημα: ποιος ορίζει τη φυσιογνωμία αυτού του φιλοθεάμονος και ετερόκλητου πλήθους; Πολλοί ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι είναι της άποψης πως τα στάνταρ τα βάζει εκείνος που βρίσκεται σε θέση προνομιακή, σε θέση ισχύος. Αυτός ρυθμίζει τη βιοπολιτική της κοινότητας. Είναι όμως απόλυτα αληθές αυτό; Εμείς στην πλατεία της ζωής και του θεάτρου τι κάνουμε; Τρέχουμε άκριτα, όπως τα σκυλάκια Παβλόφ, πίσω από αυτά που εισπράττουμε από τον επί σκηνής δυνάμει επιδραστικότερο καλλιτέχνη;

Ο ουμανιστής φιλόσοφος Σπινόζα μας λέει ότι η κυριαρχία ανήκει εξ ορισμού στο πλήθος. Αυτό είναι κτήτοράς της και όχι ο μονάρχης ή η αριστοκρατία [ή εν προκειμένω κάποιος καλλιτέχνης] που είναι απλώς κάτοχοί της κατ’ ανάθεση: «[…] η κυριαρχία […] καθορίζεται από τη δύναμη όχι του καθένα αλλά του πλήθους […] Αν υπάρχει μια απόλυτη εξουσία, αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτήν που έχει ολόκληρη στα χέρια του το πλήθος».

Ο νεομαρξιστής Αντόρνο, από την άλλη, τρεις αιώνες μετά θα υποστηρίξει ότι εάν ο κόσμος σταματούσε να ακολουθεί έναν αρχηγό/ηγέτη/οδηγητή και καθόταν να εκλογικεύσει τα πράγματα, θα το έβαζε πανικόβλητος στα πόδια. Το πλήθος, διατείνεται ο Αντόρνο, είναι μια ψευδο-κατασκευή που βοηθά στον καλύτερο έλεγχο της μοντέρνας ζωής.

Όσο για τον μοντερνιστή Φρόυντ, είναι της άποψης ότι το να γίνει κάποιος μέλος μιας μεγάλης ομάδας βοηθά ώστε να ξεκλειδώσει το ασυνείδητο μέρος του μυαλού, γιατί ακριβώς το «Υπερεγώ» ή το μέρος της συνείδησης που λειτουργεί ως λογοκριτής αντικαθίσταται από το πλήθος, το οποίο με τη σειρά του υποτάσσεται σε έναν αρχηγό. Δηλαδή, το άτομο μέσα στο πλήθος της πλατείας δεν εκφράζει την κυριαρχία του ως μονάδα αλλά ως ομάδα και τούτο γιατί ως μέρος ενός μεγάλου συνόλου συρρικνώνεται η ικανότητά του να σκεφτεί ορθολογικά, να κρίνει σύμφωνα με αυτά που του υπαγορεύει η λογική και αφήνεται να παρασυρθεί από την παρόρμηση και από ό,τι κυκλοφορεί στη γενικότερη ατμόσφαιρα μέσα στην αίθουσα ή κάπου αλλού (στο διαδίκτυο, για παράδειγμα), χωρίς φυσικά αυτό να αποτελεί απαράβατο κανόνα.

Σε μια θεατρική αίθουσα θα συναντήσουμε και άτομα τα οποία αρνούνται να ενταχθούν στο πλήθος, εφόσον κρίνουν ότι αυτό είναι εις βάρος των πιστεύω τους. Όμως, τον κανόνα τον διαμορφώνει η πλειοψηφία. Το άτομο που ανήκει σε αυτή την πλειοψηφία είναι συναισθηματικά ευάλωτο, λειτουργεί πιο πολύ με το ένστικτο και συνήθως κάνει ό,τι και ο διπλανός του. Γελά ως πλήθος και όχι ως μονάδα. Πολλές φορές μάλιστα γελά χωρίς να γνωρίζει γιατί. Συντρέχει ακόμη και με ανόητα πράγματα, που ενδεχομένως στο σπίτι του, με την οικογένεια ή κατά μόνας, ουδόλως θα τον συγκινούσαν. Όμως, ως συστατική μονάδα του πλήθους αποβάλλει τις αναστολές του και αποκτά μια άλλη ταυτότητα. Νιώθει να τον πολιορκεί ένα αίσθημα ισότητας και ατιμωρησίας – αφού κανείς δεν θα τον ψέξει γιατί χειροκρότησε ένα θέαμα, ας πούμε πολύ χαμηλού επιπέδου ή αμφιλεγόμενο.

Αυτή ήταν άλλωστε εξαρχής και η δουλειά των παμπόνηρων κλακαδόρων, των επαγγελματιών χειροκροτητών στη Γαλλία και στην Αγγλία του 19ου αιώνα: να κάνουν τον θεατή να αντιδράσει, να εμπλακεί, με τους δικούς τους όρους, στο θέαμα

Αυτό το φαινόμενο δεν παρατηρείται στον κινηματογράφο, για παράδειγμα, όπου γελάμε ή κλαίμε ή αποδοκιμάζουμε εντελώς αδιάφοροι με το τι κάνει ο διπλανός μας. Το σκοτάδι της αίθουσας μας προστατεύει. Μα πιο πολύ μας προστατεύουν οι σκιές στο πανί. Δεν θα μας ενοχλήσουν με την παρουσία τους. Στο θέατρο, αντίθετα, από τη στιγμή που αγοράζουμε το εισιτήριο επιλέγουμε να ενωθούμε με μια συλλογικότητα προκειμένου να δούμε κάτι live. Όπως είπαμε, ως μονάδα ο θεατής δεν χρειάζεται να γνωρίζει γιατί κάποιοι χειροκροτούν ώστε να ταυτιστεί. Ακούει, βλέπει, μιμείται, παρασύρεται. Αυτή ήταν άλλωστε εξαρχής και η δουλειά των παμπόνηρων κλακαδόρων, των επαγγελματιών χειροκροτητών στη Γαλλία και στην Αγγλία του 19ου αιώνα: να κάνουν τον θεατή να αντιδράσει, να εμπλακεί, με τους δικούς τους όρους, στο θέαμα.

Η τάξη στο θέατρο

Οι καιροί βέβαια ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκοί για τέτοιες χειριστικές τακτικές. Να θυμίσω ότι τα θέατρα μόλις είχαν περάσει στα χέρια ιδιωτών, οι οποίοι το πρώτο πράγμα που επιδίωξαν ήταν να επιβάλουν την τάξη στις σχέσεις σκηνής και πλατείας, μέσα από τη χωρική απομάκρυνση του θεατή από τη σκηνή. Η είσοδος του ηλεκτρισμού τους βοήθησε ώστε να πετύχουν αυτή τη χωρική τακτοποίηση. Από τη μια η φωτισμένη σκηνή και από την άλλη η σκοτεινή πλατεία με τα αριθμημένα πλέον καθίσματα και την ταξιθεσία. Το αυστηρό πρωτόκολλο συμπεριφοράς εγγυάται τον έλεγχο. Ούτε φαγητό στην αίθουσα ούτε αργοπορημένες αφίξεις. Ο θεατής πλέον συνειδητοποιεί μέσα στο σκοτάδι που βρίσκεται ότι το θέαμα δεν του «ανήκει», όπως πίστευε πιο παλιά, ας πούμε στην εποχή του Σαίξπηρ, όπου η συμμετοχή στο θέαμα με φωνές, πειράγματα, ρίψη αντικειμένων, οχλαγωγία, παρενόχληση ηθοποιών, ήταν μέρος του συνολικού πακέτου της θεατρικής του ψυχαγωγίας και εμπειρίας, δηλαδή μέρος μιας «συνιδιοκτησίας» και όχι παραβατικής συμπεριφοράς. Τώρα ιδιοκτήτης είναι αποκλειστικά ο επενδυτής/παραγωγός. Αυτός ορίζει την επιθυμητή ποιότητα των σχέσεων σκηνής/πλατείας.

Επαγγελματίες χειροκροτητές/γιουχαϊστές

Μέσα, λοιπόν, σε αυτό το κλίμα, θα κάνουν την εμφάνισή τους ειδικά γραφεία κλακαδόρων (επαγγελματιών χειροκροτητών ή γιουχαϊστών--claqueurs), πρώτα στο Παρίσι (το 1820) και αργότερα στο Λονδίνο, όπου ο κάθε ενδιαφερόμενος καλλιτέχνης/παραγωγός μπορούσε να αποταθεί και να ζητήσει βοήθεια, είτε για να δημιουργήσει ένα θετικό κλίμα μέσα στην αίθουσα γύρω από την παράστασή του είτε για να καταστρέψει την παράσταση κάποιου αντιπάλου στέλνοντάς του πληρωμένους γιουχαϊστές. Και όταν δεν πήγαινε ο καλλιτέχνης/παραγωγός στους χειροκροτητές, πήγαιναν οι χειροκροτητές σε αυτόν (συνήθως τους εκπροσωπούσε ο chef de claque) και εκβίαζαν. Άλλη τιμή είχε η πρόκληση βροντερού γέλιου, άλλη το απλό γελάκι, άλλη το γοερό κλάμα, άλλη το μπιζάρισμα στο τέλος και τα πιεστικά encores, και εντελώς άλλη και πολύ πιο ακριβή η καταστροφή της παράστασης κάποιου αντίπαλου καλλιτέχνη.

Παρακαλούμε… τα κινητά σας

Μπορεί να ξενίζουν όλα αυτά ένα σημερινό θεατή, αλλά κατά βάθος ισχύει η ίδια περίπου λογική ελέγχου, χειραγώγησης και τάξης. Το πρωτόκολλο κόσμιας συμπεριφοράς επιτρέπει στον μεταμοντέρνο θεατή ό,τι επέτρεπε και στον μοντέρνο: να γελά, να κλαίει και να χειροκροτεί. Ενίοτε και να αποδοκιμάζει, Ως εκεί. Οποιαδήποτε αναταραχή στην αίθουσα αντιμετωπίζεται με μεγάλη εχθρότητα από όλους, γι’ αυτό και η παραγωγή μεριμνά ώστε όλα να ξεκαθαρίσουν εξαρχής με εντολές όπως: «κλείστε τα κινητά σας, μην μιλάτε, μη μασουλάτε τσιπς, μην πίνετε, αρχίζουμε σε ένα λεπτό». Υπενθυμίζεται στον θεατή ότι ο ρόλος του μέσα στο πλήθος της αίθουσας είναι αυστηρώς του υποδοχέα του θεάματος. Μάλιστα, όσο περνά ο καιρός βλέπουμε να αναπτύσσεται μια γραφειοκρατία συναισθημάτων που σταδιακά οδηγεί σε μια ομογενοποίηση των αντιδράσεων του πλήθους.

Από τη στιγμή που το κοινό έχει ένα πολύ περιορισμένο ρεπερτόριο αντιδράσεων, όλα αυτά είθισται να εκφράζονται την κατάλληλη στιγμή και όχι όπως να ΄ναι και όπου να’ ναι. Για όλα υπάρχει ένα «πρέπει» και ένα «καθωσπρέπει». Δείτε για παράδειγμα τι γίνεται στις τηλεοπτικές κωμωδίες που απευθύνονται σε μια εικονική συλλογικότητα. Τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη. Το γέλιο-κονσέρβα, σε ρόλο μεταμοντέρνου κλακαδόρου, υποδεικνύει στον τηλεθεατή πότε ακριβώς είναι η κατάλληλη στιγμή να γελάσει. Δηλαδή, ασκείται έλεγχος ακόμη και στις παρορμήσεις του δέκτη-καταναλωτή.

Σύγχρονοι κλακαδόροι

Πέρα από την τηλεόραση, τον ρόλο των πάλαι ποτέ κλακαδόρων ιδίως στα μεγάλα θέατρα και τις ακριβές παραγωγές (και όχι μόνο), έχουν αναλάβει τώρα οι ίδιοι οι παραγωγοί ή φίλοι ή συγγενείς ή παρατρεχάμενοι (έντονη η παρουσία τους στις πρεμιέρες), οι οποίοι χειροκροτούν μανιωδώς ή φωνάζουν «μπράβο» θέλοντας να συμπαρασύρουν τον κόσμο και να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα γενικής αποδοχής του θεάματος. Και φυσικά ο κόσμος «τσιμπάει» πολύ εύκολα, όπως είπαμε. Μιμείται αυτό που βλέπει και ακούει. Οπότε, δικαιολογημένα είναι να απορεί κανείς πόσο αληθινή είναι αυτή η ετυμηγορία; Πόσο δική του είναι; Και για να το πάω ένα βήμα παραπέρα.

Οι χειροκροτητές του ίντερνετ

Εδώ και κάποια χρόνια το χειροκρότημα έχει μεταφερθεί πλέον και στο διαδίκτυο σε μορφή like και share, και σκέφτομαι κατά πόσο η συμμετοχή του ιντερνετικού πλήθους ανταποκρίνεται στην αλήθεια, δηλαδή σε μια εμπειρία που βίωσε και αξιολόγησε ή απλώς «χειροκροτεί» διά των likes, γιατί «πρέπει» ή «συμφέρει» ή «εξυπηρετεί» ή «βολεύει» ή γιατί έτσι «ανήκει» σε μια συλλογικότητα, δηλαδή γίνεται ένα με το πλήθος; Επειδή πολύ φοβάμαι ότι ισχύει περισσότερο το δεύτερο σκέλος του σκεπτικού, με τους διαδικτυακούς χειροκροτητές (ή αρνητές) το πρόβλημα γίνεται παρασάγγας μεγαλύτερο σε σύγκριση με τους live (ορατούς) κλακαδόρους και τα live πλήθη. Γιατί εδώ μιλάμε για ένα αόρατο πλήθος του οποίου όμως η ετυμηγορία, διά των likes, αντέχει στον χρόνο (αφού καταγράφεται και διαδίδεται εύκολα), άρα καθορίζει πιο άμεσα τον ποιοτικό πήχη του θεάτρου. Τραγικό, όμως αληθινό.

Ίσως είναι και ένας βασικός λόγος για τον οποίο, ως θεατρικός κριτικός, δεν ασπάζομαι τη λογική της συμμετοχικής κριτικής ούτε της κριτικής που βγαίνει αμέσως μετά το θέαμα και πολύ περισσότερο μέσα από τον περιφερόμενο όγκο των ύποπτων likes. Πιστεύω πως για να εκτιμήσει κανείς αυτό που είδε, και να μην καταλήξει στις γνώριμες αντιφάσεις που μίλησα πιο πάνω, πρέπει να επανακτήσει την ατομικότητά του, δηλαδή να αφήσει τις συλλογικές αντιδράσεις και τους χειροκροτητές/γιουχαϊστές κατά μέρος και να δώσει χώρο στη λογική, στη δική του λογική να ελέγξει το συναίσθημα.

Μια απορία ως κατακλείδα: Μήπως τελικά όσο πιο έντονα χειροκροτεί το πλήθος μέσα σε μια αίθουσα (ή μέσω likes) τόσο λιγότερο του «ανήκει» το αληθινό θέατρο;